Επανάσταση κι αντεπανάσταση στη Γερμανία – Από τα Σοβιέτ στην επικράτηση του Χίτλερ
1ο μέρος – Του Παναγιώτη Βογιατζη
Το 1923 το κόμμα του Χίτλερ ήταν μια μικρή περιθωριακή ομάδα. Το 1933 είχε ήδη αναρριχηθεί στην εξουσία. Και το 1943 είχε μετατρέψει ολόκληρη την Ευρώπη σε ερείπια. Πώς έγινε δυνατή μια τέτοια καταστροφική εξέλιξη; Και το κυριότερο: πώς μπορούσε να αποφευχθεί;
Η επανάσταση του 1918
Η ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλισμού στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα έκανε το προηγούμενο μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις δυο παραδοσιακές μεγάλες δυνάμεις, την Μ. Βρετανία και την Γαλλία, εντελώς ανεπαρκές. Δίπλα τους είχε εμφανιστεί μια νέα μεγάλη δύναμη, η Γερμανία, που διέθετε την πιο μοντέρνα και συγκεντροποιημένη βιομηχανία της εποχής, χωρίς όμως τις απαιτούμενες πρώτες ύλες και αγορές για τα προϊόντα της. Αυτός ο λόγος ήταν υπεραρκετός για να ξεσπάσει ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος και η δολοφονία του πρίγκιπα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο το 1914 ήταν μόνο η αφορμή.
Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό με τον οποίο οι Γερμανοί εργάτες ρίχτηκαν στην μάχη για τα συμφέροντα της αστικής τους τάξης, έφτασαν 2-3 χρόνια καταστροφών και στερήσεων για να βγάλουν το σωστό συμπέρασμα πως αυτός ο πόλεμος δεν ήταν δικός τους. Οι αντιπολεμικές φωνές δυνάμωσαν. Η διαγραφόμενη ήττα έδιωξε και τις τελευταίες αυταπάτες και όρθωσε στο δρόμο του γερμανικού ιμπεριαλισμού ένα τοίχο. Η εξωτερική δυναμική μετατράπηκε σε εσωτερική. Έτσι, ο πόλεμος μετατράπηκε σε επανάσταση.
Όπως στη Ρωσία το 1917, ο πόλεμος οδήγησε εργάτες και στρατιώτες στο να βγάλουν τα σωστά συμπεράσματα για τα αδιέξοδα του προηγούμενου καθεστώτος. Όπως στη Ρωσία, μέσα σε λίγες μόνο μέρες στις αρχές του Νοέμβρη του 1918, όλες οι μεγάλες πόλεις είχαν περάσει στα χέρια των επαναστατημένων. Όπως και στη Ρωσία, δημιουργήθηκαν ενστικτωδώς συμβούλια εργατών και στρατιωτών, τα Σοβιέτ, που ήταν η μόνη δύναμη με πραγματική εξουσία. Όπως και στην επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία, μια περίεργη κατάσταση δημιουργήθηκε. Ενώ όλη η εξουσία βρισκόταν πρακτικά στα χέρια των συμβουλίων εργατών και στρατιωτών, αυτή παραδόθηκε σε μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση, που δεν είχε άλλο σκοπό από την διατήρηση του παλιού κοινωνικού συστήματος, με οποιοδήποτε κόστος. Εδώ όμως τέλειωναν οι ομοιότητες. Γιατί, σε αντίθεση με τη Ρωσία, στη Γερμανία το 1918 δεν υπήρχε ένα κόμμα που να ξέρει τι πρέπει να γίνει και που θα βοηθούσε τους εργάτες και τους στρατιώτες ν’ ακολουθήσουν τη σωστή επαναστατική τακτική.
Οι Μπολσεβίκοι αφιέρωσαν όλη τους την ενεργητικότητα από τον Φλεβάρη μέχρι τον Οκτώβρη του 1917, στο να δώσουν στις μάζες να καταλάβουν την πραγματική τους δύναμη. Εκεί αποσκοπούσε το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Την ίδια ώρα όμως καταλάβαιναν ότι αυτή δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία και ότι χρειαζόταν υπομονή μέχρι να βγάλουν οι εργάτες κι οι αγρότες τα σωστά συμπεράσματα για τα παραδοσιακά τους κόμματα. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο για τη Γερμανία, όπου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ήταν πανίσχυρο και είχε πίσω του μια παράδοση σχεδόν μισού αιώνα σαν το μοναδικό κόμμα της εργατικής τάξης.
Το νεογέννητο ΚΚ Γερμανίας (KPD) απέτυχε στην ιστορική του αποστολή. Προκλήθηκε να προχωρήσει σε μια εξαιρετικά πρώιμη εξέγερση που καταπνίγηκε από το SPD και τα παραστρατιωτικά σώματα που εσπευσμένα δημιούργησαν οι αστοί. Κάτι παρόμοιο επιχειρήθηκε να γίνει και στη Ρωσία, τον Ιούλη του 1917, εκεί όμως οι Μπολσεβίκοι κατάφεραν να διευθύνουν μια συντεταγμένη υποχώρηση και να περιορίσουν τις απώλειες. Έτσι, αυτή η πρώτη γερμανική επανάσταση πνίγηκε στο αίμα και οι δυο βασικοί της ηγέτες, ο Καρλ Λήμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, δολοφονήθηκαν. Τον Αύγουστο του 1919 ψηφίστηκε στη Βαϊμάρη το νέο γερμανικό σύνταγμα και η Γερμανία ανακηρύχθηκε και επισήμως Δημοκρατία (η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όπως έμεινε στην ιστορία).
Η συνθήκη των Βερσαλλιών
Τον Ιούνη του 1919 υπογράφτηκε στο ανάκτορο των Βερσαλλιών η συνθήκη τερματισμού του 1ου Π. Πολέμου. Περιλάμβανε πολλές εδαφικές απώλειες για τη Γερμανία, αλλά και αστρονομικές πολεμικές αποζημιώσεις, που ήταν εντελώς αδύνατο να ικανοποιηθούν. Για την επόμενη δεκαετία, η αναθεώρηση ή η κατάργηση της συνθήκης έγινε η κορωνίδα του προγράμματος του ναζιστικού κόμματος.
Η συνθήκη πρόσθεσε κι αυτή το δυσβάσταχτό της βάρος στην ήδη κατεστραμμένη γερμανική οικονομία. Οι Γερμανοί αστοί, έχοντας πρόσκαιρα ξεμπερδέψει με την επανάσταση, προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν και με την κυβέρνηση του SPD, που δεν τους επέτρεπε να υλοποιήσουν τα σχέδια τους για την πλήρη διάλυση των εργατικών δικαιωμάτων, ώστε να μπορέσουν να ξεφύγουν από την κρίση.
Στις 13 Μαρτίου του 1920 εκδηλώνεται στρατιωτικό πραξικόπημα, το πραξικόπημα του Καππ. Το εργατικό κίνημα όμως, αν και είχε ηττηθεί μόλις ένα χρόνο πριν, δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη. Αυθόρμητες απεργίες ξεσπούν παντού και μετατρέπονται γρήγορα σε Γενική Απεργία. Έτσι, παρ’ ότι ο στρατός αρνείται να το καταστείλει, το πραξικόπημα κατέρρευσε σε 4 μόλις μέρες και οι πρωταίτιοι διέφυγαν στο εξωτερικό. Κι εδώ, οι ομοιότητες με τα βήματα που ακολούθησε η ρωσική επανάσταση είναι εκπληκτικές. Κάτι ανάλογο επιχειρήθηκε τον Αύγουστο του 1917, με το πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοβ. Τότε, οι Μπολσεβίκοι πρόσφεραν την υποστήριξή τους στην Προσωρινή Κυβέρνηση, χωρίς βέβαια ούτε στιγμή να πάψουν την κριτική τους προς αυτή. Η στάση τους αυτή ήταν που τους πρόσφερε και την τελική ώθηση προς την εξουσία. Σε αντιδιαστολή, το «υπεραριστερό» KPD δήλωσε αρχικά πως το πραξικόπημα του Καππ ήταν μια ενδοοικογενειακή υπόθεση της αντίδρασης και πως δεν έπαιρνε θέση. Μόνο την επόμενη μέρα, όταν φάνηκε καθαρά πως το σύνολο της εργατικής τάξης τάχθηκε μαχητικά κατά του πραξικοπήματος, τροποποίησε τη θέση του και υποστήριξε την Γενική Απεργία.
Τα υπεραριστερά λάθη του KPD συνεχίστηκαν και την επόμενη χρονιά, εισάγοντας τη «θεωρία της επίθεσης». Σύμφωνα μ’ αυτή τη «θεωρία», μια μικρή μειοψηφία Κομμουνιστών μπορούσε με τις πράξεις της να διεγείρει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και να προκαλέσει την επανάσταση. Τον Μάρτη του 1921 γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν το Ντίσελντορφ, σαν απάντηση στην αδυναμία της γερμανικής κυβέρνησης να καταβάλει τις αποζημιώσεις που όφειλε. Οι εργάτες των ορυχείων της περιοχής κατέβηκαν σε απεργία και η ηγεσία του KPD αποφάσισε να τους «υποστηρίξει» κηρύσσοντας την εξέγερση σ’ ολόκληρη τη Γερμανία. Η τυφλή τους ανυπομονησία να αναμετρηθούν με την αστική τάξη τους έκανε να παραβλέπουν πως λίγους μόνο μήνες πριν, το SPD και η αριστερή του διάσπαση, το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD), είχαν λάβει πάνω από 11 εκατομμύρια ψήφους, έναντι μόλις 500 χιλιάδων των Κομμουνιστών. Η «επίθεση του Μαρτίου» κατέληξε και πάλι σε βαριά ήττα. Ηρωικές αλλά μεμονωμένες εξεγέρσεις, απέτυχαν να «διεγείρουν» την εργατική τάξη, για να συντριβούν τελικά μία προς μία από την κυβέρνηση.
Το Ενιαίο Μέτωπο
Το 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τον Ιούνη του 1921, (όσο ζούσε ο Λένιν η ΚΔ διεξήγαγε τα συνέδριά της κάθε χρόνο, κάτι που εγκαταλείφθηκε αργότερα) καταδίκασε τη «θεωρία της επίθεσης» και εισήγαγε τη θεωρία του Ενιαίου Μετώπου: Η περίοδος των επαναστάσεων σαν άμεσο καθήκον είχε παρέλθει προσωρινά, αφού οι κομμουνιστές δεν είχαν καταφέρει να πάρουν με το μέρος τους την μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Αυτό ήταν τώρα το καθήκον: Το να αποσπάσουν τις μάζες απ’ την επιρροή των ρεφορμιστών. Με δυο λόγια αυτό σήμαινε καθημερινή πάλη για τα αιτήματα των εργατών και κοινός αγώνας των εργατικών οργανώσεων ενάντια στον κοινό εχθρό. «Προχωράμε χώρια αλλά χτυπάμε μαζί».
Η τακτική του Ενιαίου Μετώπου απέδωσε στο να εξαλείψει τις αρνητικές επιπτώσεις της πολιτικής του KPD, που άρχισε και πάλι ν’ αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Στα μέσα του 1922 το KPD είχε 220.000 μέλη, εξέδιδε 38 καθημερινές εφημερίδες, διέθετε χιλιάδες εκλεγμένους αντιπροσώπους σε δημοτικά συμβούλια και εργατικά συνδικάτα και ήταν το μεγαλύτερο κόμμα σε 250 πόλεις.
Η κρίση του 1923
Η περίοδος σταθεροποίησης στη Γερμανία δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Οι απαιτήσεις των Άγγλων και κυρίως των Γάλλων ήταν δυσβάστακτες. Η κεντρική τράπεζα έκοβε συνεχώς νέο χρήμα για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα και έτσι ο πληθωρισμός άρχισε να καλπάζει. Ένα δολάριο άξιζε 300 μάρκα τον Ιούνη του 1922, ενώ έξι μήνες μετά έφτασε τις 18.000. Αυτό είχε τραγικές επιπτώσεις όχι μόνο για τους εργάτες αλλά και για τα μικροαστικά στρώματα που στην κυριολεξία καταστρέφονταν. Οι αστοί προετοίμαζαν την τελική τους επίθεση. Η επανάσταση του 1918 μπορεί να είχε ηττηθεί, αλλά άφησε πίσω της μια σειρά από κατακτήσεις: την αναγνώριση των συνδικάτων, την ύπαρξη εργοστασιακών επιτροπών, την επαναπρόσληψη των στρατιωτών που αποστρατεύτηκαν στις προηγούμενες δουλειές τους, την 8ωρη εργασία.
Στα τέλη του 1922, ο Ούγκο Στίννες, επικεφαλής του τραστ χάλυβα, δήλωνε:
«Δε διστάζω να πω πως είμαι πεπεισμένος ότι οι Γερμανοί εργάτες θα πρέπει να δουλεύουν 2 ώρες επιπλέον κάθε μέρα για τα επόμενα 10 ή 15 χρόνια… απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε πετυχημένη σταθεροποίηση της οικονομίας, κατά τη γνώμη μου, είναι το σταμάτημα κάθε μισθολογικού αγώνα και κάθε απεργίας για μια μακρά περίοδο… πρέπει να έχουμε το θάρρος να πούμε στο λαό: θα πρέπει να δουλεύετε υπερωρίες χωρίς πρόσθετη αμοιβή για όσο καιρό κριθεί απαραίτητο».
Ήταν ο ίδιος Στίννες που πολλαπλασίασε την περιουσία του με επενδύσεις που χρηματοδοτήθηκαν από πιστώσεις τις οποίες ξεπλήρωσε αργότερα με πληθωρισμένα μάρκα χωρίς καμιά αξία…
Τα πράγματα κατευθύνονταν προς τη σύγκρουση. Το Νοέμβρη του 1922 η κυβέρνηση συνασπισμού του SPD και των φιλελευθέρων κατέρρευσε και πρωθυπουργός ανέλαβε ο εφοπλιστής Βίλχελμ Κούνο. Τον Γενάρη του 1923 η κυβέρνηση κήρυξε στάση πληρωμών. Σαν απάντηση, γαλλικά και βελγικά στρατεύματα κατέλαβαν την βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, όπου παραγόταν το 80% του χάλυβα και του άνθρακα ολόκληρης της Γερμανίας. Ο πληθωρισμός μετατράπηκε σε υπερπληθωρισμό. Ένα ψωμί, που κόστιζε 0.6 μάρκα το 1918, έφτασε τα 250 μάρκα στις αρχές του 1923, 3500 τον Ιούλιο, 1.5 εκατομμύριο το Σεπτέμβριο και 201 δις το Νοέμβριο! Οι τιμές διπλασιάζονταν κάθε λίγες ώρες. Η παραγωγή πρακτικά σταμάτησε. Μόλις πληρώνονταν οι εργάτες, έφευγαν τρέχοντας για να προλάβουν ν’ αγοράσουν κάτι, πριν η τιμή του πολλαπλασιαστεί και πάλι. Οι αγώνες που είχαν ξεκινήσει σαν παθητική αντίσταση στην εισβολή των Γάλλων γρήγορα στράφηκαν εναντίον της κυβέρνησης και των βιομηχάνων που εν τω μεταξύ αγόραζαν τα πάντα για ένα κομμάτι ψωμί και ήταν οι μόνοι που εξακολουθούσαν να θησαυρίζουν.
Το απεργιακό κύμα που εξαπλώθηκε αυθόρμητα σ’ ολόκληρη τη χώρα κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Το SPD έχανε μέλη που κατά χιλιάδες περνούσαν στο πλευρό των Κομμουνιστών. Τον Αύγουστο η κυβέρνηση του Κούνο κατέρρευσε κι αυτή. Οι συνθήκες για την επανάσταση ποτέ δεν ήταν πιο πρόσφορες, αφού, εκτός απ’ τους εργάτες, σ’ αυτή πλέον πρόσβλεπαν και τα εκατομμύρια κατεστραμμένων μικροαστών. Ωστόσο, όπως τόσο συχνά συμβαίνει στην ιστορία, οι ηγέτες του KPD, έχοντας κάψει δυο φορές τα χέρια τους, τώρα δίσταζαν να καλέσουν σε γενίκευση της σύγκρουσης. Για να σπάσει αυτούς τους δισταγμούς, ο Τρότσκι συμβούλεψε στην εκτελεστική γραμματεία της ΚΔ τους ηγέτες του KPD να ορίσουν μια συγκεκριμένη ημερομηνία για την εξέγερση, η πρόταση του όμως απορρίφθηκε.
Το KPD άρχισε τις προετοιμασίες για την εξέγερση, αλλά με μισή καρδιά. Στα τέλη του Οκτώβρη, μια ημερομηνία όντως ορίστηκε τελικά, για να συμπέσει με τη συνδιάσκεψη των συνδικάτων. Την τελευταία όμως στιγμή, μπροστά στις αντιρρήσεις των σοσιαλδημοκρατών, ο ηγέτης του κόμματος Χάινριχ Μπράντλερ αποφάσισε να κάνει πίσω και να μην καταθέσει πρόταση για γενική απεργία και εξέγερση. Αμέσως, δεκάδες αντιπρόσωποι έφυγαν για τις διάφορες πόλεις, για να ενημερώσουν τα μέλη του κόμματος. Στο Αμβούργο όμως έφτασαν πολύ αργά. Στις 23 Οκτωβρίου οι κομμουνιστές κατέλαβαν τα αστυνομικά τμήματα και έστησαν οδοφράγματα. Χωρίς καμιά βοήθεια από πουθενά, η εξέγερσή τους κατεστάλη τρεις μέρες αργότερα.
Στο 5ο Συνέδριο της ΚΔ, το Μάρτιο του 1924, ο Μπράντλερ και η ηγεσία του KPD φορτώθηκαν όλη την ευθύνη γι’ αυτή την χαμένη ευκαιρία και την ήττα, ώστε να μείνουν στο απυρόβλητο οι Ζινόβιεφ, Μπουχάριν και Στάλιν, που στο μεταξύ είχαν πετύχει να ελέγχουν πλήρως τη Διεθνή. Μερικά χρόνια αργότερα ωστόσο, αποκαλύφθηκε ότι η ευθύνη δεν ήταν μόνο δική τους. Στην πραγματικότητα, τέτοιες ήταν οι εντολές που λάμβαναν από την ηγεσία της ΚΔ. Το 1927, όταν η συμμαχία του Ζινόβιεφ με τον Στάλιν είχε πια διαλυθεί, ο πρώτος έδωσε στη δημοσιότητα ένα γράμμα του Στάλιν που εξηγεί πολλά για την τακτική του KPD στις κρίσιμες μέρες του Οκτώβρη του 1923. Έγραφε λοιπόν ο Στάλιν:
«…Αν σήμερα στη Γερμανία πέσει, ας πούμε, η εξουσία κι οι κομμουνιστές σπεύσουν να την αρπάξουν, θα καταρρεύσουν με πάταγο… οι αστοί και οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες θα τους εξολοθρεύσουν. Φυσικά οι φασίστες δεν κοιμούνται, αλλά μας συμφέρει να επιτεθούν πρώτοι (!!). Αυτό θα συσπειρώσει όλη την εργατική τάξη γύρω απ’ τους κομμουνιστές (η Γερμανία δεν είναι Βουλγαρία) (!!). Κατά τη γνώμη μου, οι Γερμανοί πρέπει να συγκρατηθούν και όχι να σπρωχτούν μπροστά».
Για μια ακόμα φορά, το Κομμουνιστικό Κόμμα δοκιμάστηκε και απέτυχε. Οι συνέπειες αυτών των αποτυχιών ήταν δραματικές και πολυεπίπεδες. Πρώτα πρώτα, οι ήττες σήμαιναν ότι δόθηκε πολύτιμος χρόνος στους Γερμανούς αστούς και τους συμμάχους τους να σταθεροποιήσουν την οικονομία και τη θέση τους. Έπειτα, στέρησαν από τη Σοβιετική Ρωσία έναν πολύτιμο σύμμαχο που θα είχε βοηθήσει στην γρήγορη ανάπτυξή της και την αποφυγή της γραφειοκρατικής ολίσθησης που ήδη είχε αρχίσει να κυριαρχεί. Τέλος – και πολύ σημαντικό όπως θα αποδεικνυόταν πολύ γρήγορα – οι μικροαστικές μάζες στη Γερμανία έχασαν την εμπιστοσύνη τους προς το Κομμουνιστικό Κόμμα. Σύντομα θα άρχιζαν να εναποθέτουν τις ελπίδες τους σ’ ένα νέο σχηματισμό που έκανε την εμφάνισή του. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ.