Το τελευταίο διάστημα η νεολαία και οι εργαζόμενοι στην Τυνησία βρίσκονται στους δρόμους, διαδηλώνοντας ενάντια στην ανεργία, τη φτώχεια και τη λιτότητα, που σε συνδυασμό με τους περιορισμούς που επιβάλλονται στον τουρισμό και άλλους τομείς της οικονομίας εξαιτίας της πανδημίας, έχουν φτάσει την κοινωνία στα όρια των αντοχών της.
Μέσα στις πρώτες μέρες των κινητοποιήσεων σημειώθηκαν βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στην αστυνομία και τους διαδηλωτές και έγιναν πάνω από 1.000 συλλήψεις. Η κύρια δύναμη των κινητοποιήσεων είναι για άλλη μια φορά η νεολαία που, μέχρι και πριν τον απότομο «πάγο» που έβαλε στις περισσότερες κινηματικές διαδικασίες η πανδημία, βρισκόταν στο επίκεντρο των κινημάτων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Φτώχεια, ανεργία και μαζική οργή
Τον περασμένο χρόνο το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε κατά 9% ενώ οι τιμές βασικών ειδών διαρκώς ανεβαίνουν. Το ένα πέμπτο του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, το ένα τρίτο της νεολαίας δεν έχει δουλειά. Την ίδια στιγμή κάθε χρόνο 100.000 νέοι άνθρωποι εγκαταλείπουν τις σπουδές τους για οικονομικούς λόγους.
Η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο, ειδικά με τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας, γεγονός που έχει μειώσει δραματικά τις ευκαιρίες για εξασφάλιση ενός έστω υποτυπώδους εισοδήματος για τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας. Εξάλλου, πρόκειται για μια οικονομία η οποία σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στον τουρισμό. Παρά τα μέτρα, ωστόσο, με 3-4.000 κρούσματα και λίγο κάτω από 100 νεκρούς καθημερινά, η κατάσταση εξακολουθεί να βρίσκεται εκτός ελέγχου (ο πληθυσμός της Τυνησίας είναι κοντά στα 11,5 εκατομμύρια).
Παρά το λοκντάουν και το φόβο της πανδημίας, οι τελευταίοι μήνες ήταν «γεμάτοι» από κινητοποιήσεις, αφού υπολογίζεται ότι μόνο μέσα στο Νοέμβρη διοργανώθηκαν πάνω από 1.000 διαδηλώσεις. Ανάμεσα στα συνθήματα των διαδηλωτών ξεχωρίζουν αυτά που απαιτούν μέτρα για την καταπολέμηση της ανεργίας.
Δέκα χρόνια μετά την «Αραβική Άνοιξη»
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, η βόρεια Αφρική και ο αραβικός κόσμος βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος εξαιτίας των εξεγέρσεων που έγιναν γνωστές ως «Αραβική Άνοιξη». Ξεκινώντας από την Τυνησία οι εξεγέρσεις αυτές ανέτρεψαν αυταρχικά καθεστώτα και δικτατορίες και κατάφεραν να εμπνεύσουν τη νεολαία και τα κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο, προκαλώντας, παράλληλα, τα κινήματα των «Αγανακτισμένων» στην Ευρώπη και του «Occupy» στις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά, η έλλειψη πραγματικής πολιτικής εναλλακτικής δεν επέτρεψε να γίνουν δραστικές αλλαγές στο επίπεδο της οικονομίας, των εργασιακών δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου των κοινωνιών αυτών των χωρών. Στην περίπτωση της Αιγύπτου είχαμε την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας ενώ στη Συρίας και τη Λιβύη είχαμε καταστροφικούς εμφύλιους πολέμους με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια προσφύγων.
Στην Τυνησία, δέκα χρόνια πριν, τον Γενάρη του 2011, ο μισητός δικτάτορας της χώρας Μπεν Άλι εγκατέλειπε τη χώρα μετά τη μαζική εξέγερση που κράτησε για πολλές εβδομάδες παρά την άγρια καταστολή, μια εξέγερση που πήρε το όνομα «επανάσταση των γιασεμιών». Σήμερα, παρά το γεγονός ότι η χώρα έχει εκλεγμένη κυβέρνηση και ο κόσμος απολαμβάνει μια σχετική ελευθερία έκφρασης, κριτικής, κλπ, η κοινωνία εξακολουθεί να υποφέρει από τη φτώχεια και την ανισότητα, ενώ η διαφθορά και η καταστολή παραμένουν βασικά συστατικά της καθημερινότητας των Τυνήσιων.
Προκλήσεις και καταστολή
Απέναντι στη μαζική κοινωνική οργή, ο σημερινός πρωθυπουργός της Τυνησίας Καΐς Σαγιέντ εμφανίζεται προκλητικός. Πέρα από τις συλλήψεις και την αστυνομική βία ανθρώπων που διεκδικούν το δικαίωμα στη δουλειά και την επιβίωση, επιλέγει την πόλωση μέσα από δηλώσεις, όπως αυτές που έκανε σε πρόσφατη επίσκεψή του στην πόλη Αριάνα, κοντά στην πρωτεύουσα Τύνιδα:
«Μέσα από εσάς θέλω να απευθυνθώ σε όλους τους Τυνήσιους, ξέρω την κατάσταση φτώχειας στην οποία βρίσκεστε και επίσης ξέρω ποιοι εκμεταλλεύονται τη φτώχεια σας. Μην τους αφήσετε να εκμεταλλευτούν τη δυστυχία σας, μην επιτεθείτε σε ιδιωτική ή δημόσια περιουσία. Σήμερα είμαστε ζωντανοί χάρη στις ηθικές μας αξίες και όχι στις κλοπές και τις λεηλασίες».
Οι δηλώσεις αυτές, απευθυνόμενες σε ανθρώπους οι οποίοι μετά βίας καταφέρνουν να επιβιώνουν, δεν πρόκειται ασφαλώς να ηρεμήσουν την κατάσταση. Αντί να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα επιβίωσης της κοινωνίας, ο Σαγιέντ αποκαλεί τους ανθρώπους που κινητοποιούνται κλέφτες και χωρίς ηθικές αξίες.
Ανάγκη να χτιστεί η εναλλακτική στο σύστημα
Το γεγονός ότι ο φόβος του κορονοϊού έχει σε κάποιες χώρες αρχίσει να υποχωρεί και να δίνει τη θέση του στην οργή δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για χώρες στις οποίες πλατιά στρώματα της κοινωνίας βρίσκονταν στα πρόθυρα της πείνας ήδη πριν από την πανδημία. Αργά ή γρήγορα, ο κόσμος θα ξαναβγεί στους δρόμους διεκδικώντας δουλειές, δικαιώματα, ελευθερίες, αλλά και προστασία απέναντι στην πανδημία με ενίσχυση της υγείας και του κοινωνικού κράτους.
Όπως συνέβη όμως και πριν από δέκα χρόνια στον αραβικό κόσμο, αν η οργή δε βρει διέξοδο στην ανατροπή του συστήματος, κάθε μικρή ή μεγαλύτερη νίκη θα είναι προσωρινή. Αν το κίνημα στην Τυνησία έχει να μάθει κάτι από το πρόσφατο παρελθόν του, αυτό είναι ότι απέναντι στο διεφθαρμένο, αυταρχικό, καπιταλιστικό σύστημα, η μόνη δύναμη που μπορεί να φέρει πραγματική αλλαγή είναι οι εργαζόμενοι, οι φτωχοί και οι καταπιεσμένοι, αν οργανωθούν για να το ανατρέψουν και χτίσουν μια κοινωνία που να στηρίζεται σ’ αυτούς και να υπηρετεί τις ανάγκες τους.