"Aν δεν μειωθούν οι μισθοί και οι τιμές, μελλοντικά θα πρέπει να μειωθεί ο ρυθμός της ανάπτυξης και να αυξηθεί η ανεργία. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει. H προσαρμογή θα γίνει με αύξηση της ανεργίας."
Ν. Γκαργκάνας, Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας
"Η ανεργία, μετά το 2004 και το τέλος του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, θα εκτιναχθεί στο 18-20%"
Οδ. Κυριακόπουλος, Πρόεδρος του ΣΕΒ
Οι πιο πάνω εξοργιστικές δηλώσεις ήρθαν σαν το αναπόφευκτο συμπλήρωμα στο μπαράζ κλεισίματος εταιριών που εμφανίστηκε την τελευταία περίοδο. Και γίνονται ακόμη πιο εξοργιστικές από το γεγονός ότι, μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, παύουν να είναι "θεωρητικές απόψεις" των εκπροσώπων του κεφαλαίου, και αποκτούν έναν πολύ συγκεκριμένο απειλητικό χαρακτήρα: Προσέξτε, λένε στους εργαζόμενους. Βλέπετε τι σας περιμένει. Μην κάνετε το λάθος να προβάλετε "υπερβολικές" απαιτήσεις, γιατί θα έρθει κι η σειρά σας…
Είναι φανερό ότι δεν υπάρχουν όρια στην απληστία τους. Τα εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων μειώνονται πρακτικά εδώ και πάνω από 15 χρόνια. Η εισαγωγή του Ευρώ αποτέλεσε την χαριστική βολή σ’ αυτή την διαδικασία. Και παρ’ όλα αυτά, ζητάνε κι άλλες θυσίες, ανεμίζοντας το σκιάχτρο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, ώστε να γίνουμε …ανταγωνιστικοί!
Τι ακριβώς εννοούν; Με ποιον τρόπο μπορεί η ελληνική οικονομία να συναγωνιστεί την Βουλγαρία, την Τουρκία ή την …Κίνα, σε επίπεδο μισθών, όταν σ’ αυτές τις χώρες το μεροκάματο είναι 5, 10 και περισσότερες φορές χαμηλότερο; Αυτό είναι βέβαια το όραμά τους, αλλά είναι κομματάκι δύσκολο να το πραγματοποιήσουν. Ο στόχος τους λοιπόν είναι πολύ πιο "ρεαλιστικός": Η "Ημερησία", μια αστική εφημερίδα με ειδίκευση στα οικονομικά θέματα, αναγκάζεται να παραδεχθεί πως:
"Κεντρικός στόχος της καμπάνιας που εξελίσσεται τελευταία, με τον κωδικό "λουκέτα σε επιχειρήσεις", είναι η κατάργηση του ελάχιστου ημερομίσθιου: Να μην υπάρχει κατοχυρωμένη κατώτατη αμοιβή. Πρόκειται για μια μόνιμη αξίωση, που σήμερα φαίνεται πως αναδεικνύεται σε μια απ’ τις κεντρικές διεκδικήσεις του ΣΕΒ"!! (Ημερησία, 24-5-2003)
Προς αυτόν τον στόχο, οι μεν βιομήχανοι επισείουν τον κίνδυνο της ανεργίας, η δε Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) τον κίνδυνο του πληθωρισμού.
Ρωτάει η δημοσιογράφος τον Ν. Γκαργκάνα, σε πρόσφατη συνέντευξη του στα ΝΕΑ, αν εκτός από τους …πλουσιοπάροχους μισθούς, υπάρχει και κανένας άλλος λόγος για τον υψηλό πληθωρισμό. "Βεβαίως", απαντά ο τραπεζίτης, "φταίει ότι κάποιες αγορές δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά". Ποιες είναι αυτές; Ξαναρωτάει η δυστυχής δημοσιογράφος, με τα μαλλιά της ν’ αραιώνουν επικίνδυνα. "Φρούτα και λαχανικά, αυτό το κύκλωμα το περίεργο, το οποίο κανείς δεν ξέρει πώς λειτουργεί, ουδέποτε το μελέτησε κανείς και όλοι θεωρούν ότι ελέγχεται από κυκλώματα", απαντά ο σοφός. Αυτό κατάφερε να ψελλίσει, όλο κι όλο!!
Και βέβαια, η δημοσιογράφος δεν σκέφτηκε ή μάλλον δεν θέλησε να κάνει τις επόμενες δυο ερωτήσεις, που θα έδειχναν την υποκρισία τους σ’ όλο της το μεγαλείο: Αν δηλαδή τα ζαρζαβατικά είναι τα μόνα υπεύθυνα για τον πληθωρισμό και δεύτερον, πώς είναι δυνατό, κυβέρνηση κι ελεγκτικοί μηχανισμοί (όπως η ίδια η ΤτΕ), που δεν μπορούν να βάλουν χέρι στους εμπόρους …μαρουλιών, να ελέγξουν απίστευτα μεγαλύτερα συμφέροντα, όπως τις εταιρίες καυσίμων ή τις μεγάλες πολυεθνικές καταναλωτικών ειδών.
Η ουσία όλης της υπόθεσης δεν κρύβεται βέβαια στις δηλώσεις και τις συνεντεύξεις, αλλά πίσω απ’ αυτές. Βρίσκεται στο γεγονός ότι οι "διαρθρωτικές αλλαγές" και οι πολιτικές που το σύστημα προτείνει, είναι κιόλας εδώ και είναι υπεύθυνες για την δραματική κατάσταση που βιώνει η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων. Είναι αυτές οι συνταγές που ξεπούλησαν σχεδόν το σύνολο της δημόσιας περιουσίας, μέσω των ιδιωτικοποιήσεων. Που τσάκισαν τα εισοδήματα από τη μια με τις πολιτικές λιτότητας κι απ’ την άλλη αφήνοντας εντελώς ασύδοτους τους βιομήχανους να καθορίζουν τις τιμές τους "στην ελεύθερη αγορά". Με την αγορά εργασίας να έχει γίνει λάστιχο απ’ την πολλή "ευελιξία". Και εν τέλει με τους εργαζόμενους να βρίσκονται στην τελευταία θέση στην ΕΕ σε αγοραστική δύναμη αλλά στην πρώτη σε ώρες εργασίας κι εκμετάλλευση που υφίστανται, χωρίς η ανταγωνιστικότητα να λέει να ξεκολλήσει απ’ τον πάτο που την έριξε η έλλειψη επενδύσεων.