Του Cedric Gerome από το σάιτ της CWI, www.socialistworld.net
Μετάφραση: Ελένη Παλαιολόγου
Για ακόμα μια φορά η πείνα θερίζει την αφρικανική ήπειρο. Για ακόμα μια φορά εμφανίζονται φρικτές εικόνες πεινασμένων παιδιών που πεθαίνουν καθημερινά κατά δεκάδες στο κέρας της Αφρικής. Για ακόμα μια φορά γίνεται φανερή η βιαιότητα του συστήματος στο οποίο ζούμε. Την ίδια στιγμή που το τζογάρισμα στην αγορά τροφίμων αποφέρει τεράστια κέρδη σε μια χούφτα πολυεθνικών, η πείνα, οι αρρώστιες, η εξαθλίωση και ο θάνατος εξαπλώνονται με γρήγορους ρυθμούς σε ορισμένους απ’ τους πιο φτωχούς πληθυσμούς της γης.
Η βορειοανατολική Αφρική υποφέρει από μια από τις χειρότερες επισιτιστικές κρίσεις εδώ και δεκαετίες. Στη Σομαλία, τους τελευταίους μήνες, έχουν πεθάνει δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, πάνω από το μισό των οποίων ήταν παιδιά. Και η πείνα συνεχίζει να εξαπλώνεται: για τέσσερα εκατομμύρια Σομαλούς η εξεύρεση τροφής είναι μια κάτι το εντελώς αβέβαιο. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, η ζωή 750.000 ανθρώπων απειλείται άμεσα, αριθμός διπλάσιος από αυτό των θανάτων στις αρχές της δεκαετίας του 1990, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου λιμού στην περιοχή.
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι αναγκάζονται να μεταναστεύσουν, ορισμένοι περπατούν για βδομάδες καλύπτοντας εκατοντάδες μίλια, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βρουν κάποια ανακούφιση, ακολουθώντας τη διαδρομή που έχει επικρατήσει να αποκαλείται «οι δρόμοι του θανάτου». Το Al Jazeera ανέφερε πρόσφατα ότι
«εκατοντάδες, πιθανότατα χιλιάδες, συνεχίζουν να τολμούν να ακολουθήσουν τη διαδρομή μέσα από την έρημο, ταΐζοντας τα παιδιά τους με ρίζες δέντρων, εκλιπαρώντας για νερό και καταφύγιο, προσπαθώντας να κρυφτούν από τις συμμορίες, στην προσπάθειά τους να βρουν απλά ένα μέρος για να ζήσουν».
Στο Μονγκαντίσου, την πρωτεύουσα της Σομαλίας, υπάρχουν ήδη μισό εκατομμύριο πρόσφυγες, την ίδια στιγμή που 135.000 Σομαλοί έχουν εγκαταλείψει την χώρα απ’ τις αρχές του χρόνου. Χιλιάδες διασχίζουν καθημερινά τα σύνορα της χώρας με την Αιθιοπία και την Κένυα. Το στρατόπεδο προσφύγων στο Νταντάαμπ (Dadaab), στη βορειοανατολική Κένυα, είναι αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο στον κόσμο. Το στρατόπεδο μπορεί θεωρητικά να φιλοξενήσει μέχρι 90.000 πρόσφυγες, αλλά ήδη τον Ιούλη του 2011 αποτελούσε καταφύγιο για πάνω από 440.000 ανθρώπους.
Και σα να μην έφταναν αυτά, ασθένειες όπως η χολέρα, η ελονοσία και ο τύφος έχουν αρχίσει να εξαπλώνονται. Η κατάσταση αυτή είναι πολύ πιο έντονη στα στρατόπεδα προσφύγων, όπου οι άνθρωποι συγκεντρώνονται σε μεγάλους αριθμούς, με την ελπίδα ότι θα βρουν κάποια βοήθεια. Φιλανθρωπικές οργανώσεις προβλέπουν ότι η ξηρασία θα τελειώσει τον Οκτώβρη με τις αναμενόμενες βροχοπτώσεις αυτής της περιόδου. Αλλά ακόμα και έντονες βροχοπτώσεις, θα επιτρέψουν μια παραγωγή αρκετά μικρότερη από αυτή που πραγματικά απαιτείται για να ανακουφιστούν οι πεινασμένοι. Επιπλέον, με τις βροχές θα αυξηθούν δραματικά τα κρούσματα μολυσματικών ασθενειών, κυρίως αυτών που ευνοούνται από την υγρασία.
Η καταστροφή επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από τις συνεχιζόμενες πολεμικές συγκρούσεις στην περιοχή, και τη γενική εικόνα κοινωνικής αποσύνθεσης. Η Σομαλία βρίσκεται στη δίνη μιας βίαιης διαμάχης για την εξουσία που καλύπτει το σύνολο της χώρας. Η κυβέρνηση είναι αδύναμη και διεφθαρμένη και η εξουσία της περιορίζεται κυρίως στην πρωτεύουσα. Την ίδια στιγμή στη διαμάχη συμμετέχουν πολέμαρχοι, ισλαμιστικές ομάδες, φατρίες που βασίζονται σε πολιτοφυλακές, πειρατικές συμμορίες και ομάδες οπλισμένες από ξένες κυβερνήσεις, ενώ ταυτόχρονα ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός επεμβαίνει στην κατάσταση.
Ένοπλες ομάδες της Αλ Σαμπάαμπ (Al-Shabaab) μια ισλαμιστική ομάδα που ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της νότιας Σομαλίας, εμποδίζουν τους εξαθλιωμένους απ’ την πείνα κατοίκους να εγκαταλείψουν τις περιοχές που έχουν πληγεί περισσότερο από την ξηρασία και δεν διστάζει να διαλύσει τους προσφυγικούς καταυλισμούς τους, στέλνοντας χιλιάδες ανθρώπους πίσω σε αυτές τις περιοχές. Στις περιοχές που ελέγχονται από την μεταβατική κυβέρνηση στο Μονγκαντίσου η οποία έχει την υποστήριξη των ΗΠΑ, ορισμένοι διεφθαρμένοι αξιωματούχοι και επιχειρηματίες πλουτίζουν κλέβοντας την ανθρωπιστική βοήθεια για να την ξαναπουλήσουν σε διογκωμένες τιμές. Υπάρχουν εκτιμήσεις ότι πάνω από τα μισά τρόφιμα της ανθρωπιστικής βοήθειας μπορεί να έχουν ήδη κλαπεί για να ξαναπουληθούν στην πρωτεύουσα.
«Κάτι, κάπου, έχει πάει στραβά»
Η ιδέα που διαδίδουν ορισμένοι, ότι ο συνεχιζόμενος λιμός που μαστίζει το κέρας της Αφρικής είναι αποτέλεσμα «φυσικών αιτίων» είναι μια σκόπιμη απόπειρα να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου. Είναι αλήθεια ότι το κέρας της Αφρικής είναι μια περιοχή που πλήττεται συχνά από περιόδους έντονης ξηρασίας, αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Στο παρελθόν αυτές οι περίοδοι ξηρασίας συνέβαιναν κάθε 10 με 15 χρόνια. Ωστόσο, σύμφωνα με τους κλιματολόγους, η υπερθέρμανση του πλανήτη τις έχει κάνει πολύ συχνότερες και πολύ εντονότερες. Για την έξαρση αυτού του φαινομένου, που είναι καταστροφικό για ένα λαό που βασίζεται κύρια στην αγροτική παραγωγή και την κτηνοτροφία, υπεύθυνη είναι η μαζική και σε παγκόσμιο επίπεδο καταστροφή του περιβάλλοντος για την απόκτηση κέρδους.
Οι επίσημες δηλώσεις που ακούγονται μετά από κάθε λιμό, λένε «αυτό δεν πρέπει να συμβεί ποτέ ξανά». Γιατί όμως εξακολουθεί να συμβαίνει; Αυτή είναι η ερώτηση που οι πάμπλουτοι του πλανήτη και όσοι τους υπηρετούν, θα προτιμούσαν να μην ακούγεται. Κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να στρέψουν τις ευθύνες μακριά από το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο απ’ τη μια έχει τη δυνατότητα να παράγει αρκετά τρόφιμα για να τραφούν 12 δισεκατομμύρια άνθρωποι ενώ από την άλλη δημιουργεί τις συνθήκες μέσα στις οποίες κάθε πέντε δευτερόλεπτα ένα παιδί πεθαίνει από την πείνα. Όπως είπε κάποτε ο αριστερός βραζιλιάνος επίσκοπος, Helder Camara «όταν δίνω φαγητό στους φτωχούς, με αποκαλούν άγιο. Όταν ρωτάω γιατί είναι φτωχοί, με αποκαλούν κομμουνιστή».
Μια έρευνα που δημοσιεύτηκε πρόσφατα από τη διεθνή ομοσπονδία του Ερυθρού Σταυρού αναφέρει ότι
«η πείνα δεν είναι αποτέλεσμα της έλλειψης τροφίμων παγκοσμίως, αλλά της κακής κατανομής και της σπατάλης των τροφίμων καθώς και των αυξανόμενων τιμών που τα κάνουν απρόσιτα».
Ένας από τους εκπροσώπους του Ερυθρού Σταυρού σχολίασε ότι
«αν αυτοί που ηγούνται των δυνάμεων της αγοράς έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία το 15% της ανθρωπότητας είναι πεινασμένοι και το 20% υπέρβαροι, τότε κάτι, κάπου, έχει πάει στραβά».
Πράγματι κάτι έχει πάει στραβά. Με τα σημερινά τεχνολογικά μέσα, την επιστήμη και τους διαθέσιμους πόρους, αυτές οι καταστροφές θα μπορούσαν εύκολα να αποφευχθούν. Όσο σκληρές κι αν είναι οι ξηρασίες στην περιοχή, οι τραγικές τους συνέπειες είναι προϊόν του καπιταλιστικού συστήματος στο οποίο ζούμε. Αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση, κυρίως για χώρες όπως η Σομαλία, η οποία είναι ρημαγμένη απ’ τον πόλεμο και την κρίση, μαστίζεται από απόλυτη φτώχεια και δραματική έλλειψη ακόμα και των βασικών υπηρεσιών και υποδομών.
Η κατακόρυφη αύξηση στις τιμές των τροφίμων την τελευταία περίοδο έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην όξυνση της κρίσης. Το μέγεθος αυτών των αυξήσεων, ξεπερνά ακόμα και την άνοδο των τιμών κατά τη διάρκεια της επισιτιστικής κρίσης του 2007-2008. Στο νότο της Σομαλίας, οι τιμές των σιτηρών έχουν ανέβει κατά 240% σε σχέση με την περασμένη χρονιά, ενώ στη γειτονική Κένυα, μέσα σε ένα μόλις χρόνο, η τιμή του καλαμποκιού ανέβηκε κατά 160% και του σιταριού κατά 169%. Συνολικά, οι τιμές των τροφίμων στην περιοχή είναι τρεις φορές ψηλότερες απ’ το συνηθισμένο, κάνοντας αυτά τα αγαθά απρόσιτα σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Το Φλεβάρη, μια έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας έδειξε ότι από τον Ιούνη του περασμένου χρόνου, 44 εκατομμύρια επιπλέον άνθρωποι έχουν οδηγηθεί στην φτώχεια σαν αποτέλεσμα των αυξημένων τιμών στα τρόφιμα.
Η μαζική κερδοσκοπία στις αγορές τροφίμων έχει παίξει καθοριστικό ρόλο γι’ αυτό. Ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρχε τέτοια ροή χρήματος σε οικονομικές συναλλαγές που αφορούν αγροτικά προϊόντα. Επενδυτικές τράπεζες όπως η Barclays Capital ή η Goldman Sachs κερδίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια το χρόνο τζογάροντας στις τιμές βασικών τροφίμων όπως ο καφές, η ζάχαρη και το σιτάρι, παίζοντας κυριολεκτικά με τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων.
Η Σομαλία έχει πάρει υποσχέσεις για διεθνή βοήθεια, και όπως συνήθως βέβαια, μόνο μέρος αυτής της βοήθειας έχει παραδοθεί. Επιπλέον, ακόμα και ολόκληρο το ποσό της βοήθειας είναι εντελώς ανεπαρκές συγκριτικά με το μέγεθος της καταστροφής που αντιμετωπίζει η χώρα. Αυτές οι υποσχέσεις είναι περισσότερο αποτέλεσμα της κυνικής απόπειρας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να προσποιηθούν ότι «κάνουν κάτι», παρά μια ουσιαστική δέσμευση για να λυθεί το πρόβλημα. Αν έστω και ένα πολύ μικρό μέρος των κολοσσιαίων κεφαλαίων που που δόθηκαν στα τραπεζικά συστήματα των διάφορων χωρών, από τις αρχές της οικονομικής κρίσης, είχε χρησιμοποιηθεί για να αντιμετωπιστεί η πείνα και η φτώχεια στον κόσμο, αυτός ο λιμός δεν θα είχε συμβεί εξαρχής.
Η βρετανική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί να διαθέσει 59 εκατομμύρια € για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της κρίσης στην ανατολική Αφρική. Αυτό το ποσό ισοδυναμεί με λιγότερο από το 0.006% του ποσού που δόθηκε ως πακέτο διάσωσης των τραπεζών της.
Η Γαλλία υποσχέθηκε να δώσει 10 εκατομμύρια ευρώ, αλλά έχει ήδη ξοδέψει 32 φορές αυτό το ποσό μέσα σε λίγους μήνες για τη στρατιωτική της επέμβαση στη Λιβύη.
Αντίθετα, όπως σε κάθε καταστροφή, έτσι και σ’ αυτή, βλέπουμε την αλληλεγγύη και τη γενναιοδωρία από τη μεριά των εργαζομένων, τη μεγάλη ανταπόκρισή τους στις εκκλήσεις για βοήθεια. Κι αυτό συμβαίνει, παρά τις σοβαρές επιθέσεις στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στο Δυτικό κόσμο. Αυτό το παράδειγμα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτά που οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους είναι έτοιμοι να κάνουν.
Όσο σημαντικές και αν είναι οι μικρές δωρεές του κόσμου για την αντιμετώπιση των άμεσων επιπτώσεων ενός τέτοιου δράματος, αυτό που απαιτείται είναι μια ριζική, δομική αλλαγή. Αυτή τη στιγμή, περίπου 80 χώρες στον κόσμο αντιμετωπίζουν πρόβλημα «ανεπάρκειας τροφίμων».
Ο λιμός και η ασιτία στον σύγχρονο κόσμο δεν έχουν καμία σχέση με τις φυσικές καταστροφές ή την ανεπαρκή παραγωγή τροφής. Αντίθετα, έχουν να κάνουν με ένα σύστημα στο οποίο οι αποφάσεις για επενδύσεις παίρνονται με μοναδικό γνώμονα τα άμεσα κέρδη για τους λίγους και ισχυρούς που ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχει έρθει η ώρα για την ανατροπή αυτού του συστήματος.