Του Ανδρέα Παγιάτσου
Για μια ακόμη φορά, σε ένα καίριο πολιτικό ζήτημα οι θέσεις των κομμάτων της αριστεράς είναι λαθεμένες. Η έκπληξη βέβαια θα ήταν αν οι θέσεις τους ήταν σωστές, δεδομένου του ιστορικού των κομμάτων αυτών. Ο ΣΥΝ για παράδειγμα που είχε υποστηρίξει το 1992 τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό έχει σαν βασική πολιτική του το να συμβουλεύει την ελληνική αστική τάξη για το τι είναι πιο συμφέρον από τη σκοπιά της ελληνικής διπλωματίας. Ενώ το ΚΚΕ βασικά καταγγέλλει τους Αμερικανούς για ότι δεν πάει καλά για τα «ελληνικά συμφέροντα» αποφεύγοντας συχνά να πάρει θέση για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Το Μακεδονικό όμως θέτει σοβαρά καθήκοντα στην αριστερά. Κι αυτά είναι το να παρέμβει με δικές της πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες που να έχουν σαν βασικό άξονα το να φέρουν κοντά τους εργαζόμενους των δύο κρατών σε μια κοινή πάλη για κοινά προβλήματα.
Το πρώτο βήμα το οποίο θα έπρεπε να είχε κάνει η ελληνική αριστερά θα ήταν να επισκεφθεί το γειτονικό κράτος και να αναζητήσει διαύλους επικοινωνίας με το εκεί εργατικό κίνημα.
Δύο άξονες θα έπρεπε να αποτελούν την βάση για την προσέγγιση του σλαβομακεδονικού κινήματος από τη σκοπιά της ελληνικής αριστεράς:
α) η κατανόηση ότι η ελληνική αστική τάξη παίζει στα Βαλκάνια ρόλο τοπικού ιμπεριαλιστή,
β) η σκληρή καταγγελία της πολιτικής της ελληνικής αστικής τάξης η οποία επιμένει ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική» – μια θέση απαράδεκτη, ανιστόρητη και επικίνδυνη για τα συμφέροντα του εργατικού κινήματος και στην Ελλάδα και στην περιοχή.
Στα εδάφη της παλιάς, αρχαίας Μακεδονίας, ζουν σήμερα Έλληνες, Σλάβοι (μαζί με Αλβανούς) και Βούλγαροι. Το να επιμένει κανείς ότι αυτοί οι λαοί δεν μπορούν να χρησιμοποιούν το «Μακεδονία» στις ονομασίες τους δεν είναι απλά ανόητο, είναι επικίνδυνο, γιατί αντί για τη συνεργασία των λαών δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για εθνικιστικό μίσος.
Την ευθύνη για την κρίση και το αδιέξοδο που υπάρχει στο όνομα δεν την έχει κανένας άλλος πέρα από την ελληνική αστική τάξη και τις κυβερνήσεις της (και ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) από το 1991 και μετά, που ενώ είχαν τη δυνατότητα εύκολα και γρήγορα να κλείσουν το θέμα, συμφωνώντας σε μια σύνθετη ονομασία, (όπως Άνω Μακεδονία, Βόρεια Μακεδονία, Μακεδονία του Βαρδάρη, κλπ) επέμεναν πως Μακεδονία είναι μόνο μία, και είναι ελληνική.
Τα καθήκοντα της ελληνικής αριστεράς, μιας αριστεράς που θα ήταν άξια του ονόματος της, θα ήταν να έρθει σε επαφή με το σκοπιανό εργατικό κίνημα και να συζητήσει μαζί τους τα κοινά προβλήματα της περιοχής, κοινές προτάσεις λύσεων, κοινούς αγώνες.
Τέτοια ζητήματα είναι:
– Ο ρόλος του ελληνικού κεφαλαίου που έχει διεισδύσει και από τη μια εκμεταλλεύεται το φτηνό εργατικό δυναμικό του γειτονικού κράτους ενώ από την άλλη δημιουργεί ανεργία στην Ελλάδα, πράγμα που αυτόματα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κοινούς αγώνες.
– Μερικές από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στη σλαβική Μακεδονία, όπως στα πετρέλαια και στην τηλεφωνία, είναι στα χέρια του ελληνικού κεφαλαίου (ενώ μπαίνοντας κανείς στη χώρα οι διαφημίσεις που ακούει από το ραδιόφωνο είναι του «Βερόπουλου» και του «Γερμανού») που σημαίνει πως ο αντίπαλος του εργατικού κινήματος εκεί είναι η συνεργασία σλαβικής και ελληνικής αστικής τάξης.
– Οι εθνικιστικές διαμάχες στην περιοχή, ιδιαίτερα με τους Αλβανούς εθνικιστές, για την παραχώρηση δικαιωμάτων στην Αλβανική κοινότητα ώστε να αποτραπεί μια νέα αιματοχυσία.
– Η ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή, από τη σκοπιά των δικαιωμάτων των εθνοτήτων και των μειονοτήτων, που δεν περιορίζονται στην αυτονομία αλλά σε κάποιες περιπτώσεις συμπεριλαμβάνουν και την αυτοδιάθεση – π.χ. Κοσσυφοπέδιο, με αντίστοιχο σεβασμό των δικαιωμάτων των Σέρβων.
– Η ειρήνη στην περιοχή, από τη σκοπιά του εγκληματικού ρόλου των ιμπεριαλιστών, Ευρωπαίων κι Αμερικανών, που για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και τη δημιουργία των δικών τους σφαιρών επιρροής έχουν ενθαρρύνει την ανάπτυξη των εθνικισμών που οδήγησαν στους πολέμους της προηγούμενης δεκαετίας.
– Τέλος το θέμα της ονομασίας του γειτονικού κράτους.
Χωρίς καμιά υπερβολή, το τελευταίο είναι και το λιγότερο σημαντικό πρόβλημα. Για μια χώρα όπως τη σλαβική Μακεδονία όπου κυριαρχεί η φτώχεια η ανεργία και ο κίνδυνος του εμφύλιου πολέμου είναι φυσικό (όπως δείχνουν και όλες οι ανταποκρίσεις από εκεί) οι κάτοικοι λίγο να ενδιαφέρονται αν η ονομασία του κράτους τους είναι άνω, κάτω, ή σκέτο Μακεδονία. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την ελληνική πλευρά. Μπορεί τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία να μαζέψανε εκατομμύρια το 1992 αλλά ας μην ξεχνάμε πως τότε, το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσμου (με ελάχιστες εξαιρέσεις) μαζί με την εκκλησία, κινητοποιήσανε λυτούς και δεμένους, οι εκπαιδευτικοί κατεβάσανε μαζικά τα σχολεία οι αξιωματικοί μαζικά τους φαντάρους, οι διευθυντές τους δημόσιους υπαλλήλους, κλπ, κλπ. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού δεν έχει πρόβλημα αν στην ονομασία του γειτονικού κράτους περιλαμβάνεται ο όρος Μακεδονία.
Η απάντηση λοιπόν της αριστεράς θα έπρεπε να ήταν, να καταγγείλει τον εθνικισμό και των δυο αστικών τάξεων και να κάνει τη δική της πρόταση στους λαούς των δύο χωρών για την ονομασία, πέρα, έξω και μακριά από τα διπλωματικά παιγνίδια της μιας ή της άλλης αστικής τάξης.
Αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει. Γιατί η αριστερά που περιγράφουμε δεν υπάρχει. Η κοινή πάλη των εργατικών κινημάτων για τα κοινά προβλήματα και για το θέμα της ονομασίας δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Τουλάχιστον σήμερα. Στο μέλλον αυτό θα μπορεί να γίνει μέσα από το κτίσιμο μιας νέας αριστεράς, στην Ελλάδα, τα Βαλκάνια και διεθνώς. Αυτή είναι η πάλη που διεξάγει το Ξ μέσα από τις γραμμές της CWI. Μέχρι να γίνει αυτό πραγματικότητα, το πρώτο και κύριο καθήκον κάθε ταξικού αγωνιστή στην Ελλάδα, είναι η πάλη ενάντια στον ελληνικό εθνικισμό. Κι αυτό μεταφράζεται:
– στην κατανόηση πως ο πρώτος και κύριος εχθρός για το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα είναι η αστική τάξη, λόγω του μεγαλοϊδεατισμού της και των ιμπεριαλιστικών της βλέψεων.
– στην υπεράσπιση του δικαιώματος του γειτονικού κράτους να αποφασίσει το ίδιο για την ονομασία του χωρίς εκβιασμούς και απειλές απ’ οποιονδήποτε και προπάντων από την ελληνική αστική τάξη.