Από τις πρώτες μέρες εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρεία των ΗΠΑ, μια τεράστια αντίφαση εμφανίζεται στον τρόπο που ασκεί την εξωτερική πολιτική απέναντι στις χώρες με τις οποίες αντιπαρατέθηκε. Από τη μια σκληρές πολεμικές κραυγές και απειλές για «στρατιωτική συντριβή» και από την άλλη «διπλωματικές διευθετήσεις» που κατά βάση δίνουν ένα μήνυμα συντεταγμένης υποχώρησης. Το να αναζητήσει κάποιος το λόγο για αυτό στο χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του Τραμπ δεν είναι αρκετό. Πίσω από τη γελοιότητα και την κυνικότητα των tweet του Τραμπ (έφτασε ο ίδιος να λέει για την «άφταστη σοφία» του…) κρύβεται η ίδια η αδυναμία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού να υπερασπίσει το ρόλο που μέχρι τώρα κατείχε ως η «μοναδική υπερδύναμη» και χωροφύλακας του πλανήτη.
Ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Ιράν
Στα μέσα Σεπτέμβρη, με μια εντυπωσιακή επιχείρηση, οι αντάρτες Χούτι της Υεμένης κατάφεραν ένα σημαντικό πλήγμα στη μεγάλη σύμμαχο χώρα των ΗΠΑ, τη Σαουδική Αραβία. Με drones βομβάρδισαν τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις μιας από τις μεγαλύτερες εταιρίες στον κόσμο, της Aramco. Το πλήγμα ήταν πολύ σημαντικό και για λόγους ουσίας αλλά και για λόγους γοήτρου. Οι βομβαρδισμοί έδειξαν στον πιστό σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή ότι δεν είναι αλώβητος και επιπλέον ήταν τόσο αποτελεσματικοί που σταμάτησαν το 50% της παραγωγής πετρελαίου στη χώρα, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 5% της παγκόσμιας παραγωγής! Σαουδάραβες και Αμερικανοί αξιωματούχοι έδειξαν το Ιράν ως βασικό υπεύθυνο και μάλιστα ο Τραμπ προέβη πάλι στις γνωστές φιλοπολεμικές του δηλώσεις: «έχουμε στοχεύσει και είμαστε έτοιμοι να πατήσουμε τη σκανδάλη» ήταν οι πρώτες του δηλώσεις αναφερόμενος στο Ιράν. Ενώ πέταξε ξανά το χαρτί του πυρηνικού πολέμου: «Να μη χρειαστεί ποτέ να χρησιμοποιήσουμε πυρηνικά όπλα, όμως οι ΗΠΑ είναι έτοιμες». Άλλοι αξιωματούχοι, όπως ο ΥπΕξ των ΗΠΑ Πομπέο χαρακτήρισαν την επίθεση «πράξη πολέμου» από την πλευρά του Ιράν. Και όλα αυτά ένα χρόνο μετά την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, η οποία υποτίθεται ότι σηματοδοτούσε μια πιο σκληρή γραμμή από τον Τραμπ.
Πολύ σύντομα όμως όλοι κατάλαβαν ότι η πολεμική αναμέτρηση με το Ιράν δεν ήταν ανάμεσα στις επιλογές που είχαν οι ΗΠΑ. Το Ιράν είναι μια τοπική υπερδύναμη με 80 εκατομμύρια κατοίκους, με σχέσεις με Ρωσία και Κίνα, με επιρροή στην περιοχή (Συρία, Λίβανος, κα). Οι λεονταρισμοί, που σε μια προηγούμενη φάση που οι ΗΠΑ ήταν αναμφισβήτητα κυρίαρχες διεθνώς ίσως να αρκούσαν, τώρα δεν πιάνουν. Έτσι είχαμε μια γρήγορη αποκλιμάκωση, πιο μαλακές δηλώσεις και έμφαση στη διπλωματία και τα οικονομικά μέτρα με στόχο μάλλον την αναβολή μιας πολεμικής αναμέτρησης σε ένα μέλλον με καλύτερες για τις ΗΠΑ προϋποθέσεις.
Βενεζουέλα
Το Γενάρη του 2019, με την ξεκάθαρη υποστήριξη των ΗΠΑ, η αντιπολίτευση της Βενεζουέλας προχώρησε σε απόπειρα πραξικοπήματος με τον γνωστό πλέον Γκουαϊδό να αυτοανακηρύσσεται πρόεδρος της χώρας. Αστραπιαία, μια σειρά κυβερνήσεις με πρώτη τις ΗΠΑ και τις χώρες δορυφόρους της (Όμιλος της Λίμα) αναγνώρισαν τον Γκουαϊδό ως το νόμιμο πρόεδρο. Ταυτόχρονα ξεκίνησαν μια συντονισμένη προσπάθεια για τον οικονομικό στραγγαλισμό της Βενεζουέλας που θα ανάγκαζε τον νόμιμο πρόεδρο της χώρας Μαδούρο να παραιτηθεί. Το σχέδιο, εμπνευσμένο εξολοκλήρου στις ΗΠΑ, προέβλεπε μάλιστα στρατιωτική επέμβαση με το πρόσχημα της «ανθρωπιστικής βοήθειας» σε περίπτωση που τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Τελικά, η όλη επιχείρηση εξελίχθηκε σε ένα τεράστιο φιάσκο για τις ΗΠΑ και τη μαριονέτα τους τον Γκουαϊδό. Μετά την ξεκάθαρη αποτυχία του πραξικοπήματος οι ΗΠΑ, με δισταγμούς και παρά τις πιέσεις των πιο πολεμοχαρών συμβούλων όπως του Τζον Μπόλτον, εγκατέλειψαν τα σχέδια για επέμβαση. Ήταν άλλη μια καθαρή υποχώρηση των ΗΠΑ και μια καθαρή νίκη για τον Μαδούρο.
Βόρεια Κορέα
Όλοι θυμούνται τον τρόμο που είχε προκαλέσει σε όλη την ανθρωπότητα το 2017 η αντιπαράθεση Τραμπ – Κιμ Γιονγκ Ουν που έφτανε στο σημείο να ερμηνευθεί ως προανάκρουσμα πυρηνικού πολέμου. «Θα απαντήσουμε στη Βόρεια Κορέα με φωτιά και τσεκούρι, όπως δεν έχει δει ποτέ ο κόσμος» ήταν τα λόγια του Ντόναλντ Τραμπ. «Μικρό πυραυλάνθρωπο» είχε χαρακτηρίσει τον Κιμ, ο οποίος απαντώντας χαρακτήρισε τον Τραμπ «ψυχικά διαταραγμένο» και δήλωσε μάλιστα έτοιμος για πυρηνικό πόλεμο απέναντι στις ΗΠΑ. Το επίπεδο της αντιπαράθεσης έφτασε μάλιστα στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο των διεθνών σχέσεων με προσωπικούς χαρακτηρισμούς όπως «κοντέ», «τρελόγερε», «το κουμπί μου (των πυρηνικών) είναι μεγαλύτερο» και άλλα τέτοια. Όσο για την απειλή πυρηνικού πολέμου, το Γενάρη του 2018 και οι δύο, Τραμπ και Κιμ, μίλησαν για το «κουμπί» που βρίσκεται πάντα δίπλα στο γραφείο τους και είναι έτοιμοι να το χρησιμοποιήσουν.
Μέσα σε λίγους μήνες το τοπίο είχε αλλάξει. Τραμπ και Κιμ συναντήθηκαν στη Σιγκαπούρη ανταλλάσσοντας φιλοφρονήσεις και προχωρώντας σε συμφωνία αποκλιμάκωσης. Μάλιστα ο Τραμπ δήλωσε ότι «ερωτεύτηκαν» ο ένας τον άλλο… Τα αποτελέσματα εκείνης της συνάντησης είναι δύσκολο να αποτιμηθούν θετικά για τις ΗΠΑ μια και μόλις ένα χρόνο μετά, το Μάη του 2019, η Βόρεια Κορέα ανακοίνωσε ότι προχώρησε σε νέες δοκιμαστικές εκτοξεύσεις πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, δημιουργώντας νέα αναστάτωση στην περιοχή και ανησυχία σε Ιαπωνία και Νότια Κορέα.
Η πολιτική της «μέγιστης πίεσης»
Η πολιτική της «μέγιστης πίεσης» που προέβαλλε και προσπάθησε να εφαρμόσει η κυβέρνηση Τραμπ αφορά ένα συνδυασμό σκληρών διπλωματικών μέτρων, οικονομικού στραγγαλισμού και πολιτικών πιέσεων, διεθνείς κυρώσεις κοκ. Με αυτό τον τρόπο σχεδίαζε ο Τραμπ και το επιτελείο του να ξανακερδίσουν το κύρος της υπερδύναμης που φθίνει όλα τα τελευταία χρόνια ως αποτέλεσμα της παρακμής της αμερικάνικης οικονομίας, την στιγμή που άλλες δυνάμεις αναπτύσσονται με πολύ πιο εντατικούς ρυθμούς (Κίνα, Ρωσία, κτλ).
Τι γίνεται όμως όταν αυτά τα μέτρα δεν είναι αρκετά, όπως στην περίπτωση του Ιράν; Την περίοδο της παντοδυναμίας του ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός μπορούσε να συνδέει αυτές τις πολιτικές με την απειλή του πολέμου, που ενίοτε γινόταν και πράξη. Σήμερα, το χαρτί της πολεμικής σύγκρουσης φαίνεται να μην μπορεί εύκολα να μπει στο τραπέζι, και με αυτή την έννοια είναι που αδυνατίζει και η ίδια η πολιτική της «μέγιστης πίεσης»: οι νέοι μεγάλοι «παίχτες» στο γεωπολιτικό παιχνίδι, το Ιράν, η Ρωσία, η Β. Κορέα αντιλαμβάνονται αυτή την πραγματικότητα και κινούνται με μεγαλύτερο «θράσος» απέναντι στις ΗΠΑ.
Οι λόγοι που η απειλή πολέμου από την πλευρά των ΗΠΑ έχει υποχωρήσει είναι πολλοί. Σίγουρα παίζει ρόλο η πρόσφατη εμπειρία του πολέμου στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και η εμπλοκή στον πόλεμο στη Συρία. Όλοι αυτοί οι πόλεμοι στοίχησαν τεράστια ποσά στις ΗΠΑ. Μια πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι το κόστος από αυτούς τους πολέμους για τις ΗΠΑ ήταν 5,9 τρις (!!!) δολάρια από το 2001 μέχρι σήμερα!
Παρόλα αυτά, δεν κατάφεραν να σταθεροποιήσουν τα φιλοαμερικάνικα καθεστώτα, και η περιοχή εξακολουθεί να μοιάζει με κινούμενη άμμο από την πλευρά των συμφερόντων των ΗΠΑ. Στη Συρία δε, μετά την στήριξη των φανατικών ισλαμιστών για να ανατρέψουν τον Άσαντ, και τη στροφή τους ενάντια στις ΗΠΑ με την δημιουργία του ISIS (Ισλαμικό Κράτος), μπορούμε να μιλάμε για μια πλήρη αποτυχία της αμερικάνικης πολιτικής.
Σύγκρουση για παγκόσμια κυριαρχία
Η καρατόμηση πριν ένα μήνα του Τζον Μπόλτον (ως συμβούλου εθνικής ασφάλειας), του πιο πολεμοχαρούς «γερακιού» των ΗΠΑ, ίσως να σημαίνει κάτι για όλα αυτά. Παλιός υφυπουργός του Τζορτζ Μπους του νεότερου, ήταν ο πιο πιστός υποστηρικτής του πολέμου στο Ιράκ τον οποίο υπερασπίζεται ακόμα και σήμερα παρά τα καταστροφικά του αποτελέσματα.
Είναι από αυτούς που πάντα υποστήριζαν ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποσυρθούν από όλες τις διεθνείς συνθήκες και διεθνείς οργανισμούς προκειμένου να μπορούν να παρεμβαίνουν ανεξέλεγκτα για την υπεράσπιση των «εθνικών τους συμφερόντων», και να κάνουν εμπορικούς πολέμους με όποιον θέλουν. Αντιευρωπαίος, υπέρ της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ανατολή με κάθε κόστος, υπέρ της σκληρής στάσης απέναντι στην Κίνα. Η ίδια η αποπομπή του και ότι γράφτηκε μετά από αυτή στο διεθνή τύπο δείχνει ότι οι διαφωνίες του με τον Τραμπ ήταν ακριβώς στο ζήτημα της πολεμικής εμπλοκής. Ο Μπόλτον υποστήριζε όπως όλα δείχνουν ότι πρέπει οι ΗΠΑ να ανοίξουν πολεμικά μέτωπα τουλάχιστον σε δύο ή τρεις περιοχές του πλανήτη (Β. Κορέα, Βενεζουέλα, Ιράν) για να επιβεβαιώσουν την παγκόσμια κυριαρχία τους.
Κάτι τέτοιο προφανώς είναι αδύνατο για τις ΗΠΑ σήμερα, αλλά δείχνει και την πορεία παρακμής της υπερδύναμης, καθώς αν πρέπει να κάνεις πολέμους σε όλες τις γωνιές του πλανήτη για να επιβεβαιώσεις την κυριαρχία σου, αυτό δείχνει ότι αυτή αμφισβητείται.
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι οι ΗΠΑ δεν θα μπουν ξανά σε πολεμικές συγκρούσεις την επόμενη περίοδο. Το αντίθετο μάλιστα. Καμιά παγκόσμια υπερδύναμη δεν άφησε την θέση κυριαρχίας της χωρίς πόλεμο. Στην σημερινή εποχή βέβαια ύπαρξης πυρηνικών όπλων, αυτό δεν μπορεί να γίνει με τη μορφή του παγκοσμίου πολέμου που είδαμε στον προηγούμενο αιώνα, αλλά μπορεί να πάρει την μορφή του οικονομικού ή τεχνολογικού πολέμου, ή τοπικών πολεμικών συγκρούσεων.
Το σίγουρο είναι ότι την σύγκρουση για την παγκόσμια κυριαρχία οι παλιές και νέες υπερδυνάμεις θα την κάνουν στις πλάτες των εργαζομένων, των λαϊκών στρωμάτων και των λαών παγκοσμίως. Γι’ αυτό επείγει το χτίσιμο ανεξάρτητων πολιτικών δυνάμεων που να υπερασπίζουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης σε όλο τον κόσμο.