Δημοσιεύουμε άρθρο που έστειλε στο «Ξ» ο Χρήστος Κεφαλής, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.
Θα φανεί ίσως παράδοξο να αντιπαραθέτουμε στον τίτλο δυο τόσο ανόμοιες μεταξύ τους πρόσφατες ταινίες. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες ταινίες αποτυπώνουν δυο διαμετρικά αντίθετες στάσεις ζωής –την εγκόσμια και τη μεταφυσική– υποβοηθώντας, μέσω της αντίστιξης, μια συζήτηση του περιεχομένου αυτών των στάσεων στις μέρες μας.
Αν και ένα μεταφυσικό μεσαιωνικό φιλμ φαντασίας, ο Πράσινος Ιππότης εμφορείται από μια βαθιά εγκόσμια προσέγγιση. Ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λόουερι, μεταφέρει στην οθόνη ένα ποίημα του 14ου αιώνα, Ο Σερ Γκάουεν και ο Πράσινος Ιππότης, από τις πιο γνωστές αρθουριανές ιστορίες της εποχής.
Μετά από μια εισαγωγή με τον Γκάουεν και την ερωμένη του Έσελ, μια πόρνη, η δράση ξεκινά στο παλάτι του βασιλιά Αρθούρου, του οποίου ανιψιός είναι ο Γκάουεν. Στη γιορτή των Χριστουγέννων ο Αρτούρος προσκαλεί τον Γκάουεν πλάι του, την ώρα που η μάγισσα μητέρα του, που τον προορίζει για βασιλιά, με ένα μαγικό καλεί στο παλάτι τον Πράσινο Ιππότη. Ο τελευταίος υπόσχεται ότι όποιος ιππότης τον αντιμετωπίσει θα κερδίσει το πράσινο τσεκούρι του, αλλά μετά από ένα χρόνο θα πρέπει να τον επισκεφτεί στο Πράσινο Παρεκκλήσι, όπου θα λάβει το ίδιο κτύπημα σε ανταπόδοση. Ο Γκάουεν αποκεφαλίζει τον ιππότη, που αποχωρεί με το κεφάλι του ανά χείρας, υπενθυμίζοντάς του τον όρκο του.
Μετά από ένα χρόνο ασωτίας, ο Γκάουεν αναχωρεί για το Πράσινο Παρεκκλήσι, παίρνοντας μαζί το πράσινο τσεκούρι και μια πράσινη ζώνη από τη μητέρα του, προστασία από κάθε κακό. Στο δρόμο του τυχαίνουν διάφορες περιπέτειες: μια ομάδα ληστών του κλέβει το άλογο, το τσεκούρι και τη ζώνη· μια αποκεφαλισμένη χωρική σε μια καλύβα του ζητά να βάλει το κεφάλι της στη θέση του· συναντά μια αλεπού με ανθρώπινη φωνή και φιλοξενείται από έναν λόρδο, του οποίου η γυναίκα, μια σωσίας της Έσελ, τον αποπλανά.
Τελικά, ο Γκάουεν φτάνει στο Πράσινο Παρεκκλήσι, όπου ο κοιμισμένος Ιππότης ξυπνά το πρωί των Χριστουγέννων και ετοιμάζεται να τον αποκεφαλίσει. Ο Γκάουεν αντιδρά, λέει ότι δεν είναι έτοιμος, και σε ένα όραμα φαντασιώνεται πως δραπετεύει και επιστρέφει στο Κάμελοτ. Γίνεται ιππότης και βασιλιάς μετά το θάνατο του Αρθούρου. Η Έσελ τού χαρίζει έναν γιο, αλλά εκείνος την εγκαταλείπει και παντρεύεται μια ευγενή. Ο γιος του σκοτώνεται στη μάχη, το κάστρο του πολιορκείται, η οικογένειά του τον εγκαταλείπει και ο ίδιος, αφαιρώντας την πράσινη ζώνη, πέφτει τελικά αποκεφαλισμένος στο έδαφος.
Έχοντας δει τι του επιφυλάσσει το μέλλον, ο Γκάουεν αφαιρεί τη ζώνη, στρέφεται στον Πράσινο Ιππότη και του δηλώνει ότι τώρα είναι έτοιμος να δεχτεί την ποινή του. Ο τελευταίος υψώνει το τσεκούρι με τα λόγια, «Και τώρα, ας φύγει το κεφάλι σου».
Ο Πράσινος Ιππότης είναι μια έντονα αλληγορική ταινία, μια μεταφορά για την ανθρώπινη αναζήτηση, ώστε να επιδέχεται ποικίλες ερμηνείες. Ωστόσο, ένας κεντρικός πυρήνας είναι ευδιάκριτος. Σε αντίθεση με το μεσαιωνικό μύθο, που αναδεικνύει τα ιπποτικά ιδανικά, ο ήρωας του Λόουερι δεν έχει πάνω του τίποτα το ιπποτικό. Όντας ένας αντι-ιππότης, μοιάζει πολύ περισσότερο με το σύγχρονο άνθρωπο. Έχει καλά στοιχεία και διαθέσεις μέσα του, αποζητά το μεγαλείο, χωρίς όμως να έχει ένα δικό του θετικό στόχο. Η ύπαρξή του παρασύρεται και εξουσιάζεται από δυνάμεις που δεν ελέγχει και στις οποίες προσαρμόζεται παθητικά ή αντιδρά σπασμωδικά.
Αυτές οι εξωτερικές, ξένες δυνάμεις ενσαρκώνονται στο έργο από τη μητέρα του και τον κόσμο της μαγείας που αυτή θέτει σε κίνηση. Η Πράσινος Ιππότης, από την άλλη, προσωποποιεί την εμπειρία της ζωής, τη σοφία και την αυτογνωσία που κάθε άνθρωπος αποκομίζει στο ταξίδι του. Μακριά από το να είναι μια τρομερή δύναμη, στο τέλος αντιμετωπίζει τον Γκάουεν με συγκατάβαση και ανθρώπινα. Οι ληστές μπορεί να παραβληθούν με τις δυσχέρειες στο δρόμο, η αλεπού με το ζωώδες ένστικτο της αυτοσυντήρησης –προειδοποιεί τον Γκάουεν να μη συνεχίσει την πορεία του προς το παρεκκλήσι, γιατί αυτό θα είναι ο χαμός του– και ο λόρδος και η λαίδη με το ιδεώδες της ευτυχίας που θα ποθούσε ο Γκάουεν για τον εαυτό του και την Έσελ.
Αυτή η ευτυχία αποδεικνύεται ανέφικτη, γιατί λείπουν οι όροι για την εκπλήρωσή της. Οι φαύλες κοινωνικές συμβάσεις δεν επιτρέπουν σε έναν βασιλιά να πάρει γυναίκα του μια πόρνη. Έτσι, βλέποντας τι θα γινόταν αν ζούσε –ένας βασιλιάς, που το φαινομενικό μεγαλείο του θα βασιζόταν σε ένα ψέμα– λέει στον ιππότη να του πάρει τη ζωή. Σε αυτή την καθοριστική τελική σκηνή συνοψίζεται το νόημα της ταινίας: η αναγνώριση ότι ο θάνατος και η ανυπαρξία είναι καλύτερα από μια ψεύτικη, χωρίς νόημα, έστω και φανταχτερή ζωή.
Ακόμη κι αν δώσουμε μια τέτοια ερμηνεία στην ταινία, θα ρωτήσει ο αναγνώστης, τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με τον Άνθρωπο του Θεού;
Ο Άνθρωπος του Θεού είναι μια ταινία που επίσης καταδικάζει την εξωτερική φαυλότητα και τον κομφορμισμό απέναντί της. Σε αντίθεση όμως με τον Πράσινο Ιππότη, που θέτει με ρεαλιστικούς όρους το πρόβλημα, Ο Άνθρωπος του Θεού διεκδικεί να προσφέρει μια μυστικιστική διέξοδο ανύψωσης σε μια εσωτερική γαλήνη και ανωτερότητα, η οποία αψηφά και υπερβαίνει το κακό. Και εδώ ακριβώς είναι που, με την τυπική χριστιανική λογική της μη αντίστασης στο κακό, δημιουργεί τελικά μόνο μια ψευδαίσθηση υπέρβασης, ενώ η εξωτερική φαυλότητα μένει ανέπαφη, και επί της ουσίας μας κάνει να κλείνουμε τα μάτια απέναντί της και να δηλώνουμε αδυναμία.
Σε αρκετά άρθρα στο διαδίκτυο, από έγκυρους κριτικούς, δόθηκε έμφαση στις σκηνοθετικές αδυναμίες της ταινίας, της οποίας το σενάριο και τη σκηνοθεσία υπογράφει η Γέλενα Πόποβιτς. Ενώ είναι αλήθεια ότι –σε αντίθεση με την αισθητική αρτιότητα του Πράσινου Ιππότη– παρουσιάζει εμφανείς ατέλειες, δεν θα σταθούμε σε αυτές. Πολύ περισσότερο μας ενδιαφέρει να συζητήσουμε την οπτική της και τα ζητήματα που θέτει.
Ο Άνθρωπος του Θεού αφηγείται τη ζωή του Άγιου Νεκτάριου, κατά κόσμο Αναστάσιου Κεφαλά (1846-1920), επίσκοπου και θεολόγου της ορθόδοξης εκκλησίας. Μετά από μια δύσκολη παιδική ηλικία στην Κωνσταντινούπολη και τη Χίο, ο Νεκτάριος σπούδασε θεολογία και χειροτονήθηκε επίσκοπος Πενταπόλεως. Αποπέμφθηκε από τη θέση του μετά από μια συνωμοσία των επισκόπων της Αλεξάνδρειας, που υπέβλεπαν τη δημοτικότητα και το φιλανθρωπικό έργο του, και αφού ήρθε στην Αθήνα, βρήκε μια κατώτερη θέση κήρυκα στην Χαλκίδα. Στα 1894-1908 διετέλεσε διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής και αργότερα αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι στην Αίγινα, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του. Μετά το θάνατό του ανακηρύχτηκε άγιος από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, ως υπόδειγμα φιλανθρωπίας και ταπεινότητας.
Στην ταινία παρακολουθούμε τη ζωή του Νεκτάριου, δοσμένη μέσα από μια εξιδανικευτική οπτική που επιχειρεί να ανυψώσει τις παραδοσιακές χριστιανικές αξίες, αποθεώνοντας τη θρησκευτική πίστη και παρουσιάζοντάς τη σαν το κατάλληλο φάρμακο για όλες τις ασθένειες της εποχής μας. Το γιατί πρέπει να συμβαίνει αυτό δεν επιδέχεται λογική απόδειξη ή θεμελίωση· προκύπτει ταυτολογικά από την ίδια την πίστη και επιβεβαιώνεται θαυματουργά, με τη θεία χάρη, όταν στο τέλος της ταινίας ένας παράλυτος θεραπεύεται χάρη στη δέηση του ετοιμοθάνατου Νεκτάριου.
Αυτός ο αναχρονιστικός πυρήνας της ταινίας γίνεται έκδηλος στην αντιπαράθεση ανάμεσα στον Νεκτάριο και τον Χρήστο, τον οικονομικό διευθυντή της Ριζαρείου. Ο Χρήστος είναι πρακτικός και ορθολογιστής, έναν εκπρόσωπος του παρεφθαρμένου αστικού διαφωτισμού της εποχής που προκρίνει την εγκόσμια στάση. Σε μια σημαντική σκηνή, κατά την αποχώρηση του Νεκτάριου από τη σχολή, εκφράζει την αντίρρησή του στην άποψη του Νεκτάριου: «Μακάρι να είχα πίστη και να πίστευα, αλλά δεν μπορώ να αρνηθώ τη λογική». Ο Νεκτάριος του αντιτείνει, «Πιστεύεις σε κάτι, θα βρεις το δρόμο σου».
Το νόημα της σκηνής είναι ότι η λογική και η επιστήμη έχουν μια αξία, αλλά κατώτερη· η υπέρτατη αξία είναι η θρησκευτική πίστη, οι δε άλλες πρέπει να λειτουργούν ως θεραπαινίδες της. Η ταινία μένει εδώ πιστή στο αυθεντικό πνεύμα του Νεκτάριου, ο οποίος σε συγγράμματά του αναγνώριζε μια αξία στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά μόνο ως οχήματος για την πίστη, μιας φιλοσοφικής προπαρασκευής για το χριστιανισμό[1]. Ότι μια τέτοια θεώρηση παραχαράσσει το πνεύμα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας μετά βίας χρειάζεται να εξηγηθεί· ήδη οι πατέρες της εκκλησίας, όντας πολύ πιο ειλικρινείς, την απέρριπταν για τις αθεϊστικές τάσεις της, την αντίληψη της αυθυπαρξίας και του άφθαρτου της ύλης, τον ουσιαστικό εξοβελισμό του Θεού από το Σύμπαν, κ.ά.
Οι μεγάλοι φυσικοί επιστήμονες της εποχής μας, από τον Χόκινγκ και τον Φάινμαν ως τον Ντόκινς, όλοι τους μαχόμενοι αθεϊστές, προειδοποιούν ενάντια στους κινδύνους από το θρησκευτικό σκοταδισμό. Ο Στίβεν Γουάινμπεργκ, αφού χαρακτηρίζει την έννοια του Θεού «άσκοπη», εκτιμά: «Πραγματικά βλαβερή είναι η συντηρητική δογματική θρησκεία… Στην Ασία και στην Αφρική οι σκοτεινές θρησκευτικές ενθουσιαστικές δυνάμεις έχουν συγκεντρώσει αρκετή ισχύ, με αποτέλεσμα η λογική και η ανεκτικότητα να μην είναι αρκετά ασφαλείς ούτε και στα εκκοσμικευμένα κράτη της Δύσης… ίσως χρειαστεί να βασιστούμε και πάλι στην επίδραση της επιστήμης, ώστε να διατηρήσουμε τον κόσμο σώφρονα».[2]
Αυτή είναι η άποψη των πιο φωτεινών μυαλών της ανθρωπότητας. Να όμως που στην εποχή μας, στο σωτήριο έτος 2021, κυκλοφορεί και μια ταινία που μας νουθετεί στην πίστη και την προσευχή ως πηγή κάθε σωτηρίας…
Σε ένα άλλο σημαντικό σημείο, ο Χρήστος επικρίνει τον Νεκτάριο ότι ο ασκητισμός του είναι ένα είδος εξωτερικού εντυπωσιασμού. Ο ασκητής, του απαντά ο Νεκτάριος, δεν ενδιαφέρεται για τον εξωτερικό κόσμο. «Προσπαθεί να αποκαθάρει εσωτερικά τον εαυτό του για να πλησιάσει το Θεό».
Αυτή η στροφή στην εσωτερικότητα, η πεμπτουσία της άποψης του Νεκτάριου, υποδηλώνει μια ουσιώδη φυγή από την πραγματικότητα και αδυναμία επίδρασης στον εξωτερικό κόσμο. Στον Πράσινο Ιππότη, η δυνατότητα μιας τέτοιας στάσης παρουσιάζεται αφηρημένα στην τελική σκηνή. Θα είχε υλοποιηθεί αν ο Γκάουεν, αντί να δηλώσει έτοιμος να δεχτεί το πλήγμα του ιππότη, ανακάλυπτε πως ήρθε η ώρα να αποκαθάρει εσωτερικά τον εαυτό του, αποσυρόμενος σε ένα μοναστήρι. Αλλά για κάθε εγκόσμια θεώρηση, αυτή η δυνατότητα δεν αποτελεί πραγματική επιλογή και είναι το προσόν της ταινίας του Λόουερι να την αποκλείει από τον ορίζοντά της. Μια επίδοση στην «εσωτερική αυτοκάθαρση» διαφέρει ελάχιστα από το να μην κάνει κανείς τίποτα, αφήνοντας τα πράγματα όπως είναι.
Στον 20ό αιώνα υπήρξαν μερικά εξέχοντα παραδείγματα ιερωμένων, από τον παπά Γκαπόν ως τον Καμίλο Τόρες, οι οποίοι, μακριά από το να στραφούν στην εσωτερική αυτοκάθαρση, έγιναν αγωνιστές ενάντια στην κοινωνική αδικία συμμετέχοντας στα μεγάλα επαναστατικά κινήματα του καιρού τους. Από τον Άνθρωπο του Θεού, αντίθετα, λείπει έστω μια νύξη ακόμη και για τη δυνατότητα μιας τέτοιας στάσης. Οι μόνες απόψεις που γνωρίζει και αντιπαραθέτει είναι ο στεγνός αστικός ορθολογισμός του Χρήστου και η ασκητική, εσωστρεφής ηθική του Νεκτάριου, η οποία στη σύγκριση με τις προλήψεις του κόσμου ενάντια στο μοναχισμό βγαίνει τελικά φωτισμένη και νικήτρια.
Η άρνηση του κοινωνικού ακτιβισμού για χάρη της εσωτερικής τελείωσης είναι το στοιχείο που εκτιμά στον Νεκτάριο το εκκλησιαστικό κατεστημένο και ο λόγος που στήριξε τόσο ενεργά την ταινία. Αν παρά τους κατατρεγμούς που του επιφύλασσε εν ζωή, η ορθόδοξη εκκλησία τον αγιοποίησε μετά θάνατο, είναι ακριβώς λόγω του ανώδυνου της φιλανθρωπίας του, που μη θίγοντας τα κακώς κείμενα, προσφέρεται σαν ένα φύλλο συκής για τη δική τους υπηρεσία στην εξουσία. Αν αντίθετα ο Νεκτάριος είχε στιγματίσει τους κρατούντες, το πολύ θα του αφιέρωναν σήμερα 1-2 επιτιμητικές γραμμές, ότι παρά τις άγιες προθέσεις του ξεστράτισε από το δρόμο του Θεού, όπως κάνουν με τον Καμίλο Τόρες.
Τα ελάχιστα σημεία στην ταινία που υπονοούν ένα στοιχείο αγωνιστικότητας είναι αντιφατικά και αυτοαναιρούμενα. Σε μια κουβέντα με τον Κώστα, τον πνευματικό ακόλουθό του, ο Νεκτάριος δηλώνει: «Όταν αδικούν εσένα πρέπει να στρέφεις το άλλο μάγουλο, όταν όμως αδικούν τα τέκνα σου πρέπει να αγωνιστείς».
Φαινομενικά αυτό ηχεί σαν μια έκκληση για αγωνιστική στάση, αλλά μόνο φαινομενικά. Ο καθένας θα δει ότι όταν με το ατομικό σου παράδειγμα διδάσκεις τη μη αντίσταση στο κακό, τότε ωθείς και τα «τέκνα» σου ως άτομα σε μια υποτακτική λογική. Οδηγείται κανείς έτσι αναπόφευκτα σε μια μεσσιανική θεώρηση, στην οποία ο ένας εκλεκτός αγωνίζεται για λογαριασμό όλων και θυσιάζεται για χάρη τους. Μια τέτοια λογική όμως οδηγεί μοιραία στην παθητικοποίηση της μάζας και τα υπόλοιπα τετριμμένα αποφθέγματα του Νεκτάριου, όπως ότι «η εξουσία διαφθείρει», ωθούν στην ίδια κατεύθυνση.
Κατά τον 20ό αιώνα ο φασισμός και, στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος, ο σταλινισμός υπήρξαν δυο μεγάλα ιστορικά ρεύματα μεσσιανικού τύπου παθητικοποίησης. Στην περίπτωση του σταλινισμού είχαμε μάλιστα ατόφιο και το φαινόμενο της τυφλής πίστης και της αγιοποίησης από μια αχρεία προπαγάνδα που γινόταν πηγή τερατωδίας προφασιζόμενη απατηλά μια κομμουνιστική δέσμευση. Ενώ όμως θα ήταν άδικο να καταλογιστεί στον Νεκτάριο μια ανάλογη προσέγγιση (κεντρικό στοιχείο της οποίας είναι ένας κενόδοξος φανατισμός, τον οποίο στην ιστορία του χριστιανισμού θα βρούμε στην Ιερά Εξέταση), γεγονός παραμένει ότι η μη αντίσταση στο κακό δημιουργεί το κατάλληλο υπέδαφος γι’ αυτές τις διαστροφές.
Ασφαλώς θα ήταν λάθος να εκτιμηθεί η ηθική του Νεκτάριου ως γενικά αρνητική ή υποκριτική. Πτυχές της που παρουσιάζονται στην ταινία, όπως η επιλογή του να τιμωρήσει τον εαυτό του αντί για τους ταραξίες μαθητές ή η αρωγή του σε απλούς εργαζόμενους στη Ριζάρειο, έχουν θετική αξία. Εδώ όμως δεν πρόκειται για μια εφαρμογή του «να στρέφεις και το άλλο μάγουλο» στα κτυπήματα των ισχυρών, αλλά για μια οικειοθελή παραίτηση από την άσκηση εξουσίας, που όντας ατομικά τιμητική δεν μπορεί να βρει σε μια ταξική κοινωνία μιμητές ούτε να αλλάξει τα πράγματα. Μια τέτοια στάση μπορεί βέβαια να ωθήσει όσους δεν συναισθάνονται ακόμη την ανάγκη να έχουν ιδανικά και αξίες να κάνουν ένα βήμα εμπρός. Αλλά βοηθώντας τους να προχωρήσουν από το «άλφα» στο «βήτα», στην απόκτηση μιας υποκειμενικής ηθικής, σφάλλει κατά το ότι παριστάνει αυτό το βήμα σαν φτάσιμο στο «ωμέγα». Δυσχεραίνει έτσι το προχώρημα στο παραπέρα καίριο ερώτημα για το ποια ιδανικά μπορεί στην εποχή μας να είναι αληθινά και πρακτικά αποτελεσματικά.
Σε μια συνέντευξή του ο Χρήστος Λούλης, που υποδύεται τον ορθολογιστή Χρήστο, δήλωσε ότι «Η ταινία δεν έχει να κάνει με τη θρησκεία –είναι βέβαια ένας άγιος της ορθόδοξης ελληνικής εκκλησίας– αλλά έχει να κάνει με το πώς αυτός ο άνθρωπος μπορούσε μέσω της στάσης του να επηρεάζει τους γύρω του».[3]
Ποια ήταν όμως αυτή η επίδραση, μετρημένη στην ιστορική κλίμακα; Ή, για το θέσουμε κάπως αλλιώς, τι θα μπορούσε να κάνει ένας νέος Άγιος Νεκτάριος στις μέρες μας; Στην καλύτερη περίπτωση όχι κάτι παραπάνω από ό,τι έκανε ο ιστορικός Άγιος Νεκτάριος πριν 100 χρόνια. Θα δημιουργούσε μια νησίδα καλού σε μια σχολή όπως η Ριζάρειος ή σε κάποιο απόμερο μοναστήρι στην Αίγινα.
Ακόμη και αν δεχτούμε ότι θα το πετύχαινε, είναι αυτό κάτι πραγματικά σημαντικό; Θα έθετε τέρμα στις κτηνωδίες των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και των Άσαντ στη Συρία; Θα άλλαζε τίποτα στο γεγονός ότι περί τις 2000 δισεκατομμυριούχοι κατέχουν σήμερα το 50% του παγκόσμιου πλούτου; Θα έθετε τέρμα στους εμπορικούς πολέμους και τη δυνατότητα των κερδοσκόπων, σε μια κατάλληλη συγκυρία, να ανεβάζουν τις τιμές των πρώτων υλών κατά 100, 200 ή 500%; Θα έθετε τέρμα στο μιλιταρισμό που φουντώνει παγκόσμια και τους πολεμικούς κινδύνους; Θα έθετε τέρμα στην αναλγησία των αστικών κυβερνήσεων, που μεταχειρίζονται τους πρόσφυγες και τους λαούς τους σαν υποζύγια δεύτερης κατηγορίας; Θα έθετε τέρμα στην απειλή του φασισμού και του ακροδεξιού εθνικισμού; Θα έθετε τέρμα στην καταστροφή του περιβάλλοντος και τις ολέθριες απειλές της κλιματικής αλλαγής; Μπορεί κανείς να πιστεύει κάτι τέτοιο ή να ελπίζει ότι αν αντί για ένας εμφανίζονταν 10 ή 50 Νεκτάριοι θα συνέβαινε κάτι διαφορετικό;
Αρκεί να τεθούν αυτά τα ερωτήματα για να τους δοθεί μια αρνητική απάντηση. Καμιά ουσιώδης αλλαγή δεν θα προέκυπτε, όπως δεν προέκυψε και από τη δράση του Άγιου Νεκτάριου στην εποχή του· μόνο ένας αρωματισμός της φαυλότητας, που δεν είναι δυνατό να καταπολεμηθεί χωρίς να αποκοπούν με συλλογική δράση οι ρίζες της και που σαρώνει ανελέητα στο διάβα της τις χριστιανικές ή άλλες ατομικές «νησίδες».
Σε μια εποχή τεράστιων κινδύνων για την ανθρωπότητα, Ο Άνθρωπος του Θεού, συστήνοντας ως λύση την προσφυγή στην πίστη, την προσευχή και την προσδοκία ενός θαύματος, δείχνει ένα ριζικά λάθος δρόμο. Από τον Πράσινο Ιππότη μαθαίνουμε τουλάχιστον ότι πραγματική αξία μπορεί να έχουν μόνο οι εγκόσμιες στάσεις.