Το παρόν είναι ένα απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Χρήστου Κεφαλή,* «Λένιν. Η διάνοια της επανάστασης», εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2017.
Αστικές καρικατούρες του Λένιν
[…]
Το βιβλίο της Ντ’ Ενκώς, δημοσιευμένο στα 1998, έχει μια σημαντική θέση στην αντιδραστική αστική φιλολογία για τον Λένιν. Ενώ ως τη διάλυση της ΕΣΣΔ οι προβεβλημένες εχθρικές προσεγγίσεις του Λένιν, στο στιλ του Λ. Σαπίρο, διατηρούσαν μια στοιχειώδη αντικειμενικότητα, στη συνέχεια κυριάρχησαν ανοικτοί συκοφάντες όπως ο Πάιπς, οι οποίοι όμως, με τον εξόφθαλμο φανατισμό και την προκατάληψή τους συχνά πετύχαιναν το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Το εγχείρημα της Ντ’ Ενκώς είναι να διατηρήσει την ουσία των διαστρεβλώσεων που σώρευσαν οι Πάιπς με μια εξευγενισμένη, λιγότερο ακραία μορφή.
Η συγγραφέας –μια όχι τυχαία φυσιογνωμία, Γραμματέας της Γαλλικής Ακαδημίας από το 1999– διατείνεται πως είναι «αντικειμενική» και με μια έννοια προσπαθεί να είναι. Ωστόσο το μόνο που καταφέρνει είναι να συγκεντρώνει και να ντύνει με έναν αέρα αντικειμενικότητας όλων των λογιών τα ψεύδη, τις κακολογίες και τις παραχαράξεις της αστικής φιλολογίας, για να στηρίξει την προκατασκευασμένη σκοτεινή εικόνα του Λένιν που συμμερίζεται με τους άλλους απολογητές. Η ογκώδης εργασία της παρουσιάζει τέτοια απίστευτα κενά –χαρακτηριστικά δεν αναφέρει καν τα φιλοσοφικά γραπτά του Λένιν– και τέτοιες εξοργιστικές παραποιήσεις και παρανοήσεις των απόψεών του, που καταλήγεις να αναρωτιέσαι αν αναφέρεται στον γνωστό Λένιν ή σε κάποιο άγνωστο ως σήμερα συνονόματό του που ζούσε τον ίδιο καιρό στη Ρωσία και τον μιμούνταν αποτυχημένα. Επιδίωξή της, κοινή σε όλους τους απολογητές, είναι να στηρίξει την εικόνα του «αδίστακτου» Λένιν, του «κυνικού και άσπλαχνου οπαδού της τρομοκρατίας», κοκ, συκοφαντώντας την επανάσταση. Σε αυτή την επιδίωξη θυσιάζει διαρκώς την ιστορική αλήθεια.
Για να ξεκινήσουμε, η Ντ’ Ενκώς επικαλείται το γνωστό άρθρο του Λένιν «Κομματική οργάνωση και κομματική φιλολογία». Ο Λένιν είχε προσπαθήσει εκεί, το Νοέμβρη του 1905, να βάλει μια τάξη στην κομματική φιλολογία, που αναπτυσσόταν μισονόμιμα και άναρχα μετά την έναρξη της επανάστασης. Η Ντ’ Ενκώς, αφού το χαρακτηρίζει σαν μια «ύπουλη δυναμική παρέμβαση», παραθέτει μερικές σκόρπιες φράσεις του, επιλεκτικά ξεχωρισμένες ώστε να φαίνεται ότι είχε ένα διαφορετικό αντικείμενο, να υποτάξει στο κόμμα τη λογοτεχνία και τη διανοητική ζωή της χώρας: «Η λογοτεχνία πρέπει να είναι στρατευμένη. Πρέπει να είναι μέρος της υπόθεσης του προλεταριάτου», κοκ. Και το θριαμβευτικό συμπέρασμα ακολουθεί: «Ο αυταρχισμός του Λένιν έχει ήδη εκδηλωθεί κατά τις συζητήσεις στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας. Ουδέποτε όμως είχε ως τότε εκφράσει με τόση ειλικρίνεια την αντίληψή του για τη διανοητική ζωή, δηλαδή για την επιστράτευσή της και την πλήρη υποταγή της στο κόμμα. Η ολοκληρωτική πρακτική του μπολσεβίκικου κράτους εγγράφεται ήδη στο άρθρο αυτό»4.
Στην πραγματικότητα, το άρθρο του Λένιν δεν αναφερόταν στη λογοτεχνία ή τη διανοητική ζωή γενικά, αλλά στην κομματική φιλολογία, τις εφημερίδες και τις εκδόσεις του κόμματος. Ο Λένιν το τονίζει αυτό ήδη στον τίτλο και στην πρώτη φράση του άρθρου, και το διευκρινίζει ρητά, έχοντας υπόψη ότι θα προκαλούσε διαμαρτυρίες από τη μεριά των φιλελεύθερων διανοούμενων για «παραβίαση της ελευθερίας του λόγου»:
«Ησυχάστε κύριοι! Πρώτο, πρόκειται για την κομματική φιλολογία και την υποταγή της στον κομματικό έλεγχο. Ο καθένας είναι ελεύθερος να γράφει και να λέει ό,τι του αρέσει, χωρίς τον παραμικρό περιορισμό. Αλλά και κάθε ελεύθερη ένωση (μαζί και το κόμμα) έχει επίσης την ελευθερία να διώξει τα μέλη που χρησιμοποιούν τη φίρμα του κόμματος για να κηρύττουν αντικομματικές απόψεις»5.
Η ουσία της θέσης του Λένιν ήταν έτσι ότι η κομματική φιλολογία θα έπρεπε να εξετάζει και να φωτίζει με μαρξιστικό τρόπο τα ζητήματα, ότι δεν θα έπρεπε να γίνονται ανεκτές στο κόμμα και τον κομματικό Τύπο οι αντιμαρξιστικές, αστικές απόψεις, στο όνομα του «ιερού και απαραβίαστου της ελευθερίας του λόγου», κοκ. Ο Λένιν ποτέ και πουθενά δεν υποστήριξε ότι αυτή η υποταγή της κομματικής δουλειάς και φιλολογίας στη μαρξιστική κατεύθυνση μπορούσε να γίνει με κάποιο διάταγμα της ηγεσίας, ούτε πολύ περισσότερο ότι όλη η διανοητική ζωή της κοινωνίας θα μπορούσε να υποβληθεί διοικητικά σε κομματικό έλεγχο μετά την κατάκτηση της εξουσίας. Απεναντίας, τόνιζε αδιάλειπτα τη σημασία της επιχειρηματολογίας, της μελέτης και της κατανόησης της επιστήμης και της γνώσης των εξελίξεων του κάθε πεδίου της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Οι πραγματικές απόψεις του Λένιν για την κομματική πολιτική στα ζητήματα της τέχνης και της διανοητικής ζωής θα βρεθούν σε κείμενα και τοποθετήσεις του μετά το 1917, μόνο που δεν ταιριάζουν με την επινοημένη εικόνα της Ντ’ Ενκώς. Ο Λουνατσάρσκι παραθέτει μια κατατοπιστική συζήτησή του με τον Λένιν πάνω σε αυτά τα θέματα:
«“Για να συνοψίσουμε” είπα. “Κάθε τι περισσότερο ή λιγότερο υγιές στην παλιά τέχνη θα διαφυλαχτεί… Η ενεργή τέχνη… θα επηρεάζεται, αλλά όχι άξεστα, για να ολοκληρώσει όσο το δυνατό πιο σύντομα την εξέλιξή της για να ικανοποιεί τις νέες ανάγκες. Τα νέα ρεύματα θα τα μεταχειριζόμαστε διακριτικά. Δεν πρέπει να τους επιτραπεί να κυριαρχήσουν απλά με μια επιδρομή, αλλά θα τους δοθεί μια δυνατότητα να αποκτήσουν επιρροή με τα πραγματικά καλλιτεχνικά τους προτερήματα. Από αυτή την άποψη θα τους δοθεί κάθε δυνατή βοήθεια”.
Σε αυτό ο Λένιν είπε: “Αυτό το θέτει αρκετά επακριβώς, νομίζω. Τώρα προσπαθήστε να το κάνετε κατανοητό στα κοινά μας, και στο λαό γενικά, στις δημόσιες ομιλίες και τα άρθρα σας”.
“Μπορώ να σας παραθέσω;” ρώτησα.
“Όχι, γιατί; Δεν ισχυρίζομαι πως είμαι ένας ειδικός στις τέχνες. Αφού είστε ένας Λαϊκός Επίτροπος, θα έπρεπε να είστε ο ίδιος μια επαρκής αυθεντία”»6.
Η Ντ’ Ενκώς δεν παραθέτει αυτές και πλήθος άλλες παρόμοιες διακηρύξεις του Λένιν, ούτε μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει πού βρίσκεται σε αυτές ο «αυταρχισμός». Όχι άδικα, από τη σκοπιά της, αφού αν το έκανε θα γινόταν φανερός ο παραλογισμός τού να συγκρίνει φωτισμένες φυσιογνωμίες όπως ο Λουνατσάρσκι και το σπουδαίο πολιτιστικό έργο των ημερών του Λένιν, με την αυλική μορφή τέχνης και την πνιγηρή ανελευθερία που καθιέρωσε αργότερα ο σταλινισμός.
Η Ντ’ Ενκώς δεν φείδεται κόπων στο να παρουσιάζει τον Λένιν περίπου σαν ένα καιροσκόπο που οι ενέργειές του κατευθύνονταν μόνιμα από τον πόθο της εξουσίας. Αν και αναφέρεται στη θεωρητική διάσταση του έργου του, αυτό που προκύπτει κάθε φορά είναι ότι οι θεωρητικές διακηρύξεις του Λένιν ήταν μια πρόχειρη αιτιολόγηση των πρακτικών ενεργειών ή μια γενίκευση στοιχείων της εμπειρίας που δεν είχε προβλέψει αλλά εκ των υστέρων αντιλαμβανόταν ότι ήταν βολικά για τις επιδιώξεις του. Τα τεκμήρια και τα επιχειρήματά της είναι όλα εξίσου βαρύνουσας σημασίας.
Αναφερόμενη στη σύνδεση των στρατιωτικών ηττών της Ρωσίας, στα 1905 όσο και στα 1917, με το ξέσπασμα της επανάστασης, ισχυρίζεται ότι ο Λένιν δεν είχε καν φανταστεί αυτή τη σύνδεση στην επανάσταση του 1905, αλλά, αναγνωρίζοντάς την κατόπιν εορτής, υιοθέτησε τη θέση για την ήττα της Ρωσίας στα 1914.
«Την ώρα της διαμάχης Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων, η Ρωσία παίρνει φωτιά και βυθίζεται βαθμιαία σε μια επανάσταση της οποίας ο Λένιν δεν είχε προβλέψει ούτε την έκρηξη ούτε τον άστατο ρου. Ωστόσο, όλα θα έπρεπε να τον είχαν προειδοποιήσει. Ο καταστροφικός πόλεμος κατά της Ιαπωνίας προκαλεί την οργή του ρωσικού λαού, ο οποίος διαπιστώνει πόσο ανώφελες υπήρξαν οι πολεμικές απώλειες και πόσο ανίκανοι είναι εκείνοι που τον κυβερνούν»7.
Το 1914 όμως, ο Λένιν είχε πάρει πλέον το μάθημά του:
«Μπορεί ο Λένιν το 1905, ενόψει της ήττας της Ρωσίας στον Ειρηνικό, να μην είχε φανταστεί ότι απ’ αυτήν θα προέκυπτε η επανάσταση, αλλά το 1914 έχει ήδη προ πολλού αντλήσει μαθήματα από το παρελθόν και τα έχει βάλει με την ίδια του την τύφλωση. Ποτέ πια δεν θα αμφιβάλει για το ότι ο πόλεμος είναι η ευκαιρία της επανάστασης. Μπορεί όμως να ελπίζει σ’ έναν πόλεμο;»8
Όλα αυτά είναι πολύ ωραία και πειστικά ειπωμένα. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι αντιφάσκουν πλήρως με τα γεγονότα. Στην αρθρογραφία του Λένιν πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του 1905 θα βρούμε πλήθος αναφορές στο γεγονός ότι οι ήττες της Ρωσίας στο ρωσοϊαπωνικό πόλεμο επιτάχυναν και έφερναν προ των πυλών την επανάσταση. Στο άρθρο του «Η απολυταρχία και το προλεταριάτο», γραμμένο τρεις περίπου βδομάδες πριν τη Ματωμένη Κυριακή και όταν μόλις σημειώνονταν οι πρώτες λαϊκές εκδηλώσεις στη Ρωσία, ο Λένιν, αφού πρόβλεπε την επικείμενη κατάληψη του Πορτ Άρθουρ από τους Ιάπωνες, ανέλυε τις εσωτερικές συνέπειές της:
«Σήμερα η εξέλιξη της πολιτικής κρίσης στη Ρωσία εξαρτάται πάνω απ’ όλα από την πορεία του πολέμου με την Ιαπωνία. Ο πόλεμος αυτός ξεσκέπασε και ξεσκεπάζει περισσότερο από κάθε τι άλλο τη σαπίλα της απολυταρχίας, την εξασθενεί οικονομικά και στρατιωτικά περισσότερο από κάθε τι άλλο, συνθλίβει και σπρώχνει περισσότερο από κάθε τι άλλο στην εξέγερση τις καταβασανισμένες λαϊκές μάζες, από τις οποίες ο εγκληματικός και επαίσχυντος αυτός πόλεμος απαιτεί τόσο ατέλειωτες θυσίες… Η στρατιωτική κατάρρευση είναι αναπόφευκτη και μαζί της είναι αναπόφευκτος και ο δεκαπλασιασμός της δυσαρέσκειας, του αναβρασμού και της αγανάκτησης. Γι’ αυτή τη στιγμή πρέπει να ετοιμαζόμαστε με όλη μας τη δύναμη. Αυτή τη στιγμή ένα από τα ξεσπάσματα εκείνα που όλο και πιο συχνά επαναλαμβάνονται πότε εδώ και πότε εκεί, θα οδηγήσει σε ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα. Αυτή τη στιγμή το προλεταριάτο θα μπει επικεφαλής της εξέγερσης, για να κατακτήσει την ελευθερία για όλο το λαό»9.
Όπως βλέπουμε, ο Λένιν υπογραμμίζει εδώ, στις 4 Ιανουαρίου του έτους 1905 (22 Δεκέμβρη 1904 με το παλιό ημερολόγιο), όλα αυτά που, κατά την Ντ’ Ενκώς, δεν είχαν περάσει καν από το μυαλό του το 1905…
Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι ένα άλλο άρθρο του, «Η πτώση του Πορτ Άρθουρ», γραμμένο δυο περίπου βδομάδες μετά, όταν έφτασαν τα νέα για τη συνθηκολόγηση του ρωσικού στρατού. Ο Λένιν παρέθετε εκεί τις ομολογίες του ευρωπαϊκού αστικού Τύπου αλλά και Ρώσων αντιδραστικών όπως ο πρίγκιπας Τρουμπετσκόι, για το ότι «ο φόβος για επανάσταση στη Ρωσία έχει… πραγματικές βάσεις», ότι «καταδικάζεται ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα», κοκ, για να συμπεράνει:
«Η συνθηκολόγηση του Πορτ Άρθουρ είναι ο πρόλογος της συνθηκολόγησης του τσαρισμού. Ο πόλεμος απέχει ακόμη πολύ από το τέρμα του, το κάθε όμως βήμα στη συνέχισή του πλαταίνει σε αφάνταστο βαθμό τον αναβρασμό και την αγανάκτηση του ρωσικού λαού, φέρνει πιο κοντά τη στιγμή ενός νέου μεγάλου πολέμου, του πολέμου του λαού ενάντια στην απολυταρχία, του πολέμου του προλεταριάτου για την ελευθερία… Η απολυταρχία έχει εξασθενίσει. Στην επανάσταση αρχίζουν να πιστεύουν και οι πιο άπιστοι. Η γενική πίστη στην επανάσταση αποτελεί κιόλας έναρξη της επανάστασης. Για τη συνέχισή της μεριμνά η ίδια η κυβέρνηση με τον πολεμικό της τυχοδιωκτισμό. Για την υποστήριξη και το πλάτεμα μιας σοβαρής επαναστατικής εφόδου θα φροντίσει το ρωσικό προλεταριάτο»10.
Στο σχέδιο του ίδιου άρθρου ο Λένιν τονίζει «τηλεγραφικά» τα ίδια σημεία: «Η συνθηκολόγηση του Πορτ Άρθουρ είναι το πρώτο βήμα προς τη συνθηκολόγηση του τσαρισμού (ανεπανόρθωτο τσάκισμα της απολυταρχίας)… Οι πόλεμοι και η επαναστατική σημασία τους… Η ταξική εκτίμηση του πολέμου… Η χρεοκοπία της απολυταρχίας. Επανάσταση… Ζύμωση σε δεκάδες εκατομμύρια (contra σε δεκάδες χιλιάδες)… Στρατιωτική καταστροφή και επανάσταση»11.
Στην πραγματικότητα, η πυροδότηση επαναστατικών εξελίξεων από τον πόλεμο σε περίπτωση ήττας της Ρωσίας είχε προβλεφθεί από τον Λένιν ήδη από το ξέσπασμα του πολέμου, το Φλεβάρη του 1904, στη γραμμένη από τον ίδιο προκήρυξη του ΡΣΔΕΚ προς το ρωσικό προλεταριάτο: «Σε περίπτωση ήττας ο πόλεμος θα οδηγήσει κατά πρώτο λόγο στην πτώση όλου του κυβερνητικού συστήματος που στηρίζεται στην αμορφωσιά και την έλλειψη δικαιωμάτων του λαού, στην καταπίεση και στη βία. Όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες… Το συνειδητό σοσιαλδημοκρατικό προλεταριάτο, απαντώντας στις λυσσασμένες πολεμικές κραυγές… πρέπει με δεκαπλασιασμένη δύναμη να προβάλει την απαίτηση: “Κάτω η απολυταρχία!”, “Σύγκληση συντακτικής εθνοσυνέλευσης!”»12.
Μπορεί να φανταστεί κανείς πιο πλήρη –και ατιμωτική για έναν ιστορικό– περιφρόνηση προς τις πηγές και τα γεγονότα;
Αν η Ντ’ Ενκώς έριχνε μια ματιά στα άρθρα του Λένιν θα προστάτευε τον εαυτό της από τη γελοιοποίηση. Τότε όμως δεν θα ήταν ικανή να στηρίξει την προκατασκευασμένη θέση της, ότι η θέση του Λένιν για ήττα της Ρωσίας στον πόλεμο του 1914 δεν ήταν θέση αρχών, αλλά προϊόν συναλλαγής με τους Γερμανούς και «εθνοπροδοσίας», ούτε να παρουσιάζει τον Λένιν σαν έναν αφελή και φανατικό καιροσκόπο, όπως κάνει στο βιβλίο της. «Από τη στιγμή αυτή», διαβάζουμε παραπέρα, «[ο Λένιν] θα επανέλθει συχνά σε δυο ιδέες: στην ανάγκη διεθνούς κινητοποίησης των σοσιαλιστών ώστε να ξεσπάσουν παντού εμφύλιοι πόλεμοι και στη δυνατότητα των Ρώσων να ωθήσουν ως τη διάλυση τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Από τη Βέρνη, κι έπειτα από τη Ζυρίχη, όπου εγκαθίσταται το 1915, θα προωθήσει λυσσαλέα τις ιδέες αυτές με τη σιωπηλή βοήθεια των Κεντρικών Αυτοκρατοριών»13.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως ο Λένιν είχε πάρει θέση υπέρ της ήττας της Ρωσίας και στον πόλεμο του 1905, όταν εμφανώς δεν υπήρχε κανένα θέμα «συναλλαγής» με τους Γερμανούς ή τους Ιάπωνες. Το είχε κάνει όμως με ένα αρκετά διαφορετικό σκεπτικό από εκείνο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν καλούσε σε αγώνα των επαναστατών κάθε χώρας για ήττα της κυβέρνησής τους. Στον πόλεμο του 1905, ο Λένιν υποστήριξε τη νίκη της Ιαπωνίας επειδή, σε αντίθεση με τη μισο-φεουδαρχική τσαρική Ρωσία, ήταν μια προοδευμένη αστική χώρα, που στεκόταν πάνω στη βάση του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Λένιν θεμελίωνε τη θέση του με μια αναφορά στην υποχρέωση του προλεταριάτου «να κάνει διάκριση ανάμεσα στους ιστορικά προοδευτικούς και στους ιστορικά αντιδραστικούς εκπροσώπους της αστικής τάξης»14. Αυτό ήταν μια θέση αρχών που υπονοούσε, μεταξύ άλλων, ότι αν η ιστορία τα είχε φέρει αντίστροφα, να είναι η Ρωσία η προοδευτική αστική χώρα και η Ιαπωνία η αντιδραστική, οι σοσιαλιστές της Ρωσίας θα έπρεπε να πάρουν την αντίθετη θέση, υποστηρίζοντας τη χώρα τους15. Βέβαια, η ίδια θέση δεν είχε εφαρμογή στον παγκόσμιο πόλεμο, όπου οι δυο ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί ήταν εξίσου αντιδραστικοί.
Η Ντ’ Ενκώς παρουσιάζει τη ΝΕΠ ως μια ακόμη εκδήλωση του τακτικισμού του Λένιν. «Για τον Λένιν… δεν πρόκειται παρά για μια αναδίπλωση… η μεταστροφή του ως προς τη ΝΕΠ, που είναι ενδεικτική του συνήθους πραγματισμού του, δεν συνεπάγεται καμιά αλλαγή στη συνολική του άποψη ως προς το πρωτείο του πολιτικού». Από το 1921 ως το 1923, αυτή η «όψιμη μεταστροφή» μένει στον αέρα σαν ένας καθαρά τακτικός ελιγμός αυτοσυντήρησης· ο Λένιν «περιμένει το καλοκαίρι του 1923 για να αντλήσει θεωρητικά συμπεράσματα από την απόφασή του του 1921. Το κάνει σχολιάζοντας τις σημειώσεις του Σουχάνοφ για την επανάσταση»16.
Έτσι, λοιπόν, ο Λένιν ενήργησε πάλι καιροσκοπικά και 2-3 χρόνια μετά θυμήθηκε να πετάξει εκ των υστέρων και μια θεωρητική δικαιολόγηση για να προλάβει ή να μετριάσει τις διαμαρτυρίες της Ντ’ Ενκώς. Κρίμα μόνο που όλα τα κείμενα του Λένιν, κείμενα που έχουμε ήδη συζητήσει, διαψεύδουν αυτή την εκδοχή. Το γενικό πλαίσιο της ΝΕΠ, η αναγνώριση του κρατικού καπιταλισμού ως μεταβατικής βαθμίδας προς το σοσιαλισμό, περιέχεται ήδη στο άρθρο του «Για τα αριστερά παιδιαρίσματα» του 1918, το οποίο ο Λένιν επικαλείται στις αρχές του 1921 για να θεμελιώσει την αναγκαιότητα της στροφής. Βέβαια, ο ίδιος θα αναγνωρίσει ότι δεν επρόκειτο για πλήρη πρόβλεψη, καθώς έλειπε από την τότε ανάλυσή του η ελευθερία του εμπορίου, το άλλο κύριο συστατικό της ΝΕΠ. Η εκτίμηση του χαρακτήρα της ΝΕΠ ως αναγκαίας στρατηγικής (και όχι τακτικής) υποχώρησης γίνεται στην πρώτη κιόλας μπροσούρα, «Για το φόρο σε είδος», που της αφιερώνει ο Λένιν, τον Απρίλη του 1921. Αυτή η εκτίμηση βασίζεται σε καθαρά οικονομικά και όχι πολιτικά επιχειρήματα, την ανάλυση της οικονομικής βάσης του σοσιαλισμού, του τρόπου προσέγγισής της στην ΕΣΣΔ, κοκ. Το άρθρο του για τον Σουχάνοφ απλά θα συνοψίσει πράγματα που έχει πει δεκάδες φορές στα 1921-22. Το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι η ίδια η Ντ’ Ενκώς αναφέρεται στα γραπτά του Λένιν που βάζουν το ζήτημα του κρατικού καπιταλισμού, τόσο το Η Καταστροφή που μας Απειλεί όσο και το άρθρο του 1918, αλλά της διαφεύγει πλήρως η σύνδεση ανάμεσα στις γενικές αυτές αναλύσεις και την κατεύθυνση της ΝΕΠ17.
Σημειώσεις
-
Ε. Καρέρ Ντ’ Ενκώς, Λένιν, σελ. 114. Η απόδοση «λογοτεχνία» δίνεται αδόκιμα από τη μεταφράστρια Κ. Δασκαλάκη, που αναφέρει τον τίτλο του άρθρου ως «Η οργάνωση του κόμματος και η λογοτεχνία του κόμματος». Προφανώς στη γαλλική έκδοση η Ντ’ Ενκώς χρησιμοποιεί τον όρο littérature που έχει και τις δυο έννοιες, της λογοτεχνίας και της φιλολογίας.
-
Λένιν, «Κομματική οργάνωση και κομματική φιλολογία», Άπαντα, τόμ. 12, σελ. 102.
Οι Ε. Φίσερ και Φ. Μάρεκ, παραθέτοντας τα κύρια σημεία του άρθρου, σημειώνουν ότι δεν αφορούσε «τη λογοτεχνία γενικά αλλά “το φιλολογικό μέρος της κομματικής δουλειάς” – την κομματική φιλολογία και την πολιτική δημοσιογραφία… Με άλλα λόγια, εκείνο που ζητούσε ο Λένιν ήταν: απόλυτη “κομματικότητα” των δημοσιογράφων και συγγραφέων που ήταν μέλη του κόμματος ως κανόνα πολιτικό, όχι αισθητικό» (Ε. Φίσερ – Φ. Μάρεκ, Ο Λένιν με τα Δικά του Λόγια, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1973, σελ. 194, 196).
-
Α. Λουνατσάρσκι, «Ο Λένιν και οι τέχνες», στo Lenin. On Literature and Art, Progress Publishers, Μόσχα 1978, σελ. 287.
-
Ε. Καρέρ Ντ’ Ενκώς, στο ίδιο, σελ. 105.
-
Στο ίδιο, σελ. 169.
-
Λένιν, «Η απολυταρχία και το προλεταριάτο», Άπαντα, τόμ. 9, σελ. 134-135.
-
Λένιν, «Η πτώση του Πορτ Άρθουρ», Άπαντα, τόμ. 9, σελ. 150, 157, 158.
-
Λένιν, «Σχέδιο του άρθρου “Η πτώση του Πορτ Άρθουρ”», Άπαντα, τόμ. 54, σελ. 454-456.
-
Λένιν, Άπαντα, τόμ. 8, σελ. 176, 175. Ανάλογες εκτιμήσεις περιέχονται στη γραμμένη από τον Λένιν προκήρυξη του ΡΣΔΕΚ για την Πρωτομαγιά του 1904: «Ο πόλεμος ξεσκεπάζει όλες τις αδύνατες πλευρές της κυβέρνησης, ο πόλεμος αποσπά τις απατηλές ταμπέλες, ο πόλεμος αποκαλύπτει την εσωτερική σαπίλα, ο πόλεμος.φτάνει τον παραλογισμό της τσαρικής απολυταρχίας ως το σημείο που χτυπά στα μάτια όλων… Η παλιά Ρωσία πεθαίνει. Στη θέση της έρχεται μια ελεύθερη Ρωσία… Σύντροφοι εργάτες! Ας ετοιμαζόμαστε με δεκαπλασιασμένη δραστηριότητα για τον επικείμενο αποφασιστικό αγώνα!» (Άπαντα, τόμ. 8, σελ. 187).
-
Ε. Καρέρ Ντ’ Ενκώς, στο ίδιο, σελ. 173.
-
Λένιν, «Η πτώση του Πορτ Άρθουρ», Άπαντα, τόμ. 9, σελ. 155-156.
-
Ένα παράδειγμα παρέχει η θέση του Ένγκελς στα 1890 για υπεράσπιση της πατρίδας σε ένα πόλεμο ανάμεσα στη Γερμανία και την τσαρική Ρωσία, την ορθότητα της οποίας υπογράμμισε πολλές φορές ο Λένιν.
-
Ε. Καρέρ Ντ’ Ενκώς, στο ίδιο, σελ. 426-427, 428, 426. Στην πραγματικότητα, οι σημειώσεις του Λένιν για τον Σουχάνοφ γράφτηκαν και δημοσιεύθηκαν τον Ιανουάριο του 1923, που μετά βίας μπορεί να θεωρηθεί καλοκαιρινός μήνας, αλλά αυτό είναι το λιγότερο.
-
Βλέπε Ε. Καρέρ Ντ’ Ενκώς, στο ίδιο, σελ. 308-309, 329 και Λένιν, Άπαντα, τόμ. 45, σελ. 278-281, για τις μετέπειτα αναφορές του Λένιν στις αναλύσεις του 1918.