Τα προηγούμενα 4 μέρη μπορείτε να διαβάσετε στους ακόλουθους συνδέσμους.
Η Αριστερά και η 20η Σεπτέμβρη – Το τέλος ενός μεγάλου κύκλου
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά που μιλά στο όνομα του Μαρξ
20η Σεπτέμβρη: η αριθμητική του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
«Λαϊκή Ενότητα» – η σκληρή πραγματικότητα των εκλογών της 20/9
Μπορούν να ξεπεραστούν τα προβλήματα της σημερινής Αριστεράς; Μπορεί η Αριστερά να δώσει προοπτική, μετά την υποταγή της ηγετικής ομάδας υπό τον Α. Τσίπρα αλλά και το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται τα πιο μεγάλα από τα υπόλοιπα κόμματα της Αριστεράς, ΚΚΕ, ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Η απάντηση είναι θετική, «ναι», αλλά υπό μία απαραίτητη προϋπόθεση: ότι θα γίνουν κατανοητά τα ελλείμματα τα οποία εμφανίζει η Αριστερά και οι λόγοι της μέχρι σήμερα αποτυχίας.
Στην πραγματικότητα, ανάμεσα στις τρεις «βασικές» δυνάμεις της Αριστεράς, αυτή τη στιγμή, η δύναμη που αντικειμενικά είναι πιο ανοικτή στην «ανανέωση» είναι η ΛΑΕ, για τον βασικό λόγο ότι είναι ακόμα σε διαδικασία συγκρότησης και διαμόρφωσης της φυσιογνωμίας της. Και, επίσης, γιατί σ’ αυτήν συμμετέχουν πολλές δυνάμεις και η ζύμωση μεταξύ τους μπορεί να λειτουργήσει θετικά για το νέο φορέα.
Αλλά χρειάζεται να υπάρχει η θέληση. Αν η παλιά «Αριστερή Πλατφόρμα» θέλει να ελέγχει τα πάντα στα πλαίσια της ΛΑΕ, θα την «πνίξει» προτού προλάβει να ζήσει.
Σ’ αυτό έχουμε αναφερθεί και σε προηγούμενες σελίδες, κάνοντας την εκτίμηση ότι η ΛΑΕ έχει κάθε δυνατότητα να προχωρήσει και να δυναμώσει, αλλά εξίσου μεγάλος είναι και ο κίνδυνος να περιθωριοποιηθεί και να αποτύχει.
Αν κάποιοι σ. θεωρούν πως η αναφορά στον κίνδυνο αποτυχίας της ΛΑΕ είναι μια υπερβολή και πως απλά «κινδυνολογούμε», ας κοιτάξουν λίγο πιο έξω, σε μια σειρά διεθνή παραδείγματα: την Κομμουνιστική Επανίδρυση στην Ιταλία, το Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα στη Γαλλία, το Σκωτσέζικο Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Respect στη Βρετανία, κοκ.
Όλα τα προαναφερόμενα (και αρκετά άλλα ακόμα…) είναι αριστεροί σχηματισμοί οι οποίοι εμφανίστηκαν στη διάρκεια των προηγούμενων δύο δεκαετιών, είτε σαν αντανάκλαση κινημάτων στην κοινωνία, είτε μέσα από διασπάσεις μαζικών κομμάτων της Αριστεράς και οι οποίοι μετά από μια περίοδο ευφορίας, είτε συρρικνώθηκαν δραματικά είτε διαλύθηκαν κι εξαφανίστηκαν!
Δεν υπάρχει κανένας «νόμος» που να προστατεύει τη ΛΑΕ απ’ αυτούς τους κινδύνους!
Πρώην Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση, 17 Ιούλη κ.α.
Την ίδια στιγμή πρέπει να σημειώσουμε πως η ΛΑΕ δεν είναι η μοναδική διάσπαση από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι γεγονός πως η ΛΑΕ αποτελεί την πιο μαζική διάσπαση, ή οποία και κατέβηκε στις εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη, αλλά θα ήταν λάθος να υποτιμηθεί ο ρόλος των άλλων δυνάμεων που αυτή τη στιγμή έχουν αποχωρήσει από το ΣΥΡΙΖΑ και βρίσκονται σε διαδικασία αναζήτησης και πιθανής συγκρότησης κάποιου νέου φορέα. Θα ήταν λάθος επίσης να υποτιμηθούν οι ανεξάρτητες πρωτοβουλίες συγκρότησης μιας «νέας Αριστεράς», πρωτοβουλίες δηλαδή που έχουν την αφετηρία τους σε δυνάμεις που βρίσκονται εκτός ΣΥΡΙΖΑ.
Η «17 Ιούλη», που πήρε το όνομά της από την ημερομηνία της πρώτης της συνέλευσης, ήταν η πρώτη προσπάθεια να δοθεί απάντηση στο κενό της Αριστεράς, λίγες μόνο μέρες μετά την υποταγή του Α. Τσίπρα καλώντας πλατιά συνάντηση με θέμα ακριβώς την ανάγκη δημιουργίας νέου φορέα. (Δείτε το κάλεσμα[1] και το ρεπορτάζ από την πρώτη συνάντηση[2]) Στην πρώτη συνάντηση συμμετείχαν άτομα από τον ακαδημαϊκό χώρο όπως οι Σεραφείμ Σεφεριάδης και Στάθης Κουβελάκης καθώς και εκπρόσωποι συλλογικοτήτων όπως την πρώην Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, το Δίκτυο Κοινωνικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, την ΟΚΔΕ, την ΑΡΑΝ, την ΑΡΑΣ, το «Ξεκίνημα», κ.α.
Ένα περίπου μήνα αργότερα είχαμε τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και τη δημιουργία της ΛΑΕ.
Πέρα από τη ΛΑΕ, είχαμε στη συνέχεια τη δημιουργία της Αριστερής Ριζοσπαστικής Κίνησης, ΑΡΚ, από δυνάμεις που προέρχονται κύρια από το αριστερό τμήμα της τάσης των 53 του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΑΡΚ συνεργάστηκε με τη ΛΑΕ στις εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη, όμως έχει τη δική της αυτόνομη ύπαρξη και αναπτύσσεται μια συζήτηση στις γραμμές της για την πιο ολοκληρωμένη συγκρότησή της.
Από το αριστερό κομμάτι της τάσης των 53 στον ΣΥΡΙΖΑ, έχει ακόμα προκύψει η Ανοικτή Λίστα με πιο γνωστή φυσιογνωμία την Ελένη Πορτάλιου, η οποία συμμετέχει στη ΛΑΕ σαν οργανικό κομμάτι της.
Τέλος, μια ακόμα προσπάθεια που έχει σαν αφετηρία δυνάμεις που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι το Δίκτυο Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ΔΙΡΙΖΑ, το οποίο προχώρησε στην πρώτη της πλατιά συνέλευση στη Θεσ/νίκη την πρώτη βδομάδα του Οκτώβρη στην οποία συμμετείχαν 250 περίπου άτομα. Και το ΔΙΡΙΖΑ έχει σαν προέλευση την πρώην τάση των 53 του ΣΥΡΙΖΑ ενώ η επιρροή του εστιάζεται περισσότερο στη Θεσ/νίκη και τη Β. Ελλάδα.
Η Αριστερά σε διαδικασία αναδιαμόρφωσης
Βλέπουμε πως ο χάρτης της Αριστεράς βρίσκεται σε μια διαδικασία αναδιαμόρφωσης. Οι διεργασίες αυτές θα μπορούσαν κάτω από κάποιες προϋποθέσεις να οδηγήσουν σε μια νέα μαζική Αριστερά που γρήγορα να καλύψει το κενό που δημιούργησε η υποταγή του Α. Τσίπρα.
Δεν υπάρχει κάποιος αντικειμενικός λόγος που εμποδίζει το να δημιουργηθεί αυτή η «νέα» Αριστερά. Το θέμα είναι καθαρά υποκειμενικό – έχει να κάνει δηλαδή με το αν τα διάφορα τμήματα της Αριστεράς έχουν την απαιτούμενη διάθεση, πολιτική καθαρότητα και κατανόηση που χρειάζεται για να προχωρήσουν στα απαραίτητα βήματα.
Απ’ αυτές τις διεργασίες το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν δυστυχώς επιλέξει να είναι οι μεγάλοι απόντες. Η στάση του «μένω έξω από όλες τις διεργασίες και καταγγέλλω όλους τους υπόλοιπους» αντιστοιχεί σε ένα πολιτικό «μεσσιανισμό» που είναι αυτοκαταστροφικά αδιέξοδος.
Αυτό αποδεικνύεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, από το γεγονός ότι μπροστά την πιο μεγάλη οικονομική και κοινωνική κρίση και μπροστά στην «έκρηξη» που συντελείται στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν καταφέρνουν να κάνουν ούτε ένα μικρό βήμα μπροστά, για να ενισχύσουν την απήχηση τους στην κοινωνία και στα εργατικά-λαϊκά στρώματα στα οποία προσπαθούν να απευθυνθούν (δείτε σχετικά το τρίτο μέρος της σειράς των άρθρων αυτών[3]). Σαν αποτέλεσμα, το καθήκον για το κτίσιμο της «νέας» Αριστεράς που απαιτούν οι συνθήκες περνά σε άλλες δυνάμεις.
Οι προτάσεις του «Ξ»
Το «Ξ» επιδιώκει να παρέμβει και να συμβάλει στη διαδικασία της συγκρότησης αυτής της «νέας» Αριστεράς.
Συνεργάζεται με όσα τμήματα της Αριστεράς έχουν ενωτική διάθεση και καταθέτει τις προτάσεις του, διατηρώντας το χαρακτήρα της ανεξάρτητης οργάνωσης και της ανεξάρτητης παρέμβασης στα ταξικά και κοινωνικά ζητήματα.
Έτσι το «Ξ» πρόσφερε κριτική υποστήριξη στη ΛΑΕ στις εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη, έχει συντροφικές σχέσεις και ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση, την πρώην Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, την Ανοικτή Λίστα και το ΔΙΡΙΖΑ, έπαιξε ενεργό ρόλο στη δημιουργία της πρωτοβουλίας «17 Ιούλη», κοκ.
Οι προτάσεις που έχει καταθέσει το «Ξ» σε διάφορες φάσεις, και γραπτά και σε συζητήσεις, αφορούν και το πολιτικό πρόγραμμα, και τη σχέση της Αριστεράς με τα κινήματα, και το κρίσιμο ζήτημα της εσωτερικής δημοκρατίας αλλά και τη διεθνιστική πτυχή αυτής της πάλης.
Συνοπτικά οι προτάσεις που έχει καταθέσει σε διάφορες περιπτώσεις το «Ξ» είναι οι ακόλουθες.
1. Πολιτικό πρόγραμμα
Η Αριστερά, αν θέλει να κάνει προτάσεις που να δίνουν διέξοδο από την κρίση και προοπτική, πρέπει να ξεκινήσει από το θέμα του χρέους. Η πρώτη, απαραίτητη και αδιαπραγμάτευτη θέση ενός αριστερού πολιτικού προγράμματος αφορά την
- άρνηση αποπληρωμής του δημόσιου χρέους.
Είναι εντελώς αδύνατο και αδιανόητο να υπάρξει οποιαδήποτε πραγματική ανάπτυξη στην Ελλάδα όσο συνεχίζεται η ακατάσχετη αιμορραγία της αποπληρωμής ενός σκανδαλώδους χρέους το οποίο φορτώθηκε στον ελληνικό λαό για να μπορέσουν οι τραπεζίτες οι εφοπλιστές, οι εργολάβοι και οι πολυεθνικές να διατηρούν τα κέρδη και την εξουσία τους.
Ιδιαίτερα μετά την παταγώδη αποτυχία της «διαπραγμάτευσης» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει είναι ότι οι λεγόμενοι «εταίροι» δεν πρόκειται να συμφωνήσουν ποτέ σε μια απαλλαγή της χώρας από το βάρος του χρέους.
Επομένως η «διαγραφή» του χρέους δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα μονομερούς ενέργειας: της άρνησης δηλαδή του ελληνικού λαού να το πληρώσει.
Αυτό όμως θα έχει μία πολύ συγκεκριμένη συνέπεια, όπως και πάλι απέδειξε η εμπειρία των πρώτων 7 μηνών της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ: το ευρωπαϊκό διευθυντήριο θα αναγκάσει τη χώρα να βγει από το ευρώ, σταματώντας την παροχή χρηματοδότησης, οδηγώντας το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία σε κατάρρευση, όπως ακριβώς έκαναν τη βδομάδα που του δημοψηφίσματος της 5ης Ιούλη.
Αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί, φτάνει μια κυβέρνηση πραγματικά αριστερή προχωρήσει:
- Στην εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος
- Στην επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και έλεγχο στο εξωτερικό εμπόριο (εισαγωγές – εξαγωγές) έτσι ώστε να μην μπορέσουν μεγάλα κεφάλαια να βγουν εκτός χώρας.
- Και στη δρομολόγηση των διαδικασιών για μετάβαση σε εθνικό νόμισμα.[4]
Οι Έλληνες εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα δεν πρόκειται να χάσουν από τα πιο πάνω μέτρα. Αυτοί που πραγματικά έχουν να χάσουν είναι οι πλούσιοι και το μεγάλο κεφάλαιο – γι’ αυτό και αντιδρούν λυσσασμένα και παρουσιάζουν την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα σαν τη συντέλεια του κόσμου.
Ο έλεγχος στην κίνηση κεφαλαίων «πονάει» βασικά τα πλούσια στρώματα και τους επιχειρηματίες που θέλουν να μετακινούν μεγάλα ποσά για να επενδύουν στο εξωτερικό ή να τζογάρουν στα ακίνητα του Λονδίνο και στα διεθνή χρηματιστήρια χωρίς να τους ελέγχει κανένας.
Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος σημαίνει το να περάσει η ιδιοκτησία των τραπεζών στην κοινωνία αντί να ανήκουν σε ιδιώτες επιχειρηματίες όπως ισχύει στο καπιταλιστικό σύστημα. Σημαίνει ότι η Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας θα ελέγχεται από την ελληνική κοινωνία και όχι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως συμβαίνει αυτή τη στιγμή.
Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να διασωθούν οι καταθέσεις των λαϊκών στρωμάτων και ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσει το τραπεζικό σύστημα σαν μοχλός για την παραγωγική ανασυγκρότηση προς όφελος της κοινωνίας, αντί να αποτελεί μέσο κερδοσκοπίας των εφοπλιστών και πετρελαιάδων που ελέγχουν τις τράπεζες (Λάτσης, Βαρδινογιάννης, Σάλλας κλπ).
Η δε μετάβαση δε σε εθνικό νόμισμα είναι ο μόνος τρόπος να χρηματοδοτηθούν υπηρεσίες που σήμερα καταρρέουν καθώς «δεν υπάρχουν λεφτά» και να γίνουν επενδύσεις που να σηκώσουν την οικονομία από τον γκρεμό στον οποίο βρίσκεται και να τη θέσουν σε αναπτυξιακή τροχιά. Γιατί το εθνικό νόμισμα μπορεί να τυπωθεί μετά από απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης και της κεντρικής τράπεζας ενώ η χρηματοδότηση σε ευρώ καθορίζεται από τους δανειστές μας και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ο έλεγχος στην κίνηση των κεφαλαίων και η μετάβαση σε εθνικό νόμισμα αποτελούν κόκκινο πανί για το μεγάλο κεφάλαιο – αυτούς που ελέγχουν τις τράπεζες, τον εφοπλιστικό στόλο, τα πετρέλαια, τις κατασκευές, τη βιομηχανία, τα ΜΜΕ (και τις ποδοσφαιρικές ομάδες…). Πρόκειται βέβαια για τα ίδια άτομα, όπως όλοι ξέρουν.
Αυτοί όλοι, σε στενή συνεργασία με το ξένο, πολυεθνικό κεφάλαιο και την ΕΕ, θα σαμποτάρουν με κάθε τρόπο μια κυβέρνηση που είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει τέτοια μέτρα.
Στόχος τους θα είναι να προκαλέσουν βαθιά οικονομική κρίση και πτώση της όποιας κυβέρνησης θέλει να εφαρμόσει μια τέτοια πολιτική. Αυτό το σαμποτάζ μπορεί να αντιμετωπιστεί από μια αριστερή κυβέρνηση και από το εργατικό λαϊκό κίνημα. Ο τρόπος είναι:
- να εθνικοποιηθούν οι στρατηγικοί τομείς της οικονομίας
- να αναπτυχθεί ένα σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση στηριγμένο σε εθνικούς φορείς ανά κλάδο παραγωγής
- να συνδυαστεί αυτό με την βοήθεια και την ενθάρρυνση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων ειδικά των συνεταιριστικών και μη κερδοσκοπικών, μέσα από μια γενικευμένη απαλλαγή (ή δραστική μείωση) από τα χρέη που προκάλεσε η κρίση και μέσα από άτοκα δάνεια και επιδοτήσεις
- να εκδημοκρατιστεί η διαδικασία παραγωγής του πλούτου και διανομής των αγαθών, με την εφαρμογή κοινωνικού και εργατικού ελέγχου και διαχείρισης, έτσι ώστε να μην κερδοσκοπεί μια μειοψηφία σε βάρος της κοινωνίας αλλά να απολαμβάνει τα οφέλη η μεγάλη πλειοψηφία.
Εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων και επιχειρήσεων δεν σημαίνει την δημιουργία ενός τεράστιου διεφθαρμένου, αναποτελεσματικού, δημόσιου τομέα που να στηρίζεται στο ρουσφέτι, όπως είχαν δημιουργήσει το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ.
Σημαίνει ότι οι βασικοί τομείς της οικονομίας περνούν στην ιδιοκτησία και τον έλεγχο της κοινωνίας. Οι διοικήσεις δεν αποτελούνται από χρυσοπληρωμένα golden boys αλλά εκλέγονται από τους εργαζόμενους, το ευρύτερο κίνημα και κοινωνικούς φορείς που έχουν σχέση με το αντικείμενο.
Για παράδειγμα στην Εθνική Τράπεζα γύρω στα 200 golden boys παίρνουν μισθούς που κυμαίνονται ανάμεσα σε 7.000 και 10.000 ευρώ το μήνα.[5] Όλους αυτούς τους πληρώνουμε εμείς!! Τι προσφέρουν; Και ποια είναι η κοινωνική τους συμβολή; Πρόκειται για παράσιτα, γόνους των ιδιοκτητών, των διευθυντικών στελεχών, και δυστυχώς και των διεφθαρμένων συνδικαλιστών που έχουν καταλάβει το συνδικαλιστικό κίνημα.[6]
Σε ένα άλλο παράδειγμα, σε οποιοδήποτε δημόσιο νοσοκομείο κοιτάξουμε θα δούμε διοικητές που δεν έχουν σχέση με το χώρο της Υγείας, μάνατζερ, με παχυλούς μισθούς και διορισμένους από το κομματικό σύστημα, με μοναδικό σκοπό να επιβάλουν λιτότητα στους εργαζόμενους και να περικόψουν υπηρεσίες Υγείας στην κοινωνία.
Για ποιο λόγο η διοίκηση ενός νοσοκομείου να μην αποτελείται από εκπροσώπους που να εκλέγονται από τη γενική συνέλευση των γιατρών, νοσηλευτών και λοιπών εργαζομένων, μαζί με εκπροσώπους από την τοπική κοινωνία, τα άλλα νοσοκομεία, το υπόλοιπο εργατικό-λαϊκό κίνημα; Ασφαλώς η κυβέρνηση θα έχει παρουσία και λόγο αλλά ο ρόλος της θα περιορίζεται στο να προτείνει και να συμβάλει στην παρακολούθηση και στον έλεγχο. Αυτή είναι μια πραγματικά δημοκρατική διαδικασία διοίκησης του νοσοκομείου σε συνθήκες διαφάνειας και χωρίς προνόμια όσων έχουν ρόλο συντονιστικό.
Αυτά τα παραδείγματα μπορούν να μεταφερθούν σε οποιαδήποτε δημόσια αλλά και ιδιωτική μεγάλη επιχείρηση. Όλες μπορούν να λειτουργήσουν θαυμάσια στη βάση εκλεγμένων και ανακλητών επιτροπών – χωρίς σκάνδαλα, χωρίς διαφθορά, χωρίς φοροδιαφυγή και μαύρη εργασία και, βέβαια, με σεβασμό στους εργαζόμενους και την κοινωνία.
Αν δεν εφαρμόζονται τέτοιου είδους μέτρα, πλήρους διαφάνειας, εργατικού και κοινωνικού ελέγχου και διαχείρισης –πραγματικής δημοκρατικής λειτουργίας δηλαδή– στον δημόσιο τομέα, όπως τον ξέρουμε, είναι ακριβώς γιατί τα μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα τον θέλουν να λειτουργεί προς όφελος των δικών τους συμφερόντων και για να τον λεηλατούν.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, αυτά τα ίδια μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα καταγγέλλουν το δημόσιο για διαφθορά! Το πόσο αδιάφθοροι είναι οι ιδιώτες καπιταλιστές γίνεται εύκολα αντιληπτό αν θυμηθούμε μόνο δύο παραδείγματα: το πιο μεγάλο ελληνικό σκάνδαλο είναι αυτό της Ζίμενς, ενώ το πιο μεγάλο πρόσφατο διεθνές σκάνδαλο είναι αυτό της VW – και τα δύο γερμανικής προελεύσεως…
Θα ήταν αφέλεια βέβαια να πιστεύει κανείς ότι ένα πρόγραμμα όπως αυτό που περιγράφουμε πιο πάνω θα ήταν ποτέ δυνατό να εφαρμοστεί και να λειτουργήσει στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Απαιτεί συνολική και πλήρη ρήξη με την εξουσία του κεφαλαίου και προετοιμασία για το πέρασμα σε μια σοσιαλιστική διάρθρωση της οικονομίας και της κοινωνίας. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να μιλάμε για ένα:
- Σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Όλα τα πιο πάνω στοιχεία αποτελούν αναπόσπαστα μέρη ενός σοσιαλιστικού προγράμματος. Όταν οι βασικοί τομείς της οικονομίας βρίσκονται κάτω από την ιδιοκτησία, τον έλεγχο και τη διαχείριση των εργαζομένων και της κοινωνίας, τότε έχουν τεθεί οι βάσεις για το σοσιαλιστικό σχεδιασμό.
Αυτή είναι και η μοναδική ρεαλιστική απάντηση που μπορεί να υπάρξει στη σημερινή καταστροφική κρίση – η οποία δεν είναι μια κάποιου είδους περίεργη ελληνική ιδιομορφία, αλλά είναι κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και μάλιστα διεθνής.
Αυτά είναι θέματα που πρέπει να λέγονται ανοικτά, δημόσια και τολμηρά κι όχι απλά να αναφέρονται σε κάποια κείμενα (τα οποία τα λαϊκά στρώματα πολύ πιθανό δεν θα διαβάσουν ποτέ) κι όταν έρθει η ώρα των εκλογικών αναμετρήσεων να «στρογγυλεύονται» για να μην «αποξενωθούν» δήθεν τα λαϊκά στρώματα.
Η πιο πάνω αναφορά γίνεται για να θυμίσουμε την τραγική εμπειρία από τον ΣΥΡΙΖΑ. Στα συνεδριακά και προγραμματικά του κείμενα ο ΣΥΡΙΖΑ έγραφε και για εθνικοποιήσεις και για σοσιαλισμό και για ρήξη με το σύστημα και τα μεγάλα συμφέροντα κοκ… Μόνο που αυτά τα καθήκοντα τα ονόμαζε «στρατηγικό στόχο» ο οποίος δεν αφορούσε το σήμερα αλλά το… μέλλον. Διαχώριζε έτσι τον «στρατηγικό στόχο» από τα άμεσα καθήκοντα και εξηγούσε την ανάγκη των «ρεαλιστικών» πολιτικών των «αναγκαίων συμβιβασμών» μέσα στα πλαίσια του συστήματος και της Ευρωζώνης. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά: ερείπια!
Η Αριστερά που έχει ανάγκη η κοινωνία δεν κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα στην καθημερινή πάλη για τα καθημερινά προβλήματα, με τον στρατηγικό στόχο που είναι η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Τα δύο είναι οργανικά και άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους σε μια διαρκή, ενιαία διαδικασία. Η Αριστερά που δεν το καταλαβαίνει αυτό και διαχωρίζει (στην πραγματικότητα τεχνητά και «αφύσικα») τα «άμεσα» από τα «στρατηγικά» καθήκοντα το μόνο που θα πετύχει στο τέλος θα είναι να προδώσει τις αρχές και της αξίες της Αριστεράς – όπως ακριβώς έκανε η ηγεσία του Α. Τσίπρα.
2. Παρέμβαση στα κινήματα
Η Αριστερά, όχι μόνο σήμερα αλλά σε όλες τις εποχές, δεν θα μπορούσε παρά να είναι κινηματική – οργανικό τμήμα κάθε μικρού και μεγάλου κινήματος, μπροστά σε κάθε μάχη και αγώνα, με συγκεκριμένα αιτήματα και προτάσεις πάλης. Ακούγεται περίεργο το να αναφερόμαστε καν σ’ αυτό που θα έπρεπε να είναι «εκ των ων ουκ άνευ» για την Αριστερά κι όμως χρειάζεται γιατί υπάρχουν μια σειρά από πολύ βαριές ασθένειες στις γραμμές της Αριστεράς, τμήματα της οποίας:
- είτε αρνούνται ακόμα και την ύπαρξη αγώνων,
- είτε σαμποτάρουν και καταγγέλλουν αγώνες που δεν ελέγχονται από αυτές,
- είτε καπελώνουν αγώνες με αντιδημοκρατικές διαδικασίες έτσι ώστε το μαζικό κίνημα, σε επίπεδο βάσης να μην ελέγχει πραγματικά τις διαδικασίες των αποφάσεων και την πορεία των αγώνων του.
Είναι γνωστό πως οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, που ελέγχονται από τα κόμματα του κατεστημένου (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) υποσκάπτουν και σαμποτάρουν, συχνά με τρόπο ωμό και κυνικό, κάθε προσπάθεια του μαζικού κινήματος αντισταθεί πραγματικά και δυναμικά στις επιθέσεις που δέχεται. Η κατηγορία της απεργοσπασίας δεν είναι καθόλου υπερβολική γι’ αυτές τις ηγεσίες.
Το ζήτημα της πραγματικής δημοκρατίας στο συνδικαλιστικό και νεολαιίστικο κίνημα, καθώς και στους αγώνες του κινήματος, πρέπει νααποτελεί στην εποχή μας κεντρικό ζήτημα πάλης. Ιδιαίτερα στο συνδικαλιστικό κίνημα, οι ηγεσίες έχουν μετατραπεί σε πολιτικό εργαλείο στα χέρια της άρχουσας τάξης για να διαιωνίζει την κυριαρχία της. Η πάλη για να αλλάξει αυτή η εικόνα, για να περάσουν οι οργανώσεις και οι αγώνες στα χέρια της βάσης του κινήματος, πρέπει να είναι συνειδητή και ανυποχώρητη από τη μεριά των πιο προχωρημένων αγωνιστών.
Όταν όμως βλέπουμε παρόμοια φαινόμενα στις γραμμές της Αριστεράς, τότε είναι φανερό πως ο αγώνας αυτός είναι πολύ πιο δύσκολος και απαιτεί μάχη και μέσα στις γραμμές της Αριστεράς. Αυτό έχει να κάνει, ακριβώς με το τι Αριστερά θέλουμε και παλεύουμε να χτίσουμε.
Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά, ειδικά από την Αριστερά που είναι εκπαιδευμένη στο σχολείο του Σταλινισμού.
Ενδεικτικά, το ΚΚΕ αναγνωρίζει σαν πραγματικούς αγώνες μόνο ότι οργανώνει το ίδιο. Έτσι αν πάρουμε την εποχή των Μνημονίων και των μεγάλων μαχών που δόθηκαν, ειδικά την περίοδο 2011 και 2012, για το ΚΚΕ σαν να μην υπήρξαν. Ο μόνος αγώνας στον οποίο αναφέρεται σαν σημαντικό είναι αυτός τηςΕλληνικής Χαλυβουργίας, τον οποίο καθοδήγησε το ΠΑΜΕ.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι πιο μεγάλο κοινωνικό κίνημα, αυτό των Αγανκτισμένων, το απαξίωσε ολοκληρωτικά παρουσιάζοντας το ούτε λίγο ούτε πολύ σαν δημιούργημα της άρχουσας τάξης [7].
Η εικόνα στο φοιτητικό κίνημα είναι επίσης τραγική. Οι πιο μεγάλες μάχες δόθηκαν την περίοδο 2006 – 7 και τον Σεπτέμβρη του 2011.
Στο κίνημα των φοιτητών του 2006 – 07, όταν αυτό ξεκίνησε, το Μάη του 2006, η ΚΝΕ το κατάγγειλε και ψήφιζε μαζί με τη ΔΑΠ ενάντια στις καταλήψεις. Αργότερα, όταν κατάλαβε πως βρέθηκε εκτός πραγματικότητας, έκανε στροφή 180 μοιρών, παρουσιάζοντας όμως το κινημα… σανδικό της δημιούργημα![8].
Μερικά χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 2011, σε μια κρίσιμη φάση για τους αγώνες της κοινωνίας, όταν το φοιτητικό κίνημα επιχείρησε να βγει, για να πορευτεί μαζί με την υπόλοιπη κοινωνία, το ΚΚΕ καταψήφιζε, ξανά, τις καταλήψεις μαζί με τη ΔΑΠ. [9].
Δυστυχώς το πρόβλημα δεν περιορίζεται στο ΚΚΕ και την ΚΝΕ. Στο χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των ΕΑΑΚ έχουμε εντελώς παρόμοια φαινόμενα. Χαρακτηριστικότερο ίσως είναι το περιστατικό, που έγινε πανελλαδικό θέμα, του άγριου ξύλου ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα των ΕΑΑΚ στην Πάτρα το 2010 [10].
Το παραδείγματα τραμπουκισμών, καπελωμάτων, απαράδεκτων γραφειοκρατικών διαδικασιών που καταστρέφουν κάθε έννοια δημοκρατίας, είναι δυστυχώς πάρα πολλά στις γραμμές της Αριστεράς, και, τραγικά, αυτής που συχνά μιλά στο όνομα του Μαρξισμού και της επανάστασης. [11], [12], [13], [14]
Η εμπλοκή στους αγώνες της κοινωνίας απαιτεί σεβασμό στη δημοκρατία των κινημάτων – δηλαδή στο δικαίωμα της βάσης να αποφασίζει για τους αγώνες της χωρίς γραφειοκρατικά καπελώματα. Η «Αριστερά» που δεν σέβεται αυτό το στοιχείο δεν είναι άξια του τίτλου «Αριστερά».
Η έμφαση στην κινηματική δράση πρέπει ασφαλώς να έχει σαν κεντρική αναφορά το εργατικό κίνημα που είναι η μεγάλη δύναμη ανατροπής λόγω της θέσης που έχει στην παραγωγική διαδικασία. Όμως όχι μόνο. Πέρα από το εργατικό κίνημα υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός κινημάτων στα οποία η Αριστερά οφείλει να έχει δυναμική παρέμβαση – είτε να τα δημιουργεί μέσα από δικές της πρωτοβουλίες είτε να συμμετέχει όταν αυτά προκύπτουν μέσα από αυθόρμητες διαδικασίες του μαζικού κινήματος. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά μέσα από την «ελληνική» εμπειρία των τελευταίων χρόνων: «Δεν πληρώνω», «Αγανακτισμένοι», Κινήματα Αλληλεγγύης (όπως κοινωνικά ιατρεία, φαρμακεία κλπ) κινήματα για το Περιβάλλον, ενάντια στο Ρατσισμό και το Φασισμό, υπέρ των Προσφύγων και Μεταναστών, υπέρ του γυναικείου κινήματος και του Κινήματος της κοινότητας ΛΟΑΤ, κοκ.
Μέσα από τις γραμμές του εργατικού και των κοινωνικών κινημάτων πρέπει να δίνεται η μάχη για μεγάλους συντονισμένους αγώνες που έχουν στόχο την ανατροπή των εφαρμοζόμενων πολιτικών, αλλά και αυτούς που τα εφαρμόζουν.
Ένα τμήμα της Αριστεράς έχει την αντίληψη πως είναι άλλο πράγμα η συνδικαλιστική πάλη και άλλο η πολιτική πάλη. Πρόκειται για λάθος. Η πάλη του εργατικού κινήματος είναι και συνδικαλιστική και πολιτική ταυτόχρονα – τα δύο πρέπει να είναι ενιαία και αδιαίρετα. Κάθε προσπάθεια διαχωρισμού των δύο, όπως γίνεται από τμήματα της Αριστεράς, προσφέρει τις χειρότερες υπηρεσίες στο κίνημα.
3. Δημοκρατία
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το θέμα της δημοκρατίας στην Αριστερά και στα κινήματα δεν είναι καθόλου τυπικό ζήτημα, είναι θέμα ζωτικής σημασίας.
Η βάση πρέπει να ελέγχει την ηγεσία, τις αποφάσεις και την πορεία των (πολιτικών και άλλων) οργανώσεων του κινήματος.
Η εμπειρία και πάλι του ΣΥΡΙΖΑ, μιλά από μόνη της: ο πρόεδρος του κόμματος έκανε ότι ήθελε και οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στο γκρεμό με τεράστιο κόστος για το μαζικό κίνημα και την κοινωνία!
Χρειάζεται να σταθούμε κάπως αναλυτικά στο τι σημαίνει δημοκρατία σε ένα πολιτικό φορέα της Αριστεράς. Σήμερα ειδικά που η προσπάθεια να συγκροτηθεί μια «νέα Αριστερά» αναγκαστικά θα σημαίνει τη συνεργασία πολλών και διαφορετικών οργανώσεων και τάσεων της Αριστεράς, σε ένα σχήμα που θα έχει ξεκάθαρα ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ΛΑΕ, και παλιά, την πρώτη περίοδο της δημιουργίας του, ο ΣΥΡΙΖΑ) η δημοκρατική εσωτερική λειτουργία θα πρέπει να περιλαμβάνει:
- Δημοκρατία σε επίπεδο βάσης. Απαιτούνται ανοικτές δημοκρατικές διαδικασίες σε συντροφικό κλίμα που να επιτρέπει ελεύθερη έκφραση διαφωνιών, κριτικής και αντίλογου.
- Χώρο στους ανένταχτους. Το μεγάλο τεστ για κάθε ομοσπονδιακό φορέα είναι η δυνατότητα του να ελκύει κόσμο που δεν ανήκει και δεν θέλει να ανήκει σε κάποια από τις οργανώσεις/τάσεις που συναποτελούν τον κοινό, ομοσπονδιακό φορέα. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να υπάρχει χώρος έκφρασης αλλά και αντιπροσώπευσης των ανένταχτων και στις συνελεύσεις και στα συντονιστικά όργανα.
- Δημοκρατικά συντονιστικά. Ξεκινώντας από τη βάση, τα συντονιστικά πρέπει να είναι αντιπροσωπευτικά, δηλαδή όσες οργανώσεις της Αριστεράς συμμετέχουν στον κοινό φορέα και θέλουν, πρέπει να αντιπροσωπεύονται στα συντονιστικά. Εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντικό όμως είναι να μπορούν οι «ανένταχτοι» να έχουν παρουσία στα συντονιστικά.
- Ποσοστώσεις. Για είναι πραγματικά δημοκρατικά τα συντονιστικά έχει σημασία να υπάρχουν ποσοστώσεις στην εκπροσώπηση των διαφορετικών οργανώσεων και τάσεων στα όργανα.
Για παράδειγμα η μεγαλύτερη οργάνωση ή οργανωμένη τάση (στην περίπτωση, πχ, της ΛΑΕ, το πρώην «Αριστερό Ρεύμα») θα είναι σε θέση, αν δεν υπάρχουν ποσοστώσεις να ελέγχει το σύνολο σχεδόν των συντονιστικών οργάνων στα διάφορα επίπεδα (όπως έκανε ο ΣΥΝ στον ΣΥΡΙΖΑ) κι έτσι να αποκλείει όποιους επιθυμεί – είτε οργανώσεις είτε ανένταχτους. Θα μπορεί δηλαδή, αν το επιλέξει, να μετατρέψει τον κοινό φορέα σε φορέα του «Αριστερού Ρεύματος» και τους υπόλοιπους σε δορυφόρους.
Είναι σωστό επομένως να υπάρχουν ποσοστώσεις του είδους «καμία οργάνωση/τάση δεν μπορεί να ελέγχει πάνω από το 1/3 των μελών κάθε συντονιστικού οργάνου, σε όλα τα επίπεδα, ενώ όπου υπάρχουν σημαντικοί αριθμοί ανένταχτων θα πρέπει να εκπροσωπούνται αναλογικά στα όργανα (με όριο πχ το 50%).
Όλα αυτά ασφαλώς είναι μπούσουλας – είναι κατευθύνσεις που θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή, ευελιξία και προπαντών ευαισθησία.
- Ανακλητότητα. Όλα τα συντονιστικά όργανα σε όλα τα επίπεδα, ασφαλώς, θα πρέπει να είναι ανακλητά ανά πάσα στιγμή.
- Όχι σε βοναπάρτες. Κανένα άτομο ή όργανο δεν μπορεί να απολαμβάνει «βοναπαρτιστικές» εξουσίες – δηλαδή υπερεξουσίες που επιτρέπουν στους ηγέτες να κάνουν ότι θέλουν χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε συλλογικά όργανα.
Ο Α. Τσίπρας για παράδειγμα ήταν ένας βοναπάρτης ο οποίος εκλεγόταν απ’ ευθείας από το συνέδριο κι έτσι ούτε καν η Κεντρική Επιτροπή δεν μπορούσε να τον ελέγχει. Σαν αποτέλεσμα έφτιαξε μια ομάδα γύρω από τον ίδιο και έκανε ότι ήθελε χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα. Δεκάδες χιλιάδες μέλη του κόμματος του οποίου ο Τσίπρας ήταν πρόεδρος, «ξύπνησαν» μια μέρα για να ανακαλύψουν ότι τους είχε «πουλήσει», χωρίς να είναι σε θέση να κάνουν το παραμικρό για να αλλάξουν αυτή την πραγματικότητα. Καλώντας πρόωρες εκλογές ο Τσίπρας δεν επέτρεψε στη βάση του κόμματος να εκφέρει άποψη, δεν άφησε καν την Κεντρική Επιτροπή να πάρει θέση!
- Όχι σε ανεξέλεγκτα όργανα. Ούτε η ΚΕ του κόμματος δεν πρέπει να είναι έξω από τον έλεγχο της βάσης.
Οι αποφάσεις της ΚΕ πρέπει να περνούν από διαδικασίες έγκρισης των τοπικών οργανώσεων. Αν ένα ποσοστό, πχ το 1/3 των τοπικών οργανώσεων διαφωνήσει τότε (και με βάση το καταστατικά) θα πρέπει να καλείται έκτακτη συνδιάσκεψη. Αν το 1/3 των τοπικών οργανώσεων το ζητήσει, συγκεκριμένα, το καταστατικό θα πρέπει να προνοεί ώστε να καλείται αυτόματα έκτακτο συνέδριο στο οποίο να μπορεί να τεθεί θέμα εκλογής νέας Κ.Ε.
- Επιλογή υποψήφιων βουλευτών. Οι τοπικές οργανώσεις πρέπει να επιλέγουν τους υποψήφιους βουλευτές (καθώς και τη σειρά όταν αυτό απαιτείται, όπως πχ στις εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη) μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες σε επίπεδο οργάνωσης βάσης. Η κεντρική ηγεσία δεν πρέπει να έχει δικαίωμα παρέμβασης στη διαδικασία πέρα από το να ορίσει ένα αριθμό υποψηφίων στο 10% το πολύ 15% του συνόλου κεντρικά.
- Συνέλευση – όχι κάλπη αντί συνέλευσης. Οι διαδικασίες ψηφοφορίας σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να γίνονται με βάση τις παρουσίες στη γενική συνέλευση – η δημοκρατία δεν έχει καμία σχέση με το φαινόμενο των «κουβαλητών» που έρχονται στην κάλπη την ώρα της ψηφοφορίας χωρίς να έχουν παρακολουθήσει καθόλου τις διαδικασίες της γενικής συνέλευσης (όπως γινόταν στον ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια).
- Εναλλαγή. Σε κάθε όργανο το οποίο είναι πολυμελές χρειάζονται πάντα πιο μικρά, ευέλικτα σχήματα που να αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των καθημερινών ζητημάτων. Πχ πέρα από τη βδομαδιάτικη σύσκεψη μιας, πχ, «Πολιτικής Επιτροπής» θα απαιτείται η καθημερινή σύσκεψη μια Γραμματείας. Στη Γραμματεία αυτή θα πρέπει η συμμετοχή να είναι αντιπροσωπευτική και να γίνεται εκ περιτροπής. Τα μέλη της να εναλλάσσονται, πχ, κάθε 3 ή 6 μήνες.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία που θα πρέπει να ενσωματωθούν στους κανονισμούς λειτουργίας ή το καταστατικό ενός ομοσπονδιακού αριστερού φορέα που θέλει να λειτουργεί πραγματικά δημοκρατικά, χωρίς καπελώματα, με σεβασμό στη βάση, με σεβασμό στη διαφορετικότητα των οργανώσεων και συλλογικοτήτων που τον αποτελούν και με σεβασμό, προπάντων, στον ανένταχτο κόσμο που θέλει να ελκύσει.
Υποστηρίζοντας αυτό, βέβαια, χρειάζεται η κατανόηση ότι κανένα καταστατικό από μόνο του δεν εγγυάται την πραγματική δημοκρατική λειτουργία. Χρειάζεται η ενεργή εμπλοκή των ζωντανών δυνάμεων που τον αποτελούν. Χωρίς αυτήν, ο οποιοσδήποτε κανονισμός λειτουργίας μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε νεκρό γράμμα.
4. Διεθνισμός
Η Αριστερά που δεν κατανοεί ότι η πάλη που διεξάγει πρέπει αναγκαστικά να είναι διεθνιστική θα αποδειχθεί μια χαμένη υπόθεση.
Ο διεθνισμός είναι συστατικό μέρος του μαρξισμού από την αρχή της ύπαρξής του. Αν την εποχή του Μαρξ, στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν απαραίτητος, πόσο μάλλον σήμερα! Κι όμως υπάρχουν σταλινικές οργανώσεις που στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης σκέφτονται «εθνοκεντρικά».
Ο διεθνισμός σήμερα είναι και πιο απαραίτητος αλλά και πιο ρεαλιστικός παρά ποτέ με δεδομένη την ταχύτητα της πληροφόρησης και της μετακίνησης καθώς και των μέσων που έχουν σήμερα οι εργαζόμενοι στα χέρια τους.
Ένα και μόνο γεγονός, οι μεγάλοι αγώνες των εργαζομένων στην Ευρώπη και διεθνώς υπέρ του ελληνικού κινήματος, με 250 διαδηλώσεις μόνο στη διάρκεια της βδομάδας του δημοψηφίσματος, δείχνουν τις δυνατότητες.
Το να νομίζει κανείς ότι μπορεί το ελληνικό κίνημα να «νικήσει» μόνο του και χωρίς την κοινή πάλη και αλληλεγγύη του εργατικού κινήματος στην υπόλοιπη Ευρώπη, αποτελεί τεράστια αφέλεια – πολύ δε περισσότερο το να πιστεύει κανείς πως η εναλλακτική σοσιαλιστική κοινωνία μπορεί να κτιστεί απομονωμένα σε μια μόνο χώρα!
Από την άλλη οι εργαζόμενοι στην υπόλοιπη Ευρώπη που παρακολούθησαν, στήριξαν και εμπνεύστηκαν από το ελληνικό εργατικό κίνημα τα προηγούμενα χρόνια, έχουν πολλά να πάρουν απ’ αυτό. Όχι μόνο θετικά συμπεράσματα για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και των αντιστάσεων αλλά και «αρνητικά» όπως προκύπτουν από την υποταγή του Α. Τσίπρα. Αυτή η αμοιβαία σχέση αφορά όλους τους εργαζόμενους και όλα τα κινήματα σε όλες τις χώρες. Το ελληνικό κίνημα και η ελληνική Αριστερά μπορούν πραγματικά να γίνουν καταλύτης για όλη την Ευρώπη, αν σταθούν με συνέπεια στις αρχές της ταξικής πάλης και του κοινωνικού μετασχηματισμού και δεν υποταχθούν όπως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Διεθνισμός όμως δεν σημαίνει απλά αλληλεγγύη. Ο Μαρξισμός ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα όχι για να χτίσει εθνικές αλλά για να κτίσει διεθνείς οργανώσεις του εργατικού κινήματος (την 1η Διεθνή με πρωταγωνιστή τον Μαρξ, τη 2η Διεθνή με τον Ένγκελς, την 3η ο Λένιν με τους Μπολσεβίκους και την 4η, μετά την καταστροφή της 3ης από τον Στάλιν, ο Τρότσκι). Αυτό είναι και σήμερα το καθήκον. Οι δυνατότητες είναι μεγαλύτερες από ποτέ.
Για μια μαζική Επαναστατική Αριστερά
Όλα τα πιο πάνω συνιστούν αυτό που με δυο λέξεις ονομάζεται Επαναστατική Αριστερά. Γιατί, τίποτα λιγότερο δεν αρκεί.
Η πρόταση που καταθέτει το «Ξ» για το κτίσιμο μιας μαζικής επαναστατικής Αριστεράς δεν αποτελεί κάποιου είδους αυτοσκοπό, ένα αφηρημένο ιδεολόγημα, στο οποίο κάποιοι μένουν δογματικά προσκολλημένοι.
Όλα όσα προτείνονται πιο πάνω, σαν πολιτικό πρόγραμμα, είναι οι απόλυτα απαραίτητες προϋποθέσεις για την έξοδο της ελληνικής κοινωνίας από το καταστροφικό τέλμα στο οποίο βρίσκεται. Όμως αυτό το πολιτικό πρόγραμμα είναι αδύνατο να εφαρμοστεί χωρίς μετωπική ρήξη με το κατεστημένο, με την εξουσία του κεφαλαίου, με την Ευρωζώνη και την ΕΕ, με το καπιταλιστικό σύστημα συνολικά. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Για να δοθεί αυτή η μεγάλη μάχη με επιτυχία χρειάζεται «επικεφαλής» των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων να υπάρχει ένας μαζικός αριστερός σχηματισμός, μια Αριστερά, που να έχει ολοκληρωμένη αντίληψη και κατανόηση των πιο πάνω προϋποθέσεων. Να έχει την αποφασιστικότητα για να κάνει τις ιδέες πράξη και, ταυτόχρονα, την κρίσιμη μάζα που απαιτείται για να μπορέσει δώσει στην κοινωνία τις προτάσεις, κατευθύνσεις και στόχους που χρειάζονται. Γιατί αν οι δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς είναι μικρές, όσο σωστές και άρτια επεξεργασμένες θέσεις και προτάσεις και να έχουν δεν μπορούν να αποτελέσουν τη δύναμη που θα φέρει τις ποθούμενες πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές.
Δυστυχώς το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ μιλούν στο όνομα της επανάστασης, έχουν αποδείξει ότι δεν μπορούν να παίξουν αυτό το ρόλο.
Η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, απελευθερώνει σήμερα μεγάλες δυνάμεις. Αυτές οι δυνάμεις δεν διεκδικούν να αποτελέσουν τη μαζική επαναστατική Αριστερά που περιγράφουμε. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τη ΛΑΕ (που εμφανίζεται, ως ένα βαθμό, σαν ένα «δημοκρατικό πατριωτικό μέτωπο») αλλά και για άλλες δυνάμεις που αυτή τη στιγμή αποσπώνται με ταχύτητα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Καμία απ’ αυτές τις δυνάμεις δεν ισχυρίζεται ότι στοχεύει συνειδητά στη δημιουργία μιας μαζικής επαναστατικής Αριστεράς.
Αυτό είναι ένα έλλειμμα της σημερινής συγκυρίας! Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι δυνάμεις που αποσπώνται από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σε μια διαδικασία αναζήτησης – αναζήτησης του δρόμου που θα δώσει προοπτική και διέξοδο. Αυτό δημιουργεί θετικές προϋποθέσεις.
Πέρα από τις οργανωμένες δυνάμεις/τάσεις που αφήνονται «ορφανές» μετά την υποταγή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν χιλιάδες αγωνιστές που σαν άτομα («ανένταχτοι») προσπαθούν να κλείσουν τις πληγές τους και να προχωρήσουν μπροστά.
Οι δυνάμεις, από άποψη αριθμών, επομένως, υπάρχουν. Το ερώτημα είναι αν θα μπορέσουν να συναντηθούν και να καταλήξουν σε συμπεράσματα όπως αυτά που αναπτύσσονται παραπάνω. Η ευκαιρία υπάρχει και είναι ιστορική. Σε αντίθετη περίπτωση θα χαθεί πολύτιμος χρόνος και πολύτιμοι άνθρωποι που θα καταλήξουν απογοητευμένοι στα σπίτια τους.
Το τέλος ενός κύκλου, η αρχή ενός νέου
Το ελληνικό κίνημα έδωσε πολλές μάχες σε όλα τα επίπεδα στη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων. Παρότι είχε και κάποιες επιμέρους νίκες, βασικά έχασε – και στο επίπεδο των εργατικών/απεργιακών αγώνων και στο επίπεδο των κοινωνικών κινημάτων. Ηττήθηκε στο ταξικό και κοινωνικό επίπεδο, αλλά στράφηκε στο πολιτικό επίπεδο και «σήκωσε» τον ΣΥΡΙΖΑ από το 3-4% και τον ανέβασε στο 36%. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πρόδωσε τις ελπίδες και τις προσδοκίες. Ο Α. Τσίπρας επέφερε στην πραγματικότητα την πιο μεγάλη ήττα από όλες τις ήττες που έχει δεχτεί το ελληνικό μαζικό κίνημα τα τελευταία χρόνια.
Αυτό δεν είναι ακόμα εντελώς καθαρό στην κοινωνία. Όπως είπε και ο Μαρξ στην εποχή του, η συνείδηση (το πώς σκέφτονται δηλαδή τα πλατιά λαϊκά στρώματα) πάντα υστερεί των αντικειμενικών συνθηκών.
Ο ανοδικός κύκλος του ΣΥΡΙΖΑ άρχισε την ίδια περίπου εποχή που η μεγάλη αμερικανική κρίση (που ξεκίνησε από την αγορά κατοικίας των ΗΠΑ το 2007) έβγαινε από τα σύνορα των ΗΠΑ και γινόταν διεθνής. Σήμερα ο κύκλος του ΣΥΡΙΖΑ σαν κόμμα της Αριστεράς κλείνει. Ο δε Τσίπρας σαν ηγέτης της Αριστεράς έχει τελειώσει. Στην ιστορία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς θα περάσει σαν ένας (ακόμα) αποστάτης. Όμως η κρίση συνεχίζεται – και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και παγκόσμια. Κι αυτό θα σημαίνει νέες επιθέσεις – επιθέσεις που αυτή τη φορά θα τις θέτει σε εφαρμογή ο Τσίπρας και η κυβέρνηση του.
Μέσα σ’ αυτή την περίοδο από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα, πέρα από τους αγώνες και τις ήττες υπάρχει κι ένα πολύτιμο στοιχείο, που είναι η μαγιά για το μέλλον. Είναι τα συμπεράσματα!
Συμπεράσματα τα οποία θα γίνονται πιο μαζικά όσο η κοινωνία θα βλέπει τον Τσίπρα να επιτελεί το ρόλο που επέλεξε να αναλάβει, στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης. Πολλοί αγωνιστές της βάσης που μέχρι χτες πίστευαν στον ΣΥΡΙΖΑ θα καταλήγουν σε συμπεράσματα που αφορούν τη λειτουργία του συστήματος, τη λειτουργία και το ρόλο της ΕΕ, το πού έσφαλε ο ΣΥΡΙΖΑ το τι Αριστερά χρειαζόμαστε! Πολύτιμα συμπεράσματα που αποτελούν οδηγό για το μέλλον! Δυστυχώς έτσι γράφεται η ιστορία του μαζικού κινήματος. Βγάζει συμπεράσματα μέσα από τις ήττες του!
Στηριγμένη πάνω σ’ αυτά τα συμπεράσματα και αυτές τις χιλιάδες των αγωνιστών η Αριστερά που περιγράφουμε μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Χρειάζεται η κατανόηση ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ο κύκλος του Τσίπρα έκλεισε. Ένας νέος κύκλος αναπόφευκτα ξεκινά. Αυτός ο κύκλος έχει τη δυνατότητα να έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία της μαζικής επαναστατική Αριστεράς. Έχουμε υποχρέωση να δώσουμε αυτή τη μάχη συνειδητά και αποφασιστικά.
Μόνο που πρέπει να βιαστούμε. Γιατί δεν υπάρχει ποτέ όριο στο πόσο αντιδραστική και βάρβαρη μπορεί να γίνει η επίθεση της άρχουσας τάξης. Το απέδειξε η δεκαετία του 1930! Το δείχνει η Χρυσή Αυγή που παραμένει 3ο κόμμα, παρότι οι ηγέτες της είναι αποδεδειγμένα, για κάθε λογικό άνθρωπο, δολοφόνοι! Και γιατί την ίδια στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές το Αιγαίο εξακολουθεί να ξεβράζει μικρά νεκρά παιδάκια! Δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για χάσιμο!