Του Λέανδρου Φίσερ, αναδημοσίευση από το k-lab.zone
Η «Αραβική Άνοιξη» υπήρξε η σκηνή της αυτοοργάνωσης εκατομμυρίων ανθρώπων σε διάφορες χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, που με γενικές απεργίες, καταλήψεις και διαδηλώσεις είχαν ανατρέψει παγιωμένα για δεκαετίες καθεστώτα. Οι μέρες του 2011 είδαν την είσοδο των μαζών στο πολιτικό προσκήνιο, αρκετές φορές ως τον καθοριστικό παράγοντα των εξελίξεων. Κι όμως σήμερα, πέντε χρόνια μετά, οι αραβικές εξεγέρσεις θεωρούνται – ακόμα και από ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς – ως μια ιστορική παρένθεση, μια αφελής αυταπάτη, εν μέσω μιας πραγματικότητας όπου οι πολιτικές συγκρούσεις στην περιοχή καθορίζονται πρωτίστως από θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές. Η ραγδαία άνοδος του «Ισλαμικού Κράτους» το καλοκαίρι του 2014, το συνεχιζόμενο αιματοκύλισμα στη Συρία και οι εξελίξεις στην Αίγυπτο, τη Υεμένη και τη Λιβύη έχουν για αυτονόητους λόγους ενισχύσει τη συγκεκριμένη αυτή ανάγνωση των γεγονότων.
Το κείμενο αυτό έχει έναν τριπλό στόχο. Πρώτον, να αναγνωρίσει αλλά και να υπερασπιστεί τις αραβικές εξεγέρσεις ως πολιτικές επαναστάσεις με κοινωνικά αίτια, που για μια σωρεία αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων δεν κατάφεραν να μεταπηδήσουν στο στάδιοκοινωνικών επαναστάσεων και επομένως ηττήθηκαν. Οι εξεγέρσεις αυτές πρέπει να ειδωθούν ως το έναυσμα ενός πιθανώς μακροχρόνιου κύκλου αστάθειας σε παγκόσμιο επίπεδο, γενεσιουργός αιτία του οποίου παραμένει η καλπάζουσα οικονομική κρίση. Δεύτερον, το κείμενο αυτό επιχειρεί να αναχαιτίσει κάποιες αναλυτικές αδυναμίες που εμπόδισαν μεγάλο μέρος της Αριστεράς να αναγνωρίσει την ευρύτερη σημασία των αραβικών εξεγέρσεων. Οι αδυναμίες αυτές συνάδουν σε μεγάλο βαθμό με μια ελλειπή κατανόηση του σημερινού ιμπεριαλισμού και των αντιφάσεών του. Ο τρίτος και τελικός στόχος αυτού του κειμένου είναι να δείξει, ότι παρ’όλα τα πισωγυρίσματα της τελευταίας πενταετίας, το κοινωνικό περιεχόμενο των αραβικών εξεγέρσεων δεν έχει εκλείψει, όσο οι αντικειμενικές συνθήκες που το προκάλεσαν εξακολουθούν να παραμένουν οι ίδιες. Η υπεράσπιση αυτού του περιεχομένου συνεπάγεται την υπεράσπιση της ίδιας της ιδέας της κοινωνικής επανάστασης στον 21ο αιώνα.
Η συνδυασμένη και ανισομερή ανάπτυξη του νεοφιλελευθερισμού ως συστατικό της εξέγερσης
Το κλειδί στην κατανόηση του ξεσπάσματος των διαδηλώσεων που στις αρχές του 2011 είχαν ανατρέψει τους δικτάτορες Μπεν Άλι και Μουμπάρακ στην Τυνησία και Αίγυπτο αντίστοιχα, βρίσκεται στην κατανόηση του χαρακτήρα της σχέσης νεοφιλελευθερισμού και κράτους στο αραβικό πλαίσιο. Ο αραβικός κόσμος διέπεται σήμερα με μερικές εξαιρέσεις από δύο είδη πολιτευμάτων. Από τη μια βρίσκονται οι απόλυτες κληρονομικές μοναρχίες, τυπικό παράδειγμα των οποίων αποτελεί η Σαουδική Αραβία όπου η βασιλική οικογένεια είναι και συνταγματικά η ιδιοκτήτρια της χώρας (!). Από την άλλη, βρίσκονται αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία είχαν ξεπηδήσει από εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες ή στρατιωτικά κινήματα που είχαν ανατρέψει μοναρχίες. Η Αίγυπτος, η Συρία, η Αλγερία και η Υεμένη ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Αν και επίσημα συνταγματικές δημοκρατίες, αυτά τα καθεστώτα έχουν τις τελευταίες δεκαετίες «μιμηθεί» κάποια χαρακτηριστικά των μοναρχιών, όπως η οικογενειακή διαδοχή στην ηγεσία του κράτους στην περίπτωση της Συρίας.
Στην καρδιά της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού βρίσκεται η κατηγορηματική απόρριψη του κρατικού παρεμβατισμού, ή αλλιώς ο «διαχωρισμός οικονομίας-κράτους». Στην περιπτώση των αραβικών χωρών όμως κάτι διαφορετικό φάνηκε να συμβαίνει. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όλα ανεξαιρέτως τα αραβικά καθεστώτα κινήθηκαν με αργούς ή γρήγορους ρυθμούς προς το τότε παγκόσμια αναδυόμενο νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο. Όμως αυτό δεν είχε ως αποτέλεσμα της αποχώρηση του κράτους από την οικονομία αλλά την μετατροπή κρατικών αξιωματούχων στους κατεξοχήν επιχειρηματίες. Κρατικά μονοπώλια είχαν ιδιωτικοποιηθεί και ανατεθεί σε ιδιώτες με διασυνδέσεις με την κρατική εξουσία, τις περισσότερες φορές σε άτομα με στενή οικογενειακή συγγένεια με τον εν λόγω δικτάτορα. Ενώ το κράτος είχε ουσιαστικά απωλέσει, όπως και στην Ευρώπη, το ρόλο του κοινωνικού προστάτη, βυθίζοντας εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια και στην εξαθλίωση, εντούτοις η ουτοπία του «ελεύθερου ανταγωνισμού» δεν είχε εκπληρωθεί. Ο καθημερινός εξευτελισμός από τα όργανα του κράτους και η ραγδαία αύξηση των τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με την ταύτιση κρατικής και οικονομικής εξουσίας, υπήρξαν και τα κύρια συστατικά που οδήγησαν σε εξεγέρσεις. Αυτές είχαν σαν κύριο αρχικό αίτημα την αντικατάσταση του προσώπου στο πηδάλιο της εξουσίας (όπως στην Αίγυπτο και την Τυνησία) ή απλά τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος (όπως αρχικά στη Συρία).
Η εμμονή αυτή με συγκεκριμένα ηγετικά πρόσωπα αποτέλεσε το σκηνικό όπου διάφοροι παράγοντες μπόρεσαν να κινηθούν στρατηγικά σε κρίσιμες καμπές για να διατηρήσουν τα προνόμια τους, ποζάροντας τώρα ως «υπέρμαχοι της επανάστασης». Αυτό συνέβη στην περίπτωση της Αιγύπτου όπου ο στρατός, ο κύριος πυλώνας της εξουσίας, απλά ξεφορτώθηκε τον μισητό Μουμπάρακ. Ακολούθως, και κατόπιν ελεύθερων εκλογών, ο στρατός ανέθεσε στην αντιπολιτευόμενη Μουσουλμανική Αδελφότητα το ρόλο της εφαρμογής των αντιλαϊκών μέτρων του ΔΝΤ, για να τεθεί όμως καιροσκοπικά ως επικεφαλής της λαϊκής δυσαρέσκειας με αυτά τα μέτρα, ανατρέποντας έτσι τον εκλεγμένο πρόεδρο Μούρσι το καλοκαίρι του 2013 και επιβάλλοντας στο τέλος στρατιωτική δικτατορία με φασιστικά χαρακτηριστικά, δολοφονώντας και φυλακίζοντας χιλιάδες. Υπολογίζεται ότι στην Αίγυπτο σήμερα υπάρχουν 40000 πολιτικοί κρατούμενοι, αρκετές χιλιάδες περισσότεροι απ’ ότι ίσχυε υπό το καθεστώς Μουμπάρακ.
Ένα καρναβάλι των καταπιεσμένων
Το γεγονός ότι η αντεπανάσταση στην Αίγυπτο και αλλού εκδηλώθηκε για μια περίοδο αρκετών μηνών και χαρακτηρίστηκε από πολλαπλούς ελιγμούς, φανερώνει όμως και κάτι εξαιρετικά σημαντικό: ότι η μεγαλύτερη απειλή για το στάτους κβο το 2011 δεν προήλθε από μια «ανερχόμενη μεσαία τάξη» στην πλατεία Ταχρίρ που απλά ήξερε να χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με έξυπνο τρόπο, όπως πρόβαλλαν τα δυτικά ΜΜΕ. Προήλθε από εκατομμύρια εργαζόμενους, που στην περίπτωση της Αιγύπτου είχαν ανατρέψει το καθεστώς Μουμπάρακ με μια γενική απεργία στους ουσιώδεις κλάδους της υφαντουργίας και της διώρυγας του Σουέζ. Στην Τυνησία τα πράγματα ήταν ακόμα πιο ξεκάθαρα: η ανατροπή του Μπεν Άλι ήταν το αποτέλεσμα της συντονισμένης δράσης της γενικής ομοσπονδίας των συνδικάτων. Στη μαζική αυτή δράση των εργαζομένων ανάγεται και η σημασία των αραβικών εξεγέρσεων όπως αυτές είχαν εκδηλωθεί τους πρώτους μήνες του 2011. Τα αίτια τους δεν υπήρξαν θρησκευτικά, αλλά κοινωνικά – η φτώχεια, η εξαθλίωση, η καταπίεση, καθώς και η καθημερινή καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από τα όργανα του κράτους. Το άμεσο επακόλουθο της ανατροπής των καθεστώτων υπήρξε αυτό που ο Λένιν είχε ονομάσει ένα «καρναβάλι των καταπιεσμένων». Διάφορες καταπιεσμένες ομάδες του πληθυσμού – γυναίκες, θρησκευτικές μειονότητες, ομοφυλόφιλοι – άρχισαν να διεκδικούν τα δικαιώματα τους, ενώ οι αυθόρμητες απεργίες και οι καταλήψεις χαρακτήριζαν το έτος 2011 στην Αίγυπτο, τη Συρία και την Τυνησία, με τις κυρίαρχες δυνάμεις μεν στη θέση τους, αλλά ανήμπορες να επιβληθούν πλήρως.
Είναι αυτή τη μνήμη που οι συνδυασμένες δυνάμεις της παρούσας αντεπανάστασης προσπαθούν να καταπνίξουν. Είτε πρόκειται για τα υπάρχοντα δικτατορικά καθεστώτα της Αιγύπτου και της Συρίας, είτε για τα αντιδραστικά καθεστώτα του Κατάρ, της Τουρκίας, του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, που με τη στήριξη φανταμενταλιστικών δυνάμεων προσπαθούν να αυξήσουν τη γεωπολιτική τους επιρροή, ο στόχος παραμένει κοινός: η εξάλειψη του απελευθερωτικού στοιχείου των εξεγέρσεων και ο υποβιβασμός τους σε εκφράσεις «αιωνίων» θρησκευτικών και εθνοτικών ανταγωνισμών, κάτι που συνάδει απόλυτα με την τυπική οριενταλιστική δυτική αντίληψη της Μέσης Ανατολής ως μια οπισθοδρομική και μονολιθική εξαίρεση στο ρου της παγκόσμιας ιστορίας.
Μια, δύο τρεις αντεπαναστάσεις…
Βέβαια η Αίγυπτος και η Τυνησία δεν ήταν οι μόνες χώρες που βίωσαν αναταραχή το 2011. Την ίδια χρονιά σημειώθηκαν εξεγέρσεις στο Μπαχρέιν, τη Λιβύη, τη Υεμένη και τη Συρία. Η εξέλιξη αυτών των εξεγέρσεων πήρε διαφορετική τροπή, ανάλογα με τις προϋπάρχουσες συνθήκες. Στο μικρό Μπαχρέιν τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Η λαϊκή εξέγερση καταπνίγηκε στο αίμα από το «μετριοπαθές» καθεστώς της γειτονικής Σαουδικής Αραβίας. Η «διεθνής κοινότητα» απλά έστρεψε το κεφάλι αλλού, μιας και το Μπαχρέιν φιλοξενεί σημαντικές αμερικανικές ναυτικές εγκαταστάσεις και βρίσκεται επικίνδυνα κοντά στον περιφερειακό αντίπαλο των ΗΠΑ, το Ιράν. Η Υεμένη πρόσφερε για ένα χρονικό διάστημα το πιο προσφιλές για τους Δυτικούς αποτέλεσμα της εξέγερσης: ο πρόεδρος απλά παραιτήθηκε, αφήνοντας άθικτο το καθεστώς και αμβλύνοντας έτσι τη λαϊκή πίεση. Στη Λιβύη όμως, όπως και στη Συρία, τα πράγματα υπήρξαν σαφώς πιό σύνθετα.
Η Λιβύη του Καντάφι είχε μεταμορφωθεί τα τελευταία χρόνια της ύπαρξής της σε πιστό φίλο της Δύσης (ειδικά του Μπλερ, του Σαρκοζί και του Μπερλουσκόνι), κλείνοντας συμβόλαια δισεκατομμυρίων για την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου και ενεργώντας ως «φύλακας» των νότιων συνόρων της ΕΕ από πρόσφυγες από την Αφρική. Και όμως η απάντηση της Δύσης υπήρξε η υποστήριξη της εξέγερσης ενάντια στον Καντάφι. Αυτή η ασυνήθιστη τροπή είχε διάφορες αιτίες. Από τη μια, η Δύση ήθελε να αποφύγει την επιβολή εμπάργκο πετρελαίου εναντίον της Λιβύης, το οποίο αναπόφευκτα θα είχε επιβληθεί αν ο Καντάφι πραγματοποιούσε την απειλή του να καταστρέψει την Βεγκάζη, το προπύργιο των αντικαθεστωτικών. Η αναμενόμενη ραγδαία αύξηση της τιμής του πετρελαίου έμελλε να έχει σοβαρές επιπτώσεις πάνω στην παγκόσμια οικονομία. Από την άλλη η Δύση είχε αντιληφθεί, μετά την πτώση του Μουμπάρακ, ότι αν δεν μπορούσε να αναχαιτίσει το κύμα των εξεγέρσεων, τουλάχιστον θα μπορούσε να το καπηλευτεί, αποπροσανατολίζοντας το για τα δικά της συμφέροντα.
Αν η κατάσταση στη Λιβύη είχε αντιστρέψει το κλίμα ευφορίας των αρχών του 2011, οι εξελίξεις στη Συρία το περιέπλεκαν ακόμα περισσότερο. Και εδώ ο χαρακτήρας του κράτους καθόρισε τη ροή της εξέγερσης καθώς και της καταστολής. Το οικογενειοκρατικό καθεστώς Άσαντ είχε μια παραδοσιακά αμφιλεγόμενη σχέση με τη Δύση, ερχόμενο πολλές φορές σε σύγκρουση μαζί της με αφορμή τα κατεχόμενα από το Ισραήλ υψώματα Γκολάν, και συνεργαζόμενο μαζί της άλλες όπως το 1991, όταν συμμετείχε στην «απελευθέρωση» του Κουβέιτ, ή κατά τη διάρκεια του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», όταν ο Μπους και ο Μπλερ έστελναν «υπόπτους» στα μπουντρούμια της Δαμασκού για να βασανιστούν.
Ενώ ήταν επίσημα ένα «κοσμικό» κράτος, οι θέσεις δομικής (σε αντίθεση με απλά θεσμικής) εξουσίας στη Συρία διαμοιράζονται ανάλογα με τη θρησκευτική προέλευση. Η γαλλική αποικιοκρατία, στα πλαίσια της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε», είχε τη δεκαετία του 1920 σφυρηλατίσει το σεχταρισμό στο DNA του αποικιακού κράτους, κατηγοριοποιώντας το συριακό πληθυσμό ανάλογα με το θρήσκευμα και θέτοντας έτσι τις βάσεις για την όξυνση των μετέπειτα θρησκευτικών διαφορών στα πλαίσια του μεταποικιακού κράτους. Η φτωχότερη μειονότητα των Αλαβιτών είχε παραδοσιακά δει το στράτευμα ως χώρο κοινωνικής ανέλιξης και μέχρι τη δεκαετία του 1960 είχε καταφέρει να «κλειδώσει» τις πιο νευραλγικές θέσεις σε αυτό. Όταν η στρατιωτική πτέρυγα του αραβικού-εθνικιστικού κόμματος Μπάαθ κατέλαβε την εξουσία με μια σειρά πραξικοπημάτων την εν λόγω δεκαετία, οι σχέσεις εξουσίας φάνηκαν, από μια οπτική, σαν η κυριαρχία της αλαβιτικής μειονότητας επί της σουνιτικής πλειοψηφίας. Βέβαια, η εικόνα αυτή δεν είχε αντίκρισμα στην πραγματικότητα. Για τη διεκπεραίωση της εξουσίας του, το καθεστώς Άσαντ βασιζόταν ιστορικά στην υποστήριξη του από τη χρηματιστική σουνιτική αστική τάξη. Όχι μόνο το σύγχρονο αστικό κράτος δεν είχε υπερβεί τα «φεουδαρχικά κατάλοιπα» των θρησκευτικών διαφορών, αλλά η διατήρηση και η όξυνση τους ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας, όπως είχε επισημάνει και ο Λιβανέζος κομμουνιστής στοχαστής Μάχντι Άμελ, σε μια ανάλυση του που είχε δανειστεί πολλά από τον Λουί Αλτουσέρ.
Όταν η εξέγερση ξέσπασε στη νότια Συρία το Μάρτιο του 2011 με αφορμή τη σύλληψη και το βασανισμό ανήλικων διαδηλωτών από τις αρχές ασφαλείας, τα «αντανακλαστικά» του καθεστώτος υπαγόρευαν την ταχεία στρατιωτικοποίηση της εξέγερσης και τη μετατροπή της σε μια φαινομενικά θρησκευτική αντιπαράθεση. Αυτό συνέφερε το καθεστώς αφού μπορούσε να ισχυριστεί ότι η εξέγερση ήταν μια φονταμενταλιστική τρομοκρατική συνομωσία και ότι μόνο αυτό θα μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια των μειονοτήτων, Αλαβιτών, Χριστιανών και Αρμενίων. Αυτό το επίπεδο λόγου μπορούσε εύκολα να «χαϊδέψει» τα αυτιά μια δυτικής κοινής γνώμης που για χρόνια είχε συνηθίσει στην καραμέλα, ότι το πιο μεγάλο κακό στη Μέση Ανατολή προέρχεται από τους «κακούς Ισλαμιστές». Όταν χώρες όπως η Τουρκία, το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία απλά ακολούθησαν τη λογική του Άσαντ και άρχισαν να επεμβαίνουν, στηρίζοντας φονταμενταλιστικές αντιπολιτευτικές οργανώσεις, το καθεστώς μπόρεσε με ευκολία να φορέσει και ένα «αντιιμπεριαλιστικό» μανδύα. Μέσα στην ομίχλη του πολέμου, τα δημοκρατικά αιτήματα των μαζικών ειρηνικών διαδηλώσεων του 2011 εξαφανίστηκαν σχεδόν πλήρως από την επιφάνεια. Η αντεπανάσταση αποδείχθηκε δικέφαλη, αποτελούμενη από το καθεστώς αλλά και από τις ξενοκίνητες φονταμενταλιστικές ομάδες. Το μετέπειτα ενδυναμωμένο «Ισλαμικό Κράτος» κατέληξε στο τέλος ο «καλύτερος» εχθρός του καθεστώτος, εμποδίζοντας πιο ενεργές κινήσεις εκ μέρους της Δύσης για αντικατάσταση του Άσαντ.
Η στάση της Δύσης στο θέμα της Συρίας αποδείχθηκε αμφίρροπη. Ενώ λογάριαζε αρχικά στη γρήγορη πτώση του Άσαντ, εντούτοις δεν ήθελε να ρισκάρει μια ολική κατάρρευση του συριακού κράτους. Ιδανικά από τη σκοπιά της Ουάσιγκτον, η Συρία θα μπορούσε να πάρει τον «αναίμακτο» δρόμο της Υεμένης. Η αποτυχία της αμερικανικής πολιτικής της πλήρους αποδόμησης του Σανταμικού κράτους στο Ιράκ το 2003 και το επακόλουθο χάος, θεωρούνται σήμερα στην Ουάσιγκτον σχεδόν ομόφωνα ως το πιο μεγάλο λάθος της προηγούμενης διακυβέρνησης Μπους. Όμως, ούτε ο Άσαντ είχε όρεξη να παραιτηθεί. Η Ρωσία και το Ιράν δεν ήταν επίσης διατεθειμένες να επιτρέψουν την πτώση του μόνου τους συμμάχου στον αραβικό κόσμο. Η Ουάσιγκτον βρέθηκε εγκλωβισμένη εν μέσω μια Ρωσίας που στήριξε ανεπιφύλακτα το καθεστώς με όπλα από τη μια, και των συμμάχων της στην Άγκυρα και τις χώρες του Κόλπου από την άλλη, που – ακολουθώντας εν μέρη τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα – επέδειξαν λιγότερους ενδοιασμούς στην πολιτική τους απέναντι στο συριακό καθεστώς. Ακόμα και σήμερα, οι ΗΠΑ εξακολουθούν για λόγους κύρους να καλούν τον Άσαντ σε παραίτηση, αδυνατώντας όμως να ενεργήσουν αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση, «αποκαθιστώντας» έτσι εν μέρει τον Άσαντ στην αντίληψη των στρατιωτικών επιτελείων της Δύσης, που το πρωταρχικό τους μέλημα σήμερα είναι ο πόλεμος ενάντια στο «Ισλαμικό Κράτος».
Η «Αραβική Άνοιξη» ως σχέδιο για μια «Νέα Μέση Ανατολή»;
Παρ’ όλη αυτή την αμφίσημη πολιτική των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων τους συμμάχων, στη συνείδηση μεγάλου μέρους της Αριστεράς η Συρία αποτελεί την «απόδειξη» ότι οι εξεγέρσεις του 2011 ήταν απλά μέρος ενός μεγάλου δυτικού σχεδίου για τη δημιουργία μιας «Νέας Μέσης Ανατολής». Εκτός από το γεγονός ότι αυτή η ανάλυση αγνοεί τις αρχικές δηλώσεις υποστήριξης της τότε υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον προς τον Μουμπάρακ, καθώς και το χαρακτηρισμό εκ μέρους της του Μπασάρ Αλ Άσαντ ως «μεταρρυθμιστή» όταν ξεκίνησε η εξέγερση στη Συρία, αυτή η ανάγνωση υπερεκτιμά σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες της Δύσης να υπαγορεύει τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, υποτιμώντας παράλληλα πλήρως την ικανότητα των λαϊκων στρωμάτων στις εν λόγω χώρες να παλεύουν αυτόνομα για τα δικά τους συμφέροντα. Κι όμως, η ελκτικότητα αυτής της εξήγησης είναι κατανοητή για δύο λόγους. Από τη μια η Δύση είχε πράγματι στηρίξει στο παρελθόν τις λεγόμενες «χρωματιστές επαναστάσεις» σε χώρες όπως ο Λίβανος («η επανάσταση των κέδρων») η Ουκρανία («η πορτοκαλί επανάσταση») και η Γεωργία («η επανάσταση των ρόδων»), με σκοπό απλά την ανατροπή «δύσκολων» καθεστώτων και την αντικατάσταση τους από φιλικότερα.
Από την άλλη, η αμερικανική κυβέρνηση είχε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αναγάγει και επίσημα τη δημιουργία μιας «Νέας Μέσης Ανατολής» σε επίσημη πολιτική. Κι όμως, η ανάγνωση του πλήθους στην πλατεία Ταχρίρ ως μια απλή «πολιτική του θεάματος» που είχε υποβοηθηθεί από τον τηλεοπτικό σταθμό του Κατάρ Αλ Τζαζίρα (και επομένως από τη Δύση), αγνοεί τα τεράστια προβλήματα τα οποία αντιμετώπισε στο πέρασμα της το σχέδιο της κυβέρνησης Μπους για μια ριζοσπαστική αναδιοργάνωση της περιοχής.
Το κύριο σημερινό χαρακτηριστικό του αμερικανικού καπιταλισμού είναι η θεαματική διαφορά μεταξύ του βαθμού της οικονομικής του δύναμης από τη μια και της στρατιωτικής του δύναμης από την άλλη. Ενώ σήμερα οι ΗΠΑ απολαμβάνουν απόλυτη στρατιωτική υπεροχή απέναντι σε κάθε πιθανό συνασπισμό αντίπαλων δυνάμεων, οικονομικά δέχονται εδώ και δεκαετίες οξύτατο οικονομικό ανταγωνισμό από άλλα κέντρα καπιταλιστικής συσσώρευσης, όπως την ΕΕ και την Ιαπωνία, αλλά κυρίως την Ανατολική Ασία με επίκεντρο την Κίνα. Η αμερικανική ηγεμονία σήμερα στηρίζεται από τη μία στη διατήρηση της δύναμης του δολαρίου και της κυριαρχίας σε διεθνείς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ, και από την άλλη στην αναβάθμιση και περιοδική επίδειξη της στρατιωτικής τους πυγμής για αποτροπή πιθανών προκλήσεων. Οι εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν ήταν ένα ριζοσπαστικό βήμα «προς τα μπρος», που στόχο είχε την αντιστροφή της βραδείας αλλά συνεχούς πορείας διάβρωσης της παγκόσμιας αμερικανικής ηγεμονίας. Στην περίπτωση του Ιράκ, οι ΗΠΑ ήλπιζαν – αφελώς – να μετατρέψουν τη χώρα σε πρότυπο σύγχρονης και ευημερούσας φιλοαμερικανικής κοινωνίας όπως το είχαν κάνει με την Ιαπωνία και τη Δυτική Γερμανία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο άμεσος έλεγχος των κοιτασμάτων πετρελαίου της Μέσης Ανατολής θα λειτουργούσε ως μοχλός πίεσης σε χώρες όπως η Κίνα, οι οποίες εξαρτώνται άμεσα σε αυτά για την οικονομική τους ανέλιξη.
Η αποτυχία αυτού του μεγαλεπήβολου σχεδίου είναι σε όλους γνωστή. Οι ΗΠΑ δέχθηκαν στο Ιράκ μια ήττα μεγαλύτερης κοσμοϊστορικής σημασίας από αυτή στο Βιετνάμ, αποχωρώντας και αφήνοντας πίσω ένα καθεστώς υπό την επιρροή της Τεχεράνης. Στο Αφγανιστάν, η τελική επικράτηση των Ταλιμπάν θεωρείται σήμερα σχεδόν βέβαιη. Η πορεία διάβρωσης συνεχίζεται να υφίσταται, εξωθώντας τις ΗΠΑ σε άλλους τρόπους άσκησης της ηγεμονίας τους – κυρίως μέσω της εξεύρεσης συγκλίσεων όπως η συμφωνία για τα πυρηνικά της Τεχεράνης, καθώς και της ανάθεσης μεγαλύτερου ρόλου σε περιφερειακούς συμμάχους όπως η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία. Η φαινομενική υποστήριξη σε κάποιες από τις αραβικές εξεγέρσεις δεν είχε σκοπό την ουσιαστική αλλαγή καθεστώτων αλλά τη διάσωση του κύρους των ΗΠΑ στην περιοχή. Και όμως ούτε σε αυτό το εγχείρημα η Ουάσιγκτον μπορεί να ισχυρίζεται πλήρη επιτυχία. Η σχετική εξασθένιση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στο Ιράκ και αλλού προσέφερε παράθυρο ευκαιρίας σε «μικρότερους» ιμπεριαλισμούς όπως η Ρωσία να επέμβουν στρατιωτικά, όπως σήμερα στη Συρία. Επισήμως φιλοαμερικανικά καθεστώτα όπως η Αίγυπτος του Σίσι και το Ιράκ στρέφονται προς τον Πούτιν για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας, ενώ η «αντιιμπεριαλιστική», κατα μερικούς, επέμβαση της Μόσχας στη Συρία συντονίζεται άμεσα με εκείνο το γνωστό «προπύργιο του αντιιμπεριαλισμού», το Ισραήλ του Νετανιάχου. Οι σχέσεις ηγεμονίας στην περιοχή, αν και χαρακτηρίζονται ακόμα από την επικυριαρχία των ΗΠΑ, εντούτοις παρουσιάζουν αυξημένες φυγόκεντρες τάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο η Αριστερά δεν μπορεί να επικροτεί τις κινήσεις της Ρωσίας ή άλλων καπιταλιστικών κέντρων, οι οποίες όχι μόνο δεν αποτελούν τομή με την ιμπεριαλιστική και καπιταλιστική λογική της Ουάσιγκτον αλλά αναπαράγουν αυτήν τη λογική με άλλα πρόσημα.
Όλα χαμένα; Ενάντια στην απαισιοδοξία!
Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με το πισωγύρισμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το περασμένο καλοκαίρι, συμβολίζουν με τον πιο τραγικό τρόπο την απογοήτευση της ελπίδας που γέννησαν τα κινήματα του 2011, τόσο στον αραβικό κόσμο, όσο και στον ευρωπαϊκό Νότο. Ακόμα και στο πιο ελπιδοφόρο παράδειγμα της Αραβικής Άνοιξης, την Τυνησία, η κατάσταση χαρακτηρίζεται σήμερα από την συνεχιζόμενη αποκατάσταση του παλαιού καθεστώτος, αποτέλεσμα της αδυναμίας της μετατροπής των οικονομικών αιτημάτων που οδήγησαν στην ανατροπή, σε πολιτικά. Πώς μπορεί η Αριστερά να αξιολογήσει τα γεγονότα στον αραβικό κόσμο, χωρίς να υποπέσει στην απαισιοδοξία και τη μοιρολατρία;
Παρόλη την αρνητική τροπή των εξελίξεων, οι αραβικές εξεγέρσεις υπήρξαν σημαντικές για αρκετούς λόγους. Καταρχήν απέδειξαν ότι η εργατική τάξη κατέχει ακόμα τεράστιες αντικειμενικές δυνατότητες να θέσει σε αμφισβήτηση τις κυρίαρχες δομές εξουσίας. Μπορεί μεν ο νεοφιλελευθερισμός στις ανεπτυγμένες χώρες να οδήγησε στην εξασθένιση των δεσμών αλληλεγγύης που χαρακτήριζαν ιστορικά το εργατικό κίνημα, η παράλληλη όμως διείσδυση του στην περιφέρεια δημιούργησε αδύνατους κρίκους με τη δυνατότητα αποσταθεροποίησης ολόκληρου του συστήματος. Τα γεγονότα της Ταχρίρ που μεταπήδησαν στο Σύνταγμα και τις πλατείες της Ισπανίας φανέρωσαν την πραγματικότητα ενός κόσμου που, χάρη στην τεχνολογική επανάσταση της τελευταίας εικοσαετίας, χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη διασύνδεση και αλληλοεξάρτηση. Οι απελευθερωτικές τάσεις που τέθηκαν σε κίνηση στις αρχές του 2011 φανέρωσαν τις μετασχηματικές ικανότητες πολιτικών εξελίξεων, τόσο στο κοινωνικό όσο και στο προσωπικό επίπεδο. Αν θέλει κάποιος να αναγνωρίσει τη δύναμη των μαζών, τότε πρέπει απλώς να στρέψει το βλέμμα του στη βίαιη και πρωτόγνωρη βαρβαρότητα της αντεπανάστασης, που ως κύριο σκοπό έχει να καταπνίξει κάθε μνήμη αυτοοργάνωσης και κοινωνικής απελευθέρωσης. Είναι αυτή τη μνήμη που η Αριστερά εντός και εκτός του αραβικού κόσμου καλείται να προβάλει και να υπερασπιστεί.
Τα γεγονότα μετά το 2011, όχι μόνο δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως «απόδειξη» της παντοδυναμίας του ιμπεριαλισμού, αλλά αντίθετα αποδεικνύουν την κρίση του ως σύστημα του παγκόσμιου καταμερισμού εξουσίας ανάμεσα σε ισχυρά και λιγότερο ισχυρά κράτη. Πολλές δυνάμεις προσπαθούν σήμερα να εξασκήσουν την επιρροή τους στη Μέση Ανατολή αλλά καμία δεν μπορεί να επιβάλει πλήρως τη θέληση της. Μέσα σε αυτό το κενό εξουσίας έχουν ξεπηδήσει εξαιρετικά αντιδραστικές καταστάσεις όπως το «Ισλαμικό Κράτος», το οποίο θρέφεται από την εξαθλίωση και απόγνωση εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και σχετικά προοδευτικές, όπως οι διάφορες μορφές άμεσης δημοκρατίας στην κουρδική Ροτζάβα.
Αν η σημερινή παγκόσμια κατάσταση όμως διέπεται από την ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών, χαρακτηρίζεται στον ίδιο βαθμό από την πλήρη αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα της Αριστεράς να καθορίσει τις εξελίξεις. Η «παραδοσιακή» Αριστερά σήμερα στον αραβικό κόσμό βρίσκεται σε κατάσταση πρωτοφανούς αδυναμίας. Δεκαετίες λαϊκομετωπικής υποστήριξης «προοδευτικών αστικών καθεστώτων» (συνδυασμένο μάλιστα με τις επιπτώσεις τις καταστολής από τα ίδια καθεστώτα) έχουν οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή προοδευτικών στοιχείων, αφήνοντας έτσι το πεδίο ελεύθερο για την άνοδο των Ισλαμιστών ως οι κύριες αντιπολιτευτικές δυνάμεις. Σήμερα, τα κομμουνιστικά κόμματα της Αιγύπτου και της Συρίας στηρίζουν τα αντίστοιχα καθεστώτα τους, συμμαχώντας με το διάβολο ενάντια στην «ισλαμιστική λαίλαπα», χάνοντας έτσι την αξιοπιστία τους ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και αδυνατώντας να προσφέρουν μια εναλλακτική προοπτική σε αυτά. Οι νέες δυνάμεις που ξεπήδησαν από τα γεγονότα της πλατείας Ταχρίρ, στο σημείο που διατυπώνουν μια συνεπή ταξική πρόταση ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα και τις εκφάνσεις του στην περιοχή, βρίσκονται ακόμα σε εμβρυϊκό στάδιο, ενώ άλλες, υιοθετώντας μια αυστηρά κινηματίστικη προσέγγιση, έχουν είτε απορροφηθεί από νεοφιλελεύθερες ΜΚΟ ή εξαφανιστεί πλήρως από το προσκήνιο.
Παρά τα τοπικά της χαρακτηριστικά, η αδυναμία των προοδευτικών αραβικών δυνάμεων δεν παύει να είναι μια διατύπωση της αδυναμίας της Αριστεράς σε διεθνές επίπεδο, κάτι που φάνηκε και στην αυτοκτονία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Κοινό σημείο είναι εδώ η προσκόλληση σε παλιά μοντέλα κρατικής διαχείρισης ενός πιο ανθρώπινου καπιταλισμού με μια αόριστη προοπτική σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στο μέλλον, αγνοώντας τον τρόπο με τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός – όχι μόνο σαν μορφή του καπιταλισμού αλλά και σαν κοινωνικό ρεύμα – έχει κλείσει τα περιθώρια για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Παρά την άνοδο του κινήματος για μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση στις αρχές του αιώνα, και παρά την άνοδο δυνάμεων αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, η Αριστερά δεν έχει συνέλθει ακόμα από τις καταστροφικές συνέπειες της ήττας του 1990, μιας ήττας που την επηρέασε συνολικά, ανεξάρτητα από τη στάση της απέναντι στα καθεστώτα του Ανατολικού Μπλοκ. Η υπαρκτή, τα τελευταία χρόνια, επανάκαμψη της Αριστεράς στην πολιτική σφαίρα μετά το «τέλος της ιστορίας» θα ήταν πιο βαρυσήμαντη εάν η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση δεν είχε εξασθενίσει την πολιτική σφαίρα μέχρι γελοιότητας. Η κατάρρευση της αυταπάτης μιας ανοδικής πορείας της Αριστεράς τα τελευταία δυο χρόνια φανερώνει σήμερα προβληματικές τάσεις που για διάφορους λόγους ήταν αποσιωπημένες μέχρι πρωτίστως.
Μια από αυτές είναι η εσωστρεφής ταύτιση με δυνάμεις οι οποίες – ανεξάρτητα από τις υπαρκτές αντικειμενικές συνθήκες και το ρόλο που διαδραματίζουν μέσα σε αυτές – εμφανίζονται ιδεολογικά ως συγγενικές, όπως το κουρδικό κίνημα στη Ροτζάβα ή κάποιες φιλορωσικές δυνάμεις στην Ουκρανία. Ανεξάρτητα του ζητήματος αν αυτές οι δυνάμεις χρίζουν αριστερής υποστήριξης ή όχι (κατά την προσωπική μου άποψη η Ροτζάβα ναι, οι αυτονομιστές του Ντονμπάς όχι), μια προσέγγιση που ανάγει το ιδεολογικό επίπεδο ως το καθοριστικό για την πολιτική κινητοποίηση ξεχνά ότι το κύριο καθήκον της Αριστεράς δεν είναι η αλληλεγγύη με ιδεολογικά όμορες οργανώσεις, αλλά με τους καταπιεσμένους του κόσμου όπου και αν αυτοί βρίσκονται. Είναι η επίγνωση, ότι είναι η εμπειρία του αγώνα που γεννάει τις συνειδήσεις, τόσο στην Αθήνα όσο και στο Κάιρο. Η μετάφραση αυτού του αυτονόητου στον αραβικό κόσμο είναι η αλληλεγγύη με τις μάζες των οποίων οι φωνές πνίγονται μέσα στο μένος μια πολύμορφης αντεπανάστασης, καθώς και με το φωτεινό παράδειγμα του συνεχιζόμενου παλαιστινιακού αγώνα για αυτοδιάθεση. Οι αριστερές δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο έχουν, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, ένα ιδιαίτερο καθήκον στην ενδυνάμωση της αλληλεγγύης με τους αγωνιζόμενους λαούς της περιοχής. Στο πλαίσιο αυτής της αλληλεγγύης ανήκει και η έμπρακτη εναντίωση στις επιλογές των κυβερνήσεων Τσίπρα και Αναστασιάδη για σύμπλευση με την αιγυπτιακή στρατοκρατία και το ισραηλινό απαρτχάιντ.
Στη σημερινή συζήτηση για την αναβίωση της Αριστεράς μετά το μούδιασμα του περασμένου καλοκαιριού, η Αραβική Άνοιξη μπορεί σαν ιστορική εμπειρία να λειτουργήσει όχι μόνο σαν σημείο αναφοράς για τη σημερινή κατάσταση των αντικειμενικών συνθηκών ενός παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, αλλά και ως πηγή προβληματισμού για την αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα να αντιταχθεί σε αυτόν. Ο αφουγκρασμός αυτής της εμπειρίας μπορεί να είναι και ένα συστατικό μιας ριζοσπαστικής πρότασης στον 21ο αιώνα που θα προβάλει το σοσιαλισμό όχι ως μακρινή ουτοπία αλλά σαν επιτακτική διέξοδο σε ένα κόσμο αυξημένης βαρβαρότητας.