Μεγάλη συζήτηση έχει ανοίξει γύρω από την ταινία του Π. Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά», σχετικά με τον τρόπο που ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει το ζήτημα του Εμφυλίου. Τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ταινία είναι πολλά. Γιατί κάποιος επιλέγει τον Εμφύλιο ως ιστορικό πλαίσιο του έργου του; Κι εφόσον γίνεται κάτι τέτοιο, πώς δικαιολογείται η απόλυτη απουσία της Ιστορίας χάριν μιας συμφιλιωτικής λογικής των «ίσων αποστάσεων»; Αξίζει να σημειώσουμε ότι η ταινία μένει πεισματικά προσκολλημένη στη μελοδραματική ιστορία δύο αδελφών που τυχαίνει να βρίσκονται σε διαφορετικά στρατόπεδα παρ’ όλη την αγάπη που έχει ο ένας για τον άλλον, ενώ αρνείται, επίσης πεισματικά, να πάρει θέση απέναντι σε φλέγοντα ερωτήματα, όπως: Πώς φτάσαμε στον Εμφύλιο και που κατέληξε αυτός ο πόλεμος; Οι δυο στρατοί αριθμούσαν το ίδιο σε ανθρώπινο δυναμικό κι εξοπλισμό; Πώς αντιμετωπίστηκαν οι ηττημένοι τις επόμενες δεκαετίες; Κι όμως, τα πάντα ισοπεδώνονται χάριν του γνωστού διαφημιστικού slogan της ταινίας: «Δεν είναι πόλεμος αυτός! Έλληνες να τουφεκάνε Έλληνες;».
Σα να μην έφταναν τα παραπάνω, οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού παρουσιάζονται με θολά πολιτικά χαρακτηριστικά. Άνθρωποι που ήταν μέχρι θανάτου αποφασισμένοι να κάνουν όποια θυσία χρειαστεί για να αλλάξει ο κόσμος, που έζησαν για δεκαετίες μέσα στις αδιανόητες στερήσεις και κακουχίες, παρουσιάζονται σαν ημίτρελοι, σαν πιόνια των Σοβιετικών ή σαν «καλά παιδιά» που δεν έχουν καμιά σχέση με την πολιτική. Όσο για τους αξιωματικούς του εθνικού στρατού, αυτοί φαίνονται σαν γνήσιοι ανθρωπιστές με αγνά αισθήματα για τους αντάρτες, που απλώς εκτελούν εντολές των Αμερικανών.
Η ταινία στο σύνολό της διαπνέεται από την ιδέα ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε καλοί και αθώοι κι ότι όλα έγιναν επειδή υπήρξαμε θύματα αντικρουόμενων αμερικάνικων και ρωσικών συμφερόντων. Οι Αμερικάνοι βομβάρδισαν με τις γνωστές βόμβες ναπάλμ και οι Ρώσοι δεν εμφανίστηκαν ποτέ προς βοήθεια των ανταρτών.
Σε όλα τα παραπάνω υπάρχει το γνωστό αντεπιχείρημα: η Τέχνη είναι για να παράγει πολιτισμό και όχι να κάνει πολιτική. Πόσο σωστό, όμως, είναι αυτό στην περίπτωση μιας ταινίας που προτείνει το σβήσιμο των ταξικών αντιθέσεων, της μνήμης των εξοριών και των βασανιστηρίων που υπέστησαν οι ηττημένοι; Βέβαια, το αίτημα δεν μπορεί να είναι για μια Τέχνη που χαϊδεύει τα αυτιά της σταλινικής γραφειοκρατίας του τότε και του σήμερα, η οποία άλλωστε φέρει και μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την τροπή που πήραν τα πράγματα. Αλλά, σίγουρα είναι για μια Τέχνη που επιλέγει να μην κλείνει τα μάτια της απέναντι σε μείζονα ζητήματα της Ιστορίας και τα πραγματικά γεγονότα, που ακόμα και σήμερα προκαλούν αγανάκτηση, οργή και πόνο.
Σάββας Στρούμπος