Γιάννης Ρίτσος: μια καρδιά που δεν βολευόταν «παρά μόνο στο δίκιο»

Με αφορμή τη σημερινή επέτειο γέννησης του σπουδαίου Γιάννη Ρίτσου, δημοσιεύουμε περσινό άρθρο της σ. Μαρίας Καπαράκη, το οποίο κάνε μια αναδρομή στη ζωή του και φωτίζει κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του ανεκτίμητου έργου του.

«Κι εγώ –είπε– καθόλου μύθος, ήρωας ή θεός, µα απλός εργάτης, όπως κι εσύ κι εσύ και ο άλλος – προλετάριος της τέχνης, ερωτευμένος πάντα µε τα δένδρα, τα πουλιά, τα ζώα και τους ανθρώπους, ερωτευμένος προπάντων µε το κάλλος των καθάριων στοχασμών και µε το κάλλος των νεανικών σωμάτων – ένας εργάτης που γράφει, γράφει ακατάπαυστα για όλους και για όλα, και τ’ όνομά του σύντομο κι ευκολοπρόφερτο: Γιάννης Ρίτσος».

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά. Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές του 20ου αιώνα, με διεθνή απήχηση και εξαιρετικά πλούσιο έργο: πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα, 4 θεατρικά έργα, καθώς και πολλές μεταφράσεις, μελέτες και χρονογραφήματα. Τα έργα του μεταφράστηκαν σε περίπου 45 γλώσσες.

Γκράφιτι του καλλιτέχνη Pupet που κοσμεί από το 2018 τοίχο στο νησί του Άη Στράτη

Με την πένα του αποτύπωσε μοναδικά τη μάχη των λαών για δικαιοσύνη, τα οράματα και τους διωγμούς των αγωνιστών της αριστεράς, τα βάσανα των φτωχών και των καταπιεσμένων. Όλα τα παραπάνω δεν τα περιέγραψε απλά ως παρατηρητής, ήταν κομμάτι και της δικής του βιογραφίας. Οι πολιτικές του πεποιθήσεις και η αγωνιστική του δράση οδήγησαν και τον ίδιο σε διωγμούς, εξορίες και κατ’ οίκον περιορισμό, ενώ για αρκετά χρόνια της ζωής του έζησε κάτω από συνθήκες μεγάλης φτώχειας. Την ίδια στιγμή, υπήρξε και εκφραστής των υψηλών ιδανικών, της ελπίδας, της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, της αγάπης, της συντροφικότητας, της σεξουαλικότητας, αναδεικνύοντας την ομορφιά και τον έρωτα ως τις «μεγάλες και αιώνιες αξίες της ζωής», όπως τις έχει χαρακτηρίσει ο ίδιος.

Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια: «Το ’ξερες πως θα φύγουμε μητέρα, κι αλάτιζες το δείπνο μας με δάκρυ»

Ο Ρίτσος ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Η ευτυχία και η ευημερία των παιδικών χρόνων δε θα κρατήσουν πολύ. Σύντομα ο πατέρας του καταστρέφεται οικονομικά, ενώ το 1921 πεθαίνει ο αδερφός του και η μητέρα του από φυματίωση. Τελειώνει το δημοτικό σχολείο στη Μονεμβασιά, κι ύστερα μετακομίζει με την αδερφή του Λούλα στο Γύθειο, όπου θα φοιτήσει στο γυμνάσιο. Από πολύ μικρή ηλικία έδειξε την κλίση του στη συγγραφή, τη ζωγραφική και τη μουσική, ενώ σε ηλικία 15 ετών δημοσιεύει με ψευδώνυμο τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Η Διάπλαση των Παίδων». Η αγάπη του Ρίτσου για τη Μονεμβασιά και οι αναμνήσεις του από αυτή, καθώς και τα τραγικά γεγονότα των παιδικών και εφηβικών του χρόνων, θα αφήσουν μέσα του ανεξίτηλο αποτύπωμα και θα αντικατοπτριστούν στο μετέπειτα έργο του.  

Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα: «Απ’ την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή»

Το 1925 ο Ρίτσος μετακομίζει με τη Λούλα στην Αθήνα, όπου εργάζεται προσωρινά σε διάφορες δουλειές γραφείου για να βιοποριστεί. Το 1926 διαγιγνώσκεται με φυματίωση και το Φλεβάρη του 1927 εισάγεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία», στο οποίο θα παραμείνει τρία χρόνια νοσηλευόμενος ως άπορος. Στο νοσοκομείο φιλοξενούνται, κάτω από δραματικές συνθήκες, πολλοί πρόσφυγες και βιομηχανικοί εργάτες, μιας και η φυματίωση εκείνη την περίοδο «θέριζε» ιδιαίτερα στα φτωχά στρώματα. Εκεί ο Ρίτσος θα γνωρίσει πολλούς κομμουνιστές και συνδικαλιστές, καθώς και τις ιδέες του Μαρξισμού, που έκτοτε θα τον συντροφεύουν σε όλη του τη ζωή. «Απ’ την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή», γράφει αργότερά.

Μετά το «Σωτηρία» ο Ρίτσος περνάει και από άλλα σανατόρια, ώσπου τον Οκτώβρη του 1931 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα. Εργάζεται σε εκδόσεις και περιοδικά, αλλά και ως ηθοποιός και χορευτής σε διάφορα θέατρα. Το 1934 γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι τέλους και το οποίο ποτέ δεν αμφισβήτησε, παρά τα μεγάλα ιστορικά λάθη του. Την ίδια χρονιά εκδίδεται με ψευδώνυμο η πρώτη του ποιητική συλλογή «Τρακτέρ» και αρχίζει να δημοσιεύει και μόνιμη στήλη στην εφημερίδα του Ριζοσπάστη. Η νοσηλεία του πατέρα του και της αδερφής του στο δημόσιο ψυχιατρείο στο Δαφνί τα επόμενα χρόνια, κι αργότερα ο θάνατος του πατέρα του, θα σημαδέψουν ξανά τον ίδιο και μέρος του έργου του.

Ο Μάης του 36: «Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά τα ωραία θα ‘ν’ δικά μας»

Το Μάη του 1936 λαμβάνουν χώρα στη Θεσσαλονίκη μεγάλες απεργίες και διαδηλώσεις, μεταξύ των οποίων και η συγκέντρωση των καπνεργατών στις 9 Μάη, που πνίγεται στο αίμα από τη δικτατορία του Μεταξά. Ανάμεσα στους 12 συνολικά νεκρούς, βρίσκεται και ο 25χρονος Τάσος Τούσης. Την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης δημοσιεύει στο εξώφυλλό του την- ιστορική πλέον- φωτογραφία της μητέρας του Κατίνας να θρηνεί πάνω από το νεκρό γιο της.

Η φωτογραφία που ενέπνευσε τον Ρίτσο για τον Επιτάφιο

Ο Ρίτσος συγκλονίζεται από τη φωτογραφία και εμπνέεται για να γράψει ένα από τα σημαντικότερα και δημοφιλέστερα ποιήματά του, τον «Επιτάφιο»:

«Και μου ‘λεγες πως όλ’ αυτά τα ωραία θα ‘ν’ δικά μας και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας».

Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης αποτέλεσαν αναμφίβολα για τον Ρίτσο μια σημαντική αφορμή για να προσδιορίσει κι ο ίδιος με μεγαλύτερη σαφήνεια τη θέση του ως ποιητής απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου. Το ποίημα τον κάνει ευρέως γνωστό στο ελληνικό κοινό και σημειώνει ρεκόρ πωλήσεων – τα 10.000 αντίτυπα που εκδόθηκαν σχεδόν εξαντλήθηκαν.

Κατοχή και εμφύλιος: «Όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε»

Σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο Ρίτσος παρέμεινε καθηλωμένος από τη φυματίωση, φιλοξενούμενος σε σπίτια φίλων, ζώντας στην ανέχεια. Το 1940 εντάσσεται στο Μορφωτικό Τμήμα του ΕΑΜ. Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά, διαφεύγει με άλλους οπαδούς του ΕΑΜ προς τη Βόρεια Ελλάδα.

Περνώντας από τη Λαμία συναντά τον Άρη Βελουχιώτη, λίγους μήνες πριν το θάνατό του. Αργότερα, την ίδια χρονιά, ο Ρίτσος γράφει γι’ αυτόν το «Υστερόγραφο της δόξας», έναν ύμνο για τη μαχητικότητα του πρωτοκαπετάνιου, και την αγάπη του λαού προς αυτόν:

«Έχει μακριά γένεια κι ένα αληθινό άστρο στο μαύρο σκούφο του. Κι άμα μιλάει –κι ας χιονίζει ακόμα– γίνεται μονομιάς πολλή ζέστα. Κι όταν ακούνε το όνομά του οι Γερμανοί κρύβουνται σα λαγοί μέσα στα δάσα».

Στις αρχές του 1945, μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Ρίτσος επιστρέφει στην Αθήνα. Συνεχίζει να γράφει σε περιοδικά, ενώ την περίοδο εκείνη γνωρίζεται με σπουδαίους ποιητές, όπως τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Τάσο Λειβαδίτη κ.ά..

Τα έτη 1945-47 γράφει τη σπουδαία ποιητική του σύνθεση «Ρωμιοσύνη», η οποία θα εκδοθεί το 1954 στη συλλογή «Αγρύπνια». Στη «Ρωμιοσύνη» αποτυπώνονται γλαφυρά η Κατοχή και ο Εμφύλιος, τα βάσανα των αγωνιστών, και πάνω απ’ όλα η μάχη του λαού για ελευθερία και δικαιοσύνη: «Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα, αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο, αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο». Δεν είναι τυχαίο ότι η «Ρωμιοσύνη» θα περάσει στην ιστορία ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ρίτσου και θα αποτελέσει σύμβολο για τους μελλοντικούς αγώνες του ελληνικού λαού.

Τα σκληρά χρόνια της εξορίας: «Δεν το πιστεύαμε ποτές να ’χει τόση αντοχή η καρδιά μας»

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, τον Ιούλιο του 1948, ο Ρίτσος συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο στρατόπεδο στο Κοντοπούλι της Λήμνου. Εκεί γράφει τα «Ημερολόγια Εξορίας Ι και ΙΙ» καθώς και τη σπουδαία συλλογή «Καπνισμένο τσουκάλι»:

«Τούτες τις μέρες ο άνεμος μας κυνηγάει, μας κυνηγάει. Γύρω σε κάθε βλέμμα το συρματόπλεγμα, γύρω στην καρδιά μας το συρματόπλεγμα, γύρω στην ελπίδα το συρματόπλεγμα».

Το Μάη του 1949 μεταφέρεται στο κολαστήριο της Μακρονήσου, όπου γράφει μια σειρά από σπουδαία ποιήματα που θα αποτελέσουν αργότερα τη συλλογή «Πέτρινος Χρόνος – Μακρονησιώτικα»:

«Όλα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι, το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα, τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε απλά κι όμορφα – σαν ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο».

Η συλλογή εκδίδεται το 1957 στο Βουκουρέστι, στην πολιτική προσφυγιά, και στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1974. Τα χειρόγραφα διασώθηκαν από τον συγκρατούμενο και επιστήθιο φίλο του Μάνο Κατράκη σε μπουκάλια που θάφτηκαν στη γη, και τα οποία του παρέδωσε ο Κατράκης στον επόμενο τόπο εξορίας τους, τον Άη Στράτη. Ο «Πέτρινος Χρόνος» είναι το μοναδικό έργο του Ρίτσου μέσω του οποίου μιλά για τη Μακρόνησο, μετά από αυτό δε θέλησε ποτέ ξανά να γράψει γι’ αυτή του την εμπειρία.

Ο Γιάννης Ρίτσος στην εξορία του Άη Στράτη

Παράλληλα, εκτός από την ποίηση, στην εξορία ο Ρίτσος εκφραζόταν αδιάκοπα και μέσα από τη ζωγραφική (σε χαρτιά, πέτρες, πακέτα από τσιγάρα, κ.ά.), μια δραστηριότητα που είχε ξεκινήσει από μικρός και συνέχισε ως το τέλος της ζωής του. Συχνά σκίτσαρε τους συγκρατούμενούς του, τους οποίους μας έχει «συστήσει» και στα ποιήματά του:

«Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη, ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη, κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους πού δε σηκώνει τ’ άδικο».

Ταυτόχρονα, ζωγραφίζει πέτρες στη θάλασσα, με κύριο θέμα γυμνά ανδρικά και γυναικεία σώματα. Κι ενώ στην ποίηση της Μακρονήσου αποτυπώνει  τις κακουχίες, τη μοναξιά και τα βάσανα των εξόριστων, με τη ζωγραφική του στις πέτρες ο Ρίτσος επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο: να εκφράσει την ομορφιά, τον αισθησιασμό, την ελευθερία, τις αξίες που κρατούν ζωντανή την ελπίδα μέσα του και του θυμίζουν την ομορφιά της ζωής έξω από το κολαστήριο. Ο ίδιος είχε πει:

«Ένοιωθα την ανάγκη να αντιπαραθέσω κάτι που είναι ωραίο, κάτι που είναι ζωντανό, κάτι που είναι δυναμικό. Την ομορφιά και τον έρωτα, που είναι οι μεγάλες και αιώνιες αξίες της ζωής… …Αυτό το αντιπαρέθεσα σε όλες τις στερήσεις, σε όλη τη βία, σε όλα τα μαρτύρια. Και νομίζω πως ήταν η πιο απλή και η πιο σωστή νίκη.»

Το 1950 ο Ρίτσος μεταφέρεται στον Άη Στράτη, όπου γράφει σε ένα του ποίημα:

«…Βρισκόμαστε εδώ πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι… άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο, άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας, εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ τη λευτεριά και την ειρήνη».

Στις 30 Μάρτη του 1952 εκτελείται ο αγωνιστής Νίκος Μπελογιάννης. Ο Ρίτσος συντετριμμένος γράφει την ίδια κιόλας μέρα από την εξορία του Άη Στράτη το ποίημα «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο»:

«Σήμερα το στρατόπεδο σωπαίνει… Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος… Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω από τα μαχαίρια τους… Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη».

Τελικά αποφυλακίζεται οριστικά τον Αύγουστο 1952, έχοντας διασώσει –ευτυχώς για εμάς– τα ποιητικά και ζωγραφικά του έργα στους διπλούς πάτους από τις βαλίτσες του.

Τα μετεμφυλιακά χρόνια: «Ποιος φταίει που λείπει το τραγούδι μας;»

Μετά την εξορία ο Ρίτσος φιλοξενείται ξανά σε φίλους, το ζεύγος Φιλιάκου, μαζί με τους οποίους θα μείνει για αρκετά χρόνια. Συνεχίζει να δραστηριοποιείται πολιτικά μέσω της ΕΔΑ, μιας και το ΚΚΕ βρίσκεται στην παρανομία. Το 1954 παντρεύεται και το 1955 γεννιέται η κόρη του. Δουλεύει σε εκδόσεις και μεταφράζει πλήθος έργων ξένων συγγραφέων και ποιητών, όπως του Λέοντος Τολστόι, του Ναζίμ Χικμέτ, του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι, κ.ά. Ταξιδεύει στη Σοβιετική Ένωση, την Κούβα, τη Ρουμανία, την Τσεχοσλοβακία, συχνά παρέα με άλλους διανοούμενους και καλλιτέχνες της εποχής.

Παράλληλα, ο Ρίτσος συνεχίζει να γράφει ακατάπαυστα, χωρίς να σταματά ποτέ να παίρνει πολιτική θέση για τις εξελίξεις της περιόδου. Ενδεικτικά είναι τα ποιήματα που έγραψε για τους δολοφονηθέντες αγωνιστές του κινήματος Γρηγόρη Λαμπράκη και Σωτήρη Πέτρουλα.

Παρόλα αυτά, η ήττα του μεγαλειώδους κινήματος της προηγούμενης δεκαετίας και η συντριβή των αγωνιστών του, καθώς και πολιτικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στην αριστερά, τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και στην Ελλάδα, τον επηρεάζουν. Ο προβληματισμός του για την προοπτική του μέλλοντος εντείνεται, και μέρος του έργου του στρέφεται σε αγωνίες πιο προσωπικές, και όχι μόνο στα «μεγάλα» και συλλογικά θέματα των προηγούμενων ετών. Μετά από πολλά χρόνια δυσκολιών ζει πια σε σχετική ασφάλεια και ηρεμία, και μοιάζει πιο ελεύθερος να επεξεργαστεί και να εστιάσει σε θέματα πιο ευαίσθητα και συγκινησιακά.  

Όλα τα παραπάνω τα συναντάμε και σε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», που γράφτηκε το 1956 και αποτέλεσε την πρώτη από τις 17 ποιητικές συνθέσεις της συλλογής «Τέταρτη Διάσταση». Για το ποίημα αυτό θα λάβει το Α΄ Κρατικό βραβείο ποίησης, και θα ανοίξει ο δρόμος για τη διεθνή αναγνώρισή του. Οι ευρηματικές μορφές, η θεματολογία και το πρωτότυπο ύφος –που μοιάζει με θεατρικό μονόλογο– σηματοδοτούν μια νέα εποχή για το έργο του Ρίτσου. Μέσα απ’ αυτό μιλά για τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, την αγωνία της φθοράς, την αναζήτηση της ελπίδας:

«Άφησε με να ’ρθω μαζί σου. Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα, κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε… …Άφησε με να ’ρθω μαζί σου. Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.»

Η δικτατορία και η μεταπολίτευση: «κρύψε στη μέσα τσέπη σου ένα κομμάτι φωτιά»

Την επόμενη κιόλας μέρα από το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη του 1967 ο Ρίτσος –που είχε αρνηθεί να κρυφτεί– συλλαμβάνεται και εξορίζεται, αρχικά στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Λέρο. Εκεί θα γράψει και τα περισσότερα από «Τα 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», κατόπιν έκκλησης που του μετέφερε με κρυφό μήνυμα ο Μίκης Θεοδωράκης.

Τον Οκτώβριο του 1968 απολύεται από τη Λέρο, μιας και λίγους μήνες νωρίτερα είχε διαγνωστεί με καρκίνο, διασώζοντας ξανά τα ποιήματα και τις ακουαρέλες του. Ύστερα ταξιδεύει στη Σάμο, όπου του επιβάλλεται κατ’ οίκον περιορισμός. Γράφει σε καθημερινή βάση, και το 1969 θα καταφέρει να βγάλει από την Ελλάδα 3 ποιητικές συλλογές γραμμένες σε τσιγαρόχαρτο. Θα περάσει πολύ δύσκολα, ζώντας σε πλήρη απομόνωση, με απαγόρευση αλληλογραφίας και συνεχή παρακολούθηση από την ΕΑΤ-ΕΣΑ και τους χαφιέδες. Το φθινόπωρο του 1970 αίρεται ο κατ’ οίκον περιορισμός, λόγω επιπλοκών στην υγεία του, κι έκτοτε θα ζήσει κυρίως στην Αθήνα.

Σκίτσο του Ρίτσου στο δρόμο προς την εξορία

Το 1973 παίρνει μέρος στη μεγαλειώδη διαδήλωση της 15ης Νοέμβρη στην Αθήνα και ζει από κοντά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τις επόμενες μέρες αποτυπώνει το χρονικό της εξέγερσης στο έργο «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας»:

«…χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω απ’ τα καπνισμένα αγάλματα, κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη στις λεωφόρους. Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς, πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;».

Γι’ αυτό το θέμα θα γράψει και άλλα ποιήματα τα επόμενα χρόνια.

Τα χρόνια της μεταπολίτευσης το έργο του Ρίτσου απολαμβάνει τεράστια αναγνώριση και σπουδαίες βραβεύσεις, και η φήμη του ποιητή απογειώνεται, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Παρά τα προβλήματα υγείας του γράφει ακατάπαυστα μέχρι το τέλος της ζωής του, παραμένοντας πάντα δημιουργικός και πιστός στα ιδανικά του. Πεθαίνει το Νοέμβρη του 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές.

Η υποτίμηση του Ρίτσου από το κατεστημένο της εποχής: «Μην κάνεις ετούτο ή τ’ άλλο – του ‘λεγαν, μη δίνεις στόχο»

Η πολιτική τοποθέτηση του Γιάννη Ρίτσου είχε κόστος, όχι μόνο στη ζωή του, αλλά και στην επαγγελματική του σταδιοδρομία. Αρκετοί αστοί κριτικοί και λογοτέχνες του κατεστημένου, ιδιαίτερα της λεγόμενης γενιάς του ’30, υποτίμησαν πλήρως το έργο του και προχώρησαν πολλές φορές σε κακές κριτικές, ενίοτε χλευάζοντας και τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Άλλοι πάλι, θεωρούσαν το έργο του αξιόλογο «παρά το γεγονός ότι ήταν κομμουνιστής». Στην πραγματικότητα όμως, η αξία του έργου του οφείλεται ακριβώς σε αυτό, μιας και τα βιώματά του, η ιδεολογία του και η θεώρησή του για τον κόσμο και τον άνθρωπο αποτέλεσαν τα θεμέλια για τα σπουδαία δημιουργήματά του. Κάποιοι από αυτούς που αρχικά τον υποτιμούσαν, στην πορεία θα επανεκτιμήσουν το έργο του. Όπως και να ’χει όμως, ο Ρίτσος θα δικαιωθεί στην πορεία του χρόνου, μέσω της τεράστιας λαϊκής αποδοχής και της διεθνούς αναγνώρισης.

Ο ίδιος παίρνει θέση για όλα αυτά σε κάποια από τα γραπτά του, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του. Στο ποίημά του «Ο Επαναστάτης» διαβάζουμε:

«Άνθρωποι, δήθεν ανιδιοτελείς, ζητούσαν να τον προστατεύσουν (προστατευμένοι οι ίδιοι απ’ τ’ όνομά του). Μην κάνεις ετούτο ή τ’ άλλο – του ‘λεγαν, μη δίνεις στόχο, μη λύνεις τα κορδόνια σου ή τη ζώνη σου μπροστά τους, μη γίνεσαι θύμα κάθε τόσο της ειλικρίνειάς σου. Εκείνος τους χαμογέλαγε συγκατανευτικά κι έπαιρνε με τα δυο του δάχτυλα μόνον ένα-ένα τα ”μη” τους και τα πέταγε μες στο δοχείο απορριμμάτων μαζί με τα ρούχα του. Κι έτσι γυμνός, ωραίος, επαναστάτης, φορώντας μονάχα τα τρύπια του (απ’ τις πολλές ορειβασίες) παπούτσια, πέρασε κάτω απ’ τις ζητωκραυγές και τις κατάρες και χάθηκε γαλήνιος μέσα στην αθανασία».  

Ο ερωτικός Γιάννης Ρίτσος: «το σώμα, άλλη λέξη πυκνότερη δεν έχω»

Ο Ρίτσος δεν υπήρξε μόνο ο ποιητής της Αριστεράς, της αλληλεγγύης και των λαϊκών αγώνων. Η μάχη ενάντια στη φτώχεια και την καταπίεση δεν ήταν τα μοναδικά ιδανικά που τον απασχόλησαν.

«Δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη, μήτε και το ψωμί και το φιλί – δε φτάνει. Ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ’ την καθημερινή την έγνοια του», έγραφε.

Στο έργο του καταπιάνεται επίσης με το ταξίδι, τη νοσταλγία, την παιδική ηλικία, τη φύση, την ομορφιά του κόσμου και της ζωής.

Πέρα από τα παραπάνω όμως, ο Ρίτσος ήταν κι ένας βαθιά ερωτικός και αισθησιακός ποιητής, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στο πλήθος ερωτικών ποιημάτων, που έγραψε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, αλλά και σε μια σειρά πεζογραφήματά του. Ανέδειξε με μοναδική γλαφυρότητα και ευαισθησία τη συντροφικότητα, την αγάπη, τον έρωτα, αλλά και την ηδονή και τον σαρκικό πόθο:

«Ηδονή – πέρα απ’ τη γέννηση, πέρα απ’ το θάνατο. Τελικό κι αιώνιο παρόν… ..Τώρα, με τη δική σου αναπνοή ρυθμίζεται το βήμα μου κι ο σφυγμός μου. Δυο μήνες που δε σμίξαμε. Ένας αιώνας κι εννιά δευτερόλεπτα. Τι να τα κάνω τ᾿ άστρα αφού λείπεις;».

Δε δίστασε μάλιστα να υπάρξει και πιο τολμηρός. Υπάρχουν έργα του στα οποία υμνεί το αντρικό κάλλος, ενώ σε κάποια υπάρχει έκδηλος ομοφυλοφιλικός ερωτισμός. Σε ένα από τα κείμενα της συλλογής «Ίσως να ‘ναι κι έτσι», που εκδόθηκε το 1985, περιγράφει τον οργασμό στη συνεύρεση μεταξύ δύο αντρών. Αντίστοιχα τολμηρός είναι και στο διήγημά του «Μια κοινότατη ιστορία», όπου πραγματεύεται με άκρως ερωτικό λόγο την καθαρά σαρκική εξάρτηση που αισθάνεται για κάποιον μια νεαρή κοπέλα, στη συντηρητική επαρχία της δεκαετίας του 1950.

Οι μελοποιήσεις των ποιημάτων του: «Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο»

Η ποίηση του Ρίτσου μελοποιήθηκε από αρκετούς συνθέτες, ωστόσο κάποια από τα μελοποιημένα αυτά έργα κατέχουν μέχρι σήμερα μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ελληνικής μουσικής.

Το 1960 κυκλοφορεί ο «Επιτάφιος» σε μελοποίηση και μουσική διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη. Ήταν το πρώτο έργο μεγάλου Έλληνα ποιητή που μελοποιήθηκε. Ο Θεοδωράκης συνεργάζεται με λαϊκούς καλλιτέχνες, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη, προκαλώντας αντιδράσεις στους συντηρητικούς κύκλους της εποχής. Το έργο γνώρισε κι άλλες διασκευές, ωστόσο η μελοποίηση του Θεοδωράκη παραμένει αναμφίβολα η πιο δημοφιλής. Η καινοτόμα προσέγγισή του κατάφερε να παντρέψει το λαϊκό ήχο με τη σπουδαία ποίηση, φέρνοντας επανάσταση στο ελληνικό τραγούδι.  

Το 1966 ο Θεοδωράκης μελοποιεί και τη «Ρωμιοσύνη», δημιουργώντας έναν από τους σημαντικότερους δίσκους στην καριέρα του, αλλά και την ελληνική μουσική εν γένει. Χρησιμοποιεί ξανά την υπέροχη λαϊκή φωνή του Μπιθικώτση, και ο δίσκος γνωρίζει άμεσα τεράστια αποδοχή από το κοινό. Τα επόμενα χρόνια, η «Ρωμιοσύνη» θα συνδεθεί άρρηκτα με τον αντιδικτατορικό αγώνα και η επιτυχία της θα εκτοξευθεί. Ο Θεοδωράκης μελοποίησε και άλλα έργα του Ρίτσου, όμως ο «Επιτάφιος» και τη «Ρωμιοσύνη» παραμένουν τα κορυφαία, μιας και κατάφεραν να μεταφέρουν την σπουδαία και υψηλή τέχνη στα πλατιά λαϊκά στρώματα. Παρότι κι ο ίδιος ο Ρίτσος ήταν επιφυλακτικός στην αρχή, ακούγοντας το τελικό αποτέλεσμα θα πει:

«… εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ.»

Το 1975 ο Χρήστος Λεοντής μελοποιεί το «Καπνισμένο Τσουκάλι» που είχε γράψει ο Ρίτσος στη Λήμνο, τον πρώτο τόπο εξορίας του κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Ως βασικός ερμηνευτής επιλέγεται ο σπουδαίος Νίκος Ξυλούρης, η φωνή του οποίου σημάδεψε τόσο τον αγώνα ενάντια στη Χούντα, όσο και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Στο δίσκο ακούμε και τον ίδιο τον ποιητή να απαγγέλει το έργο του:

«Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.»

Το 1976 ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιεί μια σειρά ποιημάτων της συλλογής «Πέτρινος χρόνος, Μακρονησιώτικα», τα οποία περιλαμβάνει στο δίσκο «Καντάτα για τη Μακρόνησο», με βασική ερμηνεύτρια την εξαιρετική Μαρία Δημητριάδη.

«Η “Καντάτα για τη Μακρόνησο” ανήκει σε όσους εκτελέστηκαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν και αντιστάθηκαν. Σε όσους πάλεψαν για μια δίκαιη κοινωνία.», είχε πει ο συνθέτης σε συνέντευξή του.

«Κάποτε θ’ ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς. Περπάτα.»

«Σπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στην σύγχρονη σχολή του αγώνα», έγραφε ο Ρίτσος σε ένα του ποίημα.

Πράγματι, μέσα από το έργο του μας διηγήθηκε μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του αιώνα του. Και μέσα απ’ τους στίχους και τους αγώνες του άνοιξε μια χαραμάδα για ένα μέλλον πιο φωτεινό, για έναν κόσμο πιο δίκαιο και ελεύθερο. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες που βίωσε, τις απώλειες, τη φτώχεια, τις αρρώστιες, τους διωγμούς, ο Ρίτσος ποτέ δεν ξέχασε, ποτέ δεν έπαψε να προχωρά, ποτέ δε σταμάτησε να δημιουργεί και να κυνηγά την ομορφιά.

Όπως σωστά είχε πει κάποτε ο Θάνος Μικρούτσικος «Στον Ρίτσο ο καλλιτέχνης και το έργο του συνυπάρχουν σε ένα επίπεδο πολύ υψηλών προδιαγραφών.» Και είχε απόλυτο δίκιο. Ο Ρίτσος υπήρξε ένας σπουδαίος αγωνιστής, ένας καλλιτέχνης ταλαντούχος, εργατικός και αεικίνητος, αλλά και ένας άνθρωπος τρυφερός και ευαίσθητος, σπουδαίος και ταυτόχρονα ταπεινός. «Οι απλοί άνθρωποι, οι χωρίς έπαρση, αλλά με τη μεγάλη καρδιά, αυτοί είναι οι πιο στενοί μου φίλοι», είχε δηλώσει. Όλα τα παραπάνω είναι και οι θεμέλιοι λίθοι του σπουδαίου έργου που μας κληροδότησε, το εύρος και ο πλούτος του οποίου είναι αδύνατον να αποτυπωθούν. Δε μας μένει λοιπόν παρά να το μελετήσουμε, για να πάρουμε λίγο απ’ το φως, τη δύναμη και την ελπίδα του, που τόσο έχουμε ανάγκη.

«Δως μου το χέρι σου –κι απ’ την αρχή– μιαν άλλη αρχή. Στις 5, ναι, στη διασταύρωση. Δικός μας είναι ο κόσμος».

Σκίτσο της Μαρίας Καπαράκη

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,276ΥποστηρικτέςΚάντε Like
988ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
434ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα