Του Βίνσεντ Κόλο, από το chinaworker.info, το site των αδερφών οργανώσεων του «Ξ» σε Κίνα/ Χονγκ Κονγκ/ Ταϊβάν
Πριν από έναν αιώνα τέτοια εποχή, 500.000 εργάτες και στρατιωτές διαδήλωναν στη Πετρούπολη, πρωτεύουσα τότε της Ρωσίας, ενώ δεκάδες χιλιάδες πήραν μέρος σε συγκεντρώσεις στη Μόσχα, το Κίεβο και άλλες πόλεις. Οι διαδηλώσεις της 1ης Ιουλίου (18 Ιουνίου σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο της Ρωσίας) που καλέστηκαν από τα φιλο-κυβερνητικά σοσιαλιστικά κόμματα, τα οποία εκείνη την εποχή κατείχαν την πλειοψηφία στα Σοβιέτ, σηματοδότησαν ένα σημαντικό νέο στάδιο στη Ρώσικη Επανάσταση.
Προορισμένη να δείξει υποστήριξη στη Προσωρινή Κυβέρνηση η διαδήλωση του Ιούνη έκανε ακριβώς το αντίθετο, επιδεικνύοντας την ολοένα και μεγαλύτερη αντιδημοφιλία της στις γραμμές της εργατικής τάξης και των μαχητικών τμημάτων του στρατού – τις ίδιες δυνάμεις που είχαν πραγματοποιήσει την επανάσταση του Φλεβάρη που ανέτρεψε τη δικτατορία του Τσάρου.
Το πρώτο Παν-Ρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ ξεκίνησε στη Πετρούπολη στις αρχές του μήνα με μια σαφή φιλοκυβερνητική πλειοψηφία. Αυτό ωστόσο δεν αντανακλούσε πλέον τη πραγματική πολιτική διάθεση στη κοινωνία. «Το συνέδριο αποτελούνταν κυρίως από ανθρώπους που ήταν σοσιαλιστές τον Μάρτη, αλλά είχαν κουραστεί από την επανάσταση μέχρι τον Ιούνη» σημείωσε ο Τρότσκι στην Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης.
Οι στρατιώτες απολάμβαναν μεγαλύτερης εκπροσώπησης από τους εργάτες στα Σοβιέτ, ένα γεγονός που ενίσχυσε τις πιο συντηρητικές δυνάμεις, ιδιαίτερα στην αρχική φάση της επανάστασης. Η στροφή προς τα αριστερά ήταν πολύ πιο έντονη στις εργοστασιακές επιτροπές και την εργατική τάξη, ειδικά στη Πετρούπολη.
«Κάτω οι δέκα αστοί υπουργοί»
Οι φιλοκυβερνητικοί Μενσεβίκοι και Σοσιαλεπαναστάτες (τα ρεφορμιστικά-«σοσιαλιστικά» κόμματα της εποχής) κέρδισαν την πλειοψηφία στα Σοβιέτ μετά την πτώση του Τσάρου, όταν οι πολιτικές διαφορές μέσα στο μαζικό κίνημα δεν ήταν απολύτως καθαρές. Χρησιμοποίησαν την εξουσία των Σοβιέτ για να στηρίξουν ένα καπιταλιστικό καθεστώς που δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει τις πιο βασικές ανάγκες της κοινωνίας.
Τον Μάη του 1917 η Προσωρινή Κυβέρνηση έγινε ένας συνασπισμός με την εισαγωγή στο κυβερνητικό σχήμα μαζί με δέκα εκπροσώπους των ανοιχτά καπιταλιστικών κομμάτων και έξι «σοσιαλιστών υπουργών» από τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες.
Ο Λένιν το περιέγραψε σαν μια «συμμαχία για να σταματήσει η επανάσταση». Το Μπολσεβίκικο κόμμα διεξήγαγε συνεχή πολεμική γύρω από το σύνθημα «Κάτω οι δέκα αστοί υπουργοί», καλώντας την τότε πλειοψηφία των Σοβιέτ να συγκρουστεί με τους καπιταλιστές και να τα σπάσει με τους εκπροσώπους τους στην κυβέρνηση.
Οι ηγέτες των Σοβιέτ ισχυρίστηκαν ότι υπερασπίζονται την «επαναστατική δημοκρατία», ένα σύνθημα που οι Μπολσεβίκοι επίκριναν ανελέητα για την έλλειψη ταξικού περιεχόμενου που το χαρακτήριζε. Ποια ήταν η τάξη που υπηρετούσε η κυβέρνηση;
Αυτό θα ήταν το επίκεντρο της πολιτικής μάχης μεταξύ των αντιπροσώπων των Μπολσεβίκων και της φιλοκυβερνητικής πλειοψηφίας στο Συνέδριο των Σοβιέτ. Το ζήτημα τέθηκε ακόμη πιο έντονα καθώς το σχέδιο της κυβέρνησης, υπό την πίεση των ιμπεριαλιστών συμμάχων της, να ξεκινήσει μια νέα στρατιωτική επίθεση, κατέστρεψε μια για πάντα τον μύθο πως υπεράσπιζε την ειρήνη.
Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι θα συνέχιζαν να «εξηγούν υπομονετικά» στις μάζες, για να σπάσουν τις μακροχρόνιες αυταπάτες στα κόμματα της κυβερνητικής συμμαχίας που κυριαρχούσαν εκείνη την περίοδο στα Σοβιέτ. Μόνο μια κυβέρνηση των Σοβιέτ, σπάζοντας με τον καπιταλισμό και ξεκινώντας τη σοσιαλιστική επανάσταση, θα μπορούσε να διασφαλίσει τις δημοκρατικές κατακτήσεις του Φλεβάρη και να οδηγήσει την κοινωνία στην έξοδο από τη κρίση και τον πόλεμο.
Παν-Ρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ
Το πρώτο Παν-Ρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ έλαβε χώρα στη Πετρούπολη από τις 16 Ιούνη ως τις 7 Ιούλη (3 με 24 Ιούνη σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο). Σε πλήρη αντίθεση με τη μη εκλεγμένη Προσωρινή Κυβέρνηση, το Συνέδριο των Σοβιέτ ήταν, όπως επισήμανε ο Ισαάκ Ντόιτσερ «το μόνο εκλεγμένο σε εθνική βάση σώμα που υπήρχε τότε στη Ρωσία». Οι 820 αντιπρόσωποι απ’ όλη τη Ρωσία εκπροσωπούσαν 20 εκατομμύρια εκλογείς.
Στο συνέδριο, η αριστερή μειοψηφία που αποτελούνταν από τους Μπολσεβίκους και τους συμμάχους τους διέθετε το ένα πέμπτο των ψήφων. Αυτό το μπλοκ περιλάμβανε τον Τρότσκι, ο οποίος ήταν σε πλήρη πολιτική αλληλεγγύη με τους Μπολσεβίκους, αλλά όχι ακόμα επίσημα μέλος τους, και την οργάνωση Μεζραϊόντσι, η οποία μέσα σε λίγες βδομάδς θα ακολουθούσε τον Τρότσκι στο Μπολσεβίκικο κόμμα.
Παρά τη συντριπτική πλειοψηφία στο συνέδριο, τα φιλοκυβερνητικά κόμματα ήταν ανήσυχα. Η μειοψηφία υπό την ηγεσία των Μπολσεβίκων πρόχωρησε σε πολιτική επίθεση σε όλα τα ζητήματα. Την πρώτη μέρα πίεσαν να γίνει συζήτηση για τη στρατιωτική επίθεση, το νούμερο ένα γεγονός στην επικαιρότητα στη Ρωσία. Η πλειοψηφία αρνήθηκε την πρόταση. Η συζήτηση θα ήταν τυπική, καθώς οι προετοιμασίες για την επίθεση είχαν ήδη ξεκινήσει, αλλά αυτή η ψηφοφορία έδειξε την εξαιρετική απροθυμία των φιλοκυβερνητικών σοσιαλιστών να αναλάβουν την ευθύνη για τις πολιτικές τους.
Σε όλα τα ζητήματα ο ρόλος της πλειοψηφίας ήταν σαφής. Η υποστήριξη για το 8ωρο, ένα ζήτημα που έμενε ανεπίλυτο από το Φλεβάρη, καταψηφίστηκε. Το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση αναγνωρίστηκε αλλά αναβλήθηκε για τη μελλοντική Συντακτική Συνέλευση, που με τη σειρά της αναβαλλόταν διαρκώς.
Το συνέδριο ψήφισε την έγκριση της κυβέρνησης συνεργασίας με πλειοψηφία 4 προς 1.
Η κύρια πολιτική γραμμή επίθεσης της αριστερής πτέρυγας των Σοβιέτ (των Μπολσεβίκων) αφορούσε την άρνηση της σοβιετικής πλειοψηφίας να σχηματίσει μια κυβέρνηση από μέλη των σοσιαλιστικών κομμάτων, αντί μιας καπιταλιστικής συμμαχίας που δεν είχε σχεδόν καμία υποστήριξη ανάμεσα στις μάζες. Αυτό επιβεβαιώθηκε λίγες μέρες πριν το Συνέδριο των Σοβιέτ στις δημοτικές εκλογές όπου οι Καντέτοι (σημ: Συνταγματικοί Δημοκράτες, αστικό κόμμα της εποχής) – το μεγαλύτερο κόμμα στη κυβέρνηση συνεργασίας – δέχτηκαν βαριά ήττα.
Η διαδήλωση του Ιούνη
Η ιδέα για τη διαδήλωση του Ιούνη προέκυψε από τους έντονους πολιτικούς αγώνες στο εσωτερικό του Συνεδρίου των Σοβιέτ. Μια διαδήλωση που κάλεσαν οι Μπολσεβίκοι για τις 23 Ιούνη (10 Ιούνη) ενάντια στη στρατιωτική επίθεση και τις επιθέσεις στα δικαιώματα των στρατιωτών, για να ασκήσουν πίεση στη πλειοψηφία του Συνεδρίου, αντιμετωπίστηκε με εξαγριωμένες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους της πλειοψηφίας που μετέτρεψαν τις διαδικασίες του συνεδρίου σε μια εικονική δίκη του Λένιν και των συντρόφων του.
Το συνέδριο ενέκρινε ένα ψήφισμα που απαγόρευε όλες τις συγκεντρώσεις για μια περίοδο 3 ημερών και οι Μπολσεβίκοι απειλήθηκαν με αποβολή από το συνέδριο αν αγνοούσαν την απαγόρευση. Ενώ η απόφαση προκάλεσε έντονες συζητήσεις μέσα στις γραμμές τους, οι Μπολσεβίκοι αποφάσισαν ότι τακτικά δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ακυρώσουν την προγραμματισμένη διαδήλωση.
Ο Τσερετέλι, ηγετικός Μενσεβίκος και υπουργός της κυβέρνησης, ήθελε να προχωρήσει περαιτέρω και ζήτησε τον αφοπλισμό των Μπολσεβίκων. Στη πραγματικότητα αυτό σήμαινε αφοπλισμό της εργατικής τάξης. «Ακόμη περισσότερο, σήμαινε αφοπλισμό των στρατευμάτων» εξηγούσε ο Τρότσκι.
Ο Τσερετέλι δεν ήταν μόνος του. «Είναι ώρα να στιγματίσουμε τους Λενινιστές σαν προδότες της επανάστασης» απαιτούσε η εφημερίδα των Μενσεβίκων. Για ακόμη μια φορά, οι συμβιβασμένοι «σοσιαλιστές» απλώς ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των καπιταλιστών, όπως του ηγέτη των Καντέτων, Μιλιούκοφ, ο οποίος απευθυνόμενος σε ένα συνέδριο των Κοζάκων περίπου την ίδια περίοδο, είπε «είναι ώρα να σταματήσουμε αυτούς τους ανθρώπους [σημ: τους Μπολσεβίκους]».
Ωστόσο, φοβούμενοι ότι η απαγόρευση της διαδήλωσης των Μπολσεβίκων είχε αποξενώσει ακόμη περισσότερο τους εργάτες και τους στρατιώτες στη Πετρούπολη, οι Μενσεβίκοι πρότειναν στο Συνέδριο των Σοβιέτ να οργανώσει μια δικιά του διαδήλωση μια βδομάδα αργότερα. Πίστευαν ότι αυτό θα έδειχνε ότι συνέχιζαν να απολαμβάνουν μαζικής υποστήριξης και θα ανέκοπτε την ανάπτυξη των Μπολσεβίκων. Ήταν ένας πολύ λανθασμένος υπολογισμός.
Τα επίσημα συνθήματα για τη διαδήλωση ήταν οπορτουνιστικά και αόριστα. Περίλαμβαναν ασαφείς έννοιες όπως «Παγκόσμια Ειρήνη» και «Λαϊκή Δημοκρατία» καθώς και συνθήματα όπως «Άμεση Σύγκλιση μιας Συντακτικής Συνέλευσης» τα οποία ήταν ενώ ήταν γενικά σωστά, χρησιμοποιούνταν για να αποφευχθεί το Μπολσεβίκικο σύνθημα «Όλη την Εξουσία στα Σοβιέτ».
Οι διαδηλωτές όμως στη μεγάλη πλειοψηφία τους διάλεξαν άλλα συνθήματα. Κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης, που αποτελούνταν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από εργάτες και στρατιώτες, χωρίς τα μεσαία στρώματα που συμμετείχαν σε προηγούμενες διαδηλώσεις, το πλήθος στη Πετρούπολη χρειάστηκε όλη τη μέρα για να περάσει από το βάθρο όπου οι ηγέτες των Σοβιέτ στέκονταν και παρακολουθούσαν. Ήταν μια ατέλειωτη διαδοχή από πανό που έφεραν μπολσεβίκικα συνθήματα: «Κάτω οι δέκα αστοί υπουργοί», «Κάτω η επίθεση» και «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ».
Η διαδήλωση «αποκάλυψε τον πλήρη θρίαμβο του Μπολσεβικισμού στις γραμμές του προλεταριάτου της Πετρούπολης» έγραψε η εφημερίδα του Γκόρκι. «Η θάλασσα των Μπολσεβίκικων πανό και πλακάτ διακοπτόταν μόνο περιστασιακά από τα επίσημα συνθήματα» σημείωσε ο ιστορικός Αλεξάντερ Ραμπινόβιτς.
Η διαδήλωση του Ιούνη ήταν ένα βροντερό ξύπνημα για τους καπιταλιστές και τα φιλοκυβερνητικά σοσιαλιστικά κόμματα, όσον αφορά το βαθμό στον οποίο οι μάζες είχαν στραφεί εναντίον τους. Αλλά είχε επίσης μεγάλη επίδραση στους ίδιους τους συμμετέχοντες. «Οι μάζες είδαν ότι οι Μπολσεβίκοι είχαν γίνει μια ισχυρή δύναμη και όσοι ταλαντεύονταν στράφηκαν προς το μέρος τους» είπε ο Τρότσκι.
Από αυτό το σημείο και έπειτα η κυβέρνηση θα στρεφόταν σε όλο και πιο αντιδημοκρατικά και καταπιεστικά μέτρα σε μια προσπάθεια να εμποδίσει την αυξανόμενη επιρροή των μπολσεβίκικων ιδεών στις μάζες.
Η επίθεση
Η «επίθεση Κερένσκι» ξεκίνησε τη 1η Ιουλίου (18 Ιουνίου) με τις Ρώσικες δυνάμεις να επιτίθονται σε Αυστρο-Γερμανικές θέσεις στη Γαλικία, σήμερα τμήμα της Ουκρανίας. Σε στρατιωτικό επίπεδο, αυτό το εξ’ολοκλήρου μη ρεαλιστικό σχέδιο αποσκοπούσε στην ανακούφιση της πίεσης στις βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις στο δυτικό μέτωπο μέχρις ότου οι Αμερικάνοι, που είχαν μπει στον πόλεμο δυο μήνες νωρίτερα, μπορούσαν να στείλουν ενισχύσεις. Ο Κερένσκι, ο «σοσιαλιστής» Υπουργός Πολέμου, δείχνοντας πολύ μεγαλύτερη αισιοδοξία από τους περισσότερους από τους στρατηγούς του, χαιρέτισε την έναρξη της επίθεσης ως «μεγάλο θρίαμβο της επανάστασης».
Στη πραγματικότητα οι στόχοι της ήταν εξ’ ολοκλήρου αντεπαναστατικοί, τόσο στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής (επανάληψη της επίθεσης, παρά την άρνηση της κυβέρνησης για ένα πόλεμο για εδαφικές διεκδικήσεις) όσο και στην εσωτερική πολιτική (κατά της επανάστασης, για την αποκατάσταση ενός αξιόπιστου καπιταλιστικού κρατικού μηχανισμού).
Ο Κερένσκι και ο στενός του σύμμαχος Τσερετέλι, εργάστηκαν για το σχέδιο κρυφά από τους υπόλοιπους «σοσιαλιστές» υπουργούς που έδωσαν κατόπιν την έγκριση τους, όπως έκανε και η φιλοκυβερνητική πλειοψηφία στα Σοβιέτ.
Οι Μπολσεβίκοι είχαν μεταφέρει τη μάχη ενάντια στον πόλεμο στο Παν-Ρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, καταθέτοντας μια πρόταση την πρώτη μέρα για να πιέσουν το συνέδριο να «αντιταχθεί αμέσως σε αυτή την αντεπαναστατική επίθεση ή αλλιώς να αναλάβει ειλικρινά όλη την ευθύνη για αυτή την πολιτική». Η πρόταση τους καταψηφίστηκε.
Η επίθεση ήταν μια «τερατώδης περιπέτεια» σύμφωνα με τον Τρότσκι και θα οδηγούσε σε νέα πανωλεθρία για τον ρωσικό στρατό με περίπου 40.000 στρατιώτες νεκρούς και 20.000 τραυματίες μέχρι το τέλος Ιουλίου. Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε τις προειδοποιήσεις των Μπολσεβίκων πως ο ρώσικος στρατός, αποδιοργανωμένος από μια καταρρέουσα οικονομία και με το ηθικό του διαλυμένο, δεν ήταν σε θέση να διεξάγει περαιτέρω πόλεμο. 170.000 Ρώσοι στρατιώτες λιποτάκτησαν και εγκατέλειψαν το μέτωπο κατά τη διάρκεια της επίθεσης.
Η λογοκρισία του Τύπου έκρυψε την πλήρη έκταση της στρατιωτικής καταστροφής. Οι ψευδείς αναφορές προσέφεραν κάποια προστασία στη κυβέρνηση κατά την διάρκεια των «Ημερών του Ιούλη» (μια μαζική ένοπλη διαδήλωση στη Πετρούπολη που απαιτούσε την ανάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ) και των επακόλουθων τους, κατά τη διάρκεια των οποίων οι Μπολσεβίκοι κατηγορήθηκαν ψευδώς ότι επιχείρησαν μια εξέγερση και καταδιώχτηκαν σκληρά.
Καθώς η αποτυχία της επίθεσης έγινε γνωστή στο πληθυσμό, ο Κερένσκι διόρισε τον σκληροπυρηνικό στρατηγό Κορνίλοφ σαν αρχηγό του στρατού, ο οποίος, μερικές εβδομάδες αργότερα, θα έκανε μια πραγματική προσπάθεια να ανατρέψει τη κυβέρνηση.
Ο στόχος της επίθεσης ήταν να προκαλέσει υποστήριξη, στη βάση του εθνικισμού, προς τη Προσωρινή Κυβέρνηση και –βασικά– να οδηγήσει στην επαναφορά του ελέγχου της κυβέρνησης στον στρατό, περιορίζοντας τα επαναστατημένα τμήματα και αποκαθιστώντας τη «πειθαρχία».
Οι στρατηγοί, αντιπροσωπεύοντας τη τσαρική αντίδραση, πίεζαν για τη διάλυση της φρουράς της Πετρούπολης και την απομάκρυνση των πιο πολιτικοποιημένων φιλομπολσεβίκικων μονάδων στο μέτωπο. Απαιτούσαν την αναθεώρηση της «Διαταγής ν.1», η οποία εκδόθηκε αμέσως μετά την επανάσταση του Φλεβάρη, και σύμφωνα με την οποία όλες οι στρατιωτικές μονάδες λογοδοτούσαν στα Σοβιέτ, παρά στη κυβέρνηση και την ανώτατη διοίκηση. Η στρατηγική της αντεπανάστασης ήταν να αποδυναμώσει και να έπειτα να στραγγαλίσει τα Σοβιέτ, αλλά αυτό ήταν αδύνατο, εκτός κι αν οι σύνδεσμοι μεταξύ των στρατιώτων και των Σοβιέτ μπορούσαν να σπάσουν.
«Γερμανός κατάσκοπος»
Η έναρξη της επίθεσης συνοδεύτηκε από εντατική εκστρατεία εναντίον της αντιπολεμικής θέσης των Μπολσεβίκων. Τα αστικά μέσα ενημέρωσης, καθώς και οι εφημερίδες των φιλοκυβερνητικών σοσιαλιστικών κομμάτων, διεξήγαγαν μια βρώμικη εκστρατεία για να παρουσιάσουν τους Μπολσεβίκους σαν εργαλεία της γερμανικής κυβέρνησης.
Αυτός ο χείμμαρος ψεμμάτων θα έφτανε στο αποκορύφωμα του μετά τις «Μέρες του Ιούλη» με τους Μπολσεβίκους να χαρακτηρίζονται ως «προδότες» και ο Λένιν ειδικότερα ως «Γερμανός κατάσκοπος» – χρησιμοποιώντας σαν «απόδειξη» το πέρασμα του τρένου του μέσω Γερμανίας για να φτάσει στη Ρωσία από την εξορία τον Απρίλη.
Μέσα σε μήνες, καθώς πλησίαζε ο Οκτώβρης, ένα αυξανόμενο τμήμα των Ρώσων καπιταλιστών θα βάσιζε τις ελπίδες του στα γερμανικά στρατεύματα – και σε μια στρατιωτική ήττα της Ρωσίας – για να θέσουν ένα τέρμα στην επανάσταση και να τους σώσουν από την εργατική τάξη υπό την καθοδήγηση των Μπολσεβίκων.
Η σταθερή και βασισμένη σε αρχές αντίθεση των Μπολσεβίκων στο πόλεμο και την επίθεση του Κερένσκι, παρά την απίστευτη πίεση και τις συκοφαντίες, θα οδηγούσε τελικά στην ανατροπή των ισοζυγίων στο στράτευμα αποφασιστικά υπέρ τους.
Οι μάζες μετατοπίστηκαν ακόμη πιο αποφασιστικά προς τους Μπολσεβίκους με τη συνειδητοποίηση ότι η συνέχιση του πολέμου, που αποτελούσε γραμμή της κυβέρνησης, σήμαινε σταμάτημα και πισωγύρισμα της επανάστασης.
Για να σταματήσει ο πόλεμος, όπως εξηγούσαν οι Μπολσεβίκοι, ήταν απαραίτητο να ολοκληρωθεί η επανάσταση με την ανατροπή του καπιταλισμού στη Ρωσία και διεθνώς, ξεκινώντας με τη μεταφορά όλης της εξουσίας σε μια εργατική κυβέρνηση βασισμένη στα Σοβιέτ.