Του Παναγιώτη Βογιατζή
Στα τέλη του 2001 η πτώση του καθεστώτος των Ταλιμπάν είχε χαιρετιστεί απ’ τους Αμερικανούς σαν η «πρώτη νίκη στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Ελάχιστα πράγματα έχουν πια απομείνει στο Αφγανιστάν που να θυμίζουν αυτή τη «νίκη».
Οι νεκροί από την έκρηξη της βίας των τελευταίων μηνών ανέρχονται ήδη σε πολλές εκατοντάδες, καθώς μάχες διεξάγονται στις περισσότερες επαρχίες του Αφγανιστάν, όπου τοπικοί πολέμαρχοι έχουν φτάσει να καταλάβουν ολόκληρες πόλεις. Μπορεί τα γεγονότα αυτά να μην έχουν πάρει τη δημοσιότητα της κρίσης που μαστίζει το Ιράκ, αλλά αυτό καθόλου δε μειώνει τη σοβαρότητα της κατάστασης για τις ΗΠΑ και τον ιμπεριαλισμό, που καλούνται τώρα να πληρώσουν το βαρύ τίμημα της άκριτης υποστήριξης τους προς τους ηγέτες της «Βόρειας Συμμαχίας», κατά την περίοδο της εισβολής τους στο Αφγανιστάν.
Οι Αμερικανοί χρειαζόντουσαν τότε επίγειες δυνάμεις, που θα συμπλήρωναν το έργο των αεροπορικών βομβαρδισμών. Η κυβέρνηση του Μπους στράφηκε λοιπόν προς τους πολέμαρχους των διαφόρων φυλών, τους χρηματοδότησε απλόχερα, επανεξόπλισε τις ομάδες τους και τους ξαναεγκατέστησε στην εξουσία σε τοπικό επίπεδο. Αυτή η πολιτική δεν μπορούσε να έχει παρά ένα μόνο αποτέλεσμα: οι Ταλιμπάν μπορεί να νικήθηκαν, αλλά τη θέση τους πήραν άλλες ομάδες που ελάχιστες διαφορές έχουν από τους προκατόχους τους. Έτσι, το Αφγανιστάν βουλιάζει καθημερινά ακόμη πιο βαθιά στο χάος και τον εμφύλιο πόλεμο. Ακόμα και οι Ταλιμπάν έχουν καταφέρει να ανασυγκροτηθούν και να θέσουν υπό τον έλεγχό τους κάποιες επαρχίες στο νότο.
Η «κυβέρνηση» του Χαμίντ Καρζάϊ δεν υφίσταται ουσιαστικά έξω από την πρωτεύουσα Καμπούλ. Το 75% των εδαφών βρίσκεται υπό την εξουσία των τοπικών ηγετών και του στρατού των 100.000 οπλισμένων ανταρτών που υπολογίζεται πως διαθέτουν. Όχι πως και μέσα στην Καμπούλ τα πράγματα είναι καλύτερα. Σύμφωνα με την έκθεση του Παρατηρητήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «Η αστυνομία και οι δυνάμεις ασφαλείας, ακόμη και μέσα στην Καμπούλ, ευθύνονται για αυθαίρετες συλλήψεις, απαγωγές, εκβιασμούς, βασανιστήρια και δολοφονίες».
Οι ιμπεριαλιστές αναγκάστηκαν ήδη να αναβάλουν τις προγραμματισμένες εκλογές από τον Ιούνη για τον Σεπτέμβρη. Όχι ότι τότε η χώρα θα είναι έτοιμη, αλλά καθώς η κατάσταση στο Ιράκ πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, ο Μπους αγωνιά να δείξει κάποια έστω «επιτυχία» της πολιτικής του, λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ. Έτσι, μάλλον δεν θα τον πτοήσει το γεγονός ότι μέχρι τώρα έχουν γραφτεί στους εκλογικούς καταλόγους μόλις 1,5 εκατομμύρια Αφγανοί από τα 10,5 εκατ. που έχουν δικαίωμα ψήφου.
Μετά τη λήξη του πολέμου, ο Μπους ισχυριζόταν ότι «τώρα το Αφγανιστάν θ’ ανθήσει». Προς το παρόν, ανθούν μόνο οι παπαρούνες του οπίου. Η χώρα ξανάγινε ο νούμερο ένα παραγωγός ηρωίνης στον κόσμο, καλύπτοντας τα 3/4 της παγκόσμιας ζήτησης και το 95% της ευρωπαϊκής. 2,3 δις δολάρια κέρδισαν πέρυσι απ’ αυτό το εμπόριο οι πολέμαρχοι, οι βαρόνοι των ναρκωτικών και οι Ταλιμπάν, ποσό που ισοδυναμεί με το μισό ΑΕΠ του Αφγανιστάν!
Αυτά άλλωστε είναι και τα μόνα χρήματα που μπαίνουν στη χώρα. Η «διεθνής κοινότητα» ξέχασε κιόλας το Αφγανιστάν, όπου, 2,5 χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, μόλις το 1% των αναγκών για υποδομές κλπ έχει καλυφθεί. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και στο Κόσοβο, η κατά κεφαλήν βοήθεια που έχει προσφερθεί (και που είναι ελάχιστη σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες), είναι 25 φορές μεγαλύτερη από αυτή που έχει δοθεί στο Αφγανιστάν!
«Δεν έχουμε δικαίωμα ν’ αποτύχουμε», διακήρυττε για το Αφγανιστάν ο Μπους. Όπως παντού ανά τον κόσμο όμως, η πολιτική της Ουάσινγκτον είναι ήδη μια αποτυχία.