Άρθρο της Χέδερ Ρόλινγκ (Heather Rawling) μέλους Σοσιαλιστικού Κόμματος – CWI στη Βρετανία, από το θεωρητικό περιοδικό Socialism Today. Μετάφραση Χρύσα Καλλιάφα
Η Αλεξάνδρα Κολλοντάι υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές μορφές του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος. Η πολιτική καριέρα της συνδέεται με παράνομη, μυστική δουλειά στην τσαρική Ρωσία, με τις επαναστάσεις του 1905 και 1917, με τον εμφύλιο πόλεμο για την υπεράσπιση της Ρώσικης επανάστασης, με την άνοδο του Σταλινισμού, καθώς και με δύο παγκόσμιους πολέμους.
Η ζωή της Αλεξάντρα Κολλοντάι μπορεί να εμπνεύσει τους επαναστάτες και ειδικά τις γυναίκες. Γεννημένη στην Αγία Πετρούπολη το 1872, έγινε ηγετικό μέλος της Ρώσικης επανάστασης και βοήθησε στο σχεδιασμό του Μπολσεβικικού προγράμματος για τις γυναίκες και την οικογένεια.
Παρόλο που έπασχε από καρδιακά προβλήματα, βίωσε τη ζωή της στο μέγιστο. Εργαζόταν απίστευτα σκληρά, μερικές φορές χωρίς φαγητό και ύπνο για μέρες. Ήταν η μοναδική γυναίκα πλήρες μέλος της Κ.Ε. των Μπολσεβίκων. Η Κολλοντάι έγραφε εκτενώς, συμβάλλοντας σε πολλές σοσιαλιστικές εφημερίδες και γράφοντας ακόμη και μυθιστορήματα. Ο Βλαντιμίρ Πετρόφ, μυστικός πράκτορας του Στάλιν, χρειάστηκε τρεις ολόκληρες ημέρες και νύχτες για να φωτοτυπήσει μόνο τα ημερολόγια και τις σημειώσεις της το 1943. Η Κολλοντάι υπήρξε επίσης και σπουδαία ομιλήτρια και κατά το Ρώσικο εμφύλιο πόλεμο ταξίδευε σε προβληματικές περιοχές ώστε να ξεσηκώσει τις γυναίκες, τους εργάτες και τους αγρότες. Παρόλο τον κίνδυνο, ταξίδευε πάνω-κάτω τον ποταμό Βόλγα με το ατμόπλοιο Red Star και το τρένο (μέσα προπαγάνδας της επανάστασης) εξοπλισμένη με ταινίες και λογοτεχνικά βιβλία.
Η Κολλοντάι ανέπτυξε το επαναστατικό της πνεύμα και τη σοσιαλιστική της άποψη σε πολύ νεαρή ηλικία. Γεννημένη σε ευκατάστατη οικογένεια, ένιωσε φρίκη για το θάνατο ενός φίλου της από μια οικογένεια φτωχών δουλοπάροικων. Το 1895, μια επίσκεψή της σε ένα εργοστάσιο με τρομακτικές συνθήκες εργασίας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην συνείδησή της. Έσπασε με το προνομιούχο περιβάλλον της και εγκατέλειψε τον άντρα της και το γιό της για να ταξιδέψει στο εξωτερικό και να συνδεθεί με το σοσιαλιστικό κίνημα.
Το Μάρτιο του 1902, όταν το βιβλίο του Λένιν «Τι να κάνουμε;» είχε εισαχθεί παράνομα στη Ρωσία, η Κολλοντάι έγραψε:
«Δύο ανταγωνιζόμενες δυνάμεις έρχονται τώρα σε μια ακόμη πιο σκληρή σύγκρουση… η μυστική, υπόγεια Ρωσία που πορεύεται προς την επανάσταση και η απολυταρχία που πεισματικά γαντζώνεται στην εξουσία. Η ομάδα του Στρούβε διάλεξε τη μέση οδό. Πολλοί από τους πρώην κοντινούς μου φίλους προσχώρησαν εκεί, πιστεύοντας ότι ο καθαρός σοσιαλισμός στη Ρωσία τότε ήταν μια ουτοπία, κι εγώ χρειάστηκε να έρθω σε ρήξη με πολλούς συντρόφους και συνεργάτες.» (Ο Στρούβε ήταν ένα από τα ιδρυτικά στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος, ο οποίος αργότερα συμμετείχε στο Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα, το βασικό κόμμα της αστικής τάξης στη Ρωσία).
Η συμβολή της Κολλοντάι στην κατανόηση του ζητήματος της καταπίεσης της γυναίκας στην ταξική κοινωνία ήταν πολύτιμη. Υποστήριζε πως οι γυναίκες της εργατικής τάξης δεν μπορούν να βασίζονται στις αστές φεμινίστριες για να παλέψουν για τον σκοπό τους και έπεισε τους Μπολσεβίκους να οργανώσουν τις εργάτριες και να τις κερδίσουν στον σοσιαλισμό. Δεν κατάφερε να πεισθούν όλοι οι Μπολσεβίκοι παρότι υποστηρίχθηκε από το Λένιν και τον Τρότσκι.
Η κατάσταση των γυναικών και της οικογένειας μπορεί να είναι ενδεικτική της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των ταξικών σχέσεων. Στην τσαρική Ρωσία η ζωή για τις γυναίκες ήταν αβάσταχτη. Εργάζονταν πάρα πολλές ώρες χωρίς να κερδίζουν αρκετά για να τραφούν οι ίδιες ή τα παιδιά τους, πολλές μάλιστα δεν ζούσαν πάνω από τα τριάντα τους χρόνια. Μετά την επανάσταση, η Κολλοντάι εκλέχθηκε κομισάριος για την κοινωνική πρόνοια στις αρχές του Νοέμβρη του 1917. Στις 19 Νοεμβρίου ήδη περιέγραφε το νέο νομοσχέδιο των Μπολσεβίκων για την προστασία της μητρότητας στο πρώτο συνέδριο των Εργαζόμενων Γυναικών του Πέτρογκραντ (Αγία Πετρούπολη). Συντέλεσε στην εκπόνηση του νέου νόμου για το γάμο ο οποίος συμπεριέλαβε τον πολιτικό γάμο, απλοποίησε το διαζύγιο και προωθούσε τη δωρεάν φροντίδα των παιδιών. Είχε σαν όραμα την ανάπτυξη κοινοτικών εγκαταστάσεων σίτισης, καθαριότητας και βρεφονηπιακών σταθμών, που θα σήμαινε τη σταδιακή εξάλειψη του μοντέλου της αστικής οικογένειας που βασίζεται στην οικονομική δύναμη και την ιεραρχία.
Ωστόσο, η Κολλοντάι γνώριζε πως η ψήφιση νόμων και διαταγμάτων αποτελούσε το εύκολο κομμάτι, καθώς η εφαρμογή τους σε μια πεινασμένη χώρα που μάχεται για την επιβίωσή της ενάντια σε 21 διαφορετικούς στρατούς αποτελούσε έναν ηράκλειο άθλο. Επιπλέον, οι Μπολσεβίκοι αντιμετώπιζαν προβλήματα στο χτίσιμο του σοσιαλισμού απομονωμένοι σε μια μόνο χώρα που μέχρι πρόσφατα βασιζόταν σε φεουδαρχικές σχέσεις και της οποίας οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν περιορισμένες από την οπισθοδρομική οικονομία του τσαρισμού και τις καταστροφές του Α’ παγκόσμιου πολέμου και του εμφυλίου. Χωρίς την εξάπλωση της επανάστασης διεθνώς, η ικανότητα της Σοβιετικής κυβέρνησης να βελτιώσει ριζικά τις ζωές των γυναικών και όλων των εργατών ήταν περιορισμένη.
Η άνοδος του Σταλινισμού
Η εμφάνιση του Σταλινισμού ανέτρεψε πολλά από τα περιορισμένα κέρδη της επανάστασης. Πράγματι, οι εμπειρίες της Κολλοντάι και οι προσπάθειές της για το χτίσιμο μιας καλύτερης ζωής για τις γυναίκες και τα παιδιά δείχνουν με γλαφυρό τρόπο τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ρωσία μετεπαναστατικά και φανερώνουν πως μια προνομιούχα γραφειοκρατία μπόρεσε να σφετεριστεί τα σοβιέτ.
Το 1917, όταν η Κολλοντάι έφτασε στο κτίριο όπου θα αναλάμβανε τη θέση της ως κομισάριος, η είσοδος ήταν αποκλεισμένη από το θυρωρό. Χρηματοδοτούμενη γενναιόδωρα από τις μεγάλες τράπεζες και με την υποστήριξη των Γιούνκερς (ομάδα αντιδραστικών νεαρών λόρδων της Σοβιετικής Ρωσίας) η Επιτροπή για τη Σωτηρία της Χώρας είχε πληρώσει ένα μηνιαίο μισθό σε κάθε δημόσιο υπάλληλο σε όλες τις νέες επιμελητείες, με τη σιγουριά ότι αυτοί θα κατέβουν σε απεργία και θα παραλύσουν την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων και όλες τις δημοτικές υπηρεσίες στην πρωτεύουσα και στη Μόσχα (πρωτεύουσα τότε ήταν η Αγία Πετρούπολη). Η Κολλοντάι κάλεσε ένα αριθμό εργατών και όλοι μαζί μπήκαν στο κτίριο. Βρήκαν στοίβες από σκισμένα έγγραφα και κατεστραμμένες γραφομηχανές. Τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου έλειπαν.
Τις επόμενες εβδομάδες η Κολλοντάι και το ολιγομελές αλλά αποφασισμένο της σοβιέτ πάλευαν χωρίς χρήματα, εξοπλισμό ή αρχεία για να αντιμετωπίσουν πλήθος ανθρώπων στις ουρές αναμονής ενώ δεν μπορούσαν στην ουσία να τους βοηθήσουν: νοσοκόμες που ζητούσαν φαγητό για τα γεμάτα ορφανοτροφεία, πεινασμένα παιδιά από το δρόμο, χωρικούς που ζητούσαν αποζημιώσεις για τις καταστροφές από πλημμύρες και φωτιές και ορδές τραυματισμένων, απελπισμένων βετεράνων.
Το επείγον έργο των Μπολσεβίκων μετά την επανάσταση ήταν να σταματήσει η ανάμειξη της Ρωσίας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η ειρήνη ήρθε αλλά το τίμημα ήταν βαρύ. Η Ρωσία θυσίασε τις Βαλτικές περιοχές, τον Καύκασο και την Ουκρανία, υπογράφοντας τη συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ, κάτι με το οποίο η Κολλοντάι διαφωνούσε. Ο εμφύλιος πόλεμος έφερνε την καταστροφή της επανάστασης. Υπήρχε άμεση ανάγκη για τρόφιμα και προμήθειες. Η τάση (φράξια) της «Εργατικής Αντιπολίτευσης» μέσα στο κόμμα των Μπολσεβίκων απαιτούσε περισσότερη δημοκρατία και μειωμένο ωράριο σε μια περίοδο όπου το εργατικό κράτος ήταν ακόμη στα σπάργανα. Η Κολλοντάι τους υποστήριξε.
Με την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία, η Κολλοντάι εξορίστηκε στη Νορβηγία ως μέλος της Σοβιετικής εμπορικής αντιπροσωπείας. Έγινε η πρώτη γυναίκα πρέσβειρα παγκοσμίως. Αν και ο Στάλιν δεν την εμπιστεύτηκε πραγματικά ποτέ, εκείνη κατόρθωσε να ξεφύγει από τις εκκαθαρίσεις διατηρώντας μια σιωπηλή στάση και συμβιβαζόμενη με το νέο καθεστώς. Έως τον θάνατό της το 1952 παρέμεινε αισιόδοξη ότι ο σοσιαλισμός θα θριαμβεύσει στο μέλλον:
«Ο κόσμος δεν αδρανεί ποτέ, διαρκώς αναδεύεται, νέες μορφές ζωής συνεχώς εμφανίζονται, και λατρεύω να κοιτάω πίσω στο παρελθόν ή μπροστά στο όμορφο μέλλον που θα ζήσει η ανθρωπότητα».