50 χρόνια από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή – τρία άρθρα για την Κύπρο

Μέρος A’
Πώς φτάσαμε στον πόλεμο και τη Διχοτόμηση.  

Το επίσημο αφήγημα της ελληνικής άρχουσας τάξης από την πρώτη στιγμή της διαμάχης της με την τουρκική, είναι ότι οι Έλληνες είναι οι καλοί και οι Τούρκοι οι κακοί, πως η ελληνική πλευρά έχει πάντα δίκιο, πως σε  όλες τις μεγάλες συγκρούσεις φταίνε οι «βάρβαροι» Τούρκοι, κλπ. 

Από την σκοπιά όλων όσων υποστηρίζουμε θέσεις που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων όμως, το βασικό καθήκον είναι να είμαστε αντικειμενικοί και να παρουσιάζουμε τις ευθύνες των αρχουσών τάξεων όλων των πλευρών χωρίς ίχνος εθνικισμού στην ανάλυσή μας. Ιδιαίτερα έχουμε πρώτιστο καθήκον να αποκαλύπτουμε τα εγκλήματα της «δικής μας» άρχουσας τάξης. 

Αυτός είναι ο μόνος τρόπος η Αριστερά να δίνει τη μάχη ώστε τα «εθνικά προβλήματα» να μην οδηγούν σε μίσος και πολέμους ανάμεσα σε εργαζόμενους διαφορετικών εθνοτήτων ή εθνών. Την ίδια στιγμή η ταξική ανάλυση των εθνικών ζητημάτων είναι και ο μόνος τρόπος για να δοθούν λύσεις σε τέτοια προβλήματα. 

Μόνο το εργατικό-λαϊκό κίνημα μπορεί, μέσα από τους πολιτικούς και άλλους οργανισμούς και φορείς του, να έχει μια αντικειμενική προσέγγιση στην ιστορία. Η άρχουσα τάξη είναι «καταδικασμένη», για να αναπαράγει την εξουσία της, να παραποιεί την ιστορία προβάλλοντας τη δικής της εθνικιστική οπτική και ιδεολογία.

Παραποίηση της ιστορίας

Το τελευταίο παράδειγμα παραποίησης της ιστορίας του Κυπριακού, είναι η πρόσφατη εγκύκλιος του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου με αφορμή τα 50 χρόνια από την εισβολή της Τουρκίας το 1974. Η εγκύκλιος αυτή παρουσιάζει τη βαρβαρότητα της εισβολής, τις εκτελέσεις, τους εκτοπισμούς, κλπ, αλλά δεν λέει λέξη για το γεγονός ότι πριν την εισβολή υπήρξε… πραξικόπημα!

Η πραγματικότητα είναι ότι το πραξικόπημα που προηγήθηκε έδωσε στην Τουρκία το δικαίωμα να εισβάλει στην Κύπρο «νόμιμα» και «συνταγματικά». 

Στις 15 Ιουλίου του 1974 η ελληνική Χούντα και η ακροδεξιά, εθνικιστική οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄ που αποτελούσε τον πολιτικό της εκπρόσωπο στην Κύπρο, ανέτρεψαν την εκλεγμένη κυβέρνηση του Μακάριου (αρχιεπίσκοπος και ταυτόχρονα πρόεδρος της Κύπρου) και πέντε μέρες μετά πραγματοποιήθηκε η τουρκική εισβολή. Πριν το πραξικόπημα και την εισβολή είχαν προηγηθεί σχεδόν δύο δεκαετίες στην διάρκεια των οποίων οξύνονταν οι διακοινοτικές εντάσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους (Ε/κ) και Τουρκοκύπριους (Τ/κ) κατοίκους του νησιού. Όλη αυτή η ιστορική διαδρομή είτε αποκρύβεται από την επίσημη ιστοριογραφία, είτε παραποιείται. Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή υπήρξαν εγκλήματα και μαζικές δολοφονίες από τους Ε/κ ακροδεξιούς, όμως αυτά αποκρύπτονται και οι υπαίτιοι δεν καταδικάστηκαν ποτέ, παρότι σε πολλές περιπτώσεις τα ονόματά τους είναι γνωστά. 

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. 

Ε/κ και Τ/κ: Από την συμβίωση στην ΕΟΚΑ

Το 1960 υπογράφτηκε η «ανεξαρτησία» της Κύπρου μετά από τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου του 1959. Η Κύπρος σταματούσε να αποτελεί αποικία της Βρετανίας και γινόταν «ανεξάρτητο» κράτος. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν ποτέ πραγματικά ανεξάρτητη – ήταν δεμένη χειροπόδαρα και από τους Βρετανούς αποικιοκράτες και από τις «μητέρες πατρίδες», Ελλάδα και Τουρκία, που είχαν στρατιωτική παρουσία και, βέβαια, ευθεία πολιτική παρέμβαση. 

Στο Σύνταγμα της χώρας προβλέπονταν τρεις εγγυήτριες δυνάμεις: η Ελλάδα, η Βρετανία και η Τουρκία. Με το πραξικόπημα, η ελληνική πλευρά παραβίασε το Σύνταγμα και η Τουρκία χρησιμοποίησε αυτή την παραβίαση προκειμένου να παρέμβει (με βάση τα «συνταγματικά της δικαιώματα») στην Κύπρο. Βέβαια η Τουρκία δεν πραγματοποίησε την εισβολή για να αποκαταστήσει την συνταγματική τάξη, αλλά χρησιμοποίησε αυτό το επιχείρημα προκειμένου να πάρει (μέσα από την β’ φάση της τουρκικής εισβολής στις 14 Αυγούστου) σχεδόν το 40% των κυπριακών εδαφών, το οποίο βρίσκεται από τότε σε κατοχή. 

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην Κύπρο ζούσαν Ελληνοκύπριοι (Ε/κ) και Τουρκοκύπριοι (Τ/κ) σε αναλογία 80% –20% (και αρκετές ακόμη μικρότερες κοινότητες, όπως Μαρωνίτες, Αρμένιοι, κοκ). Οι πληθυσμοί αυτοί ήταν μικτοί, ζούσαν δηλαδή σε κοινά χωριά και οι σχέσεις τους ήταν ομαλές. 

Το 1955 ξεκίνησε ο αγώνας των Ελληνοκυπρίων ενάντια στην αποικιοκρατία. Παρόμοιους αγώνες με αυτόν των Κυπρίων δίνουν την εποχή αυτή πολλοί λαοί που ανήκαν στη βρετανική αυτοκρατορία. Σε όλη την περιοχή της Μέσης Ανατολής αναπτύσσονται τέτοια κινήματα, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, η μεγαλύτερη από τις οποίες είναι η Ινδία. Φυσικά οι Μαρξιστές και τα προοδευτικά κινήματα της εποχής εκείνης στηρίζουν αυτούς τους αγώνες ενάντια στην αποικιοκρατία ανεπιφύλακτα και με κάθε δυνατό τρόπο. 

Ωστόσο, στην ηγεσία αυτού του αγώνα στην Κύπρο βρίσκεται η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) μια αντάρτικη μυστική οργάνωση της οποίας στρατιωτικός αρχηγός είναι ο ακροδεξιός Γ. Γρίβας, με καταγωγή από την Κύπρο, πρώην επικεφαλής της οργάνωσης «Χ» στον ελληνικό εμφύλιο. Βασικό έργο του Γρίβα και της οργάνωσής του στην Ελλάδα ήταν ο πόλεμος κατά του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ την εποχή της κατοχής και στη συνέχεια στον εμφύλιο. 

Ο Γρίβας ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός του αγώνα ενάντια στους Άγγλους, ενώ ο πολιτικός του ηγέτης ήταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Έχουμε δηλαδή ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, επικεφαλής του οποίου βρίσκεται η Εκκλησία και η Ακροδεξιά. Από την πρώτη της κιόλας εξαγγελία η ΕΟΚΑ (τον Απρίλη του 1955) κάνει καθαρό ότι στόχος της είναι η Ένωση με την Ελλάδα (όχι η ανεξαρτησία του νησιού). Η «Ένωση» γίνεται το κεντρικό σύνθημα του ένοπλου αγώνα. Επιπλέον, αποκλείει από αυτόν τον αγώνα τους Κομουνιστές, μέλη του ΑΚΕΛ, (εκατοντάδες από τους οποίους θα γίνουν στη συνέχεια στόχος της δολοφονικής δράσης της ΕΟΚΑ) αλλά και τους Τουρκοκύπριους. 

Η Τουρκική αντίδραση στην ΕΟΚΑ

Η πρώτη αντίδραση σε αυτές τις εξαγγελίες και τη δημιουργία της ΕΟΚΑ ήρθε από την Τουρκία. Οι διωγμοί των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβρη του 1955 δεν έπεσαν από τον ουρανό (όπως προσπαθεί να παρουσιάσει η ελληνική προπαγάνδα) αλλά είναι η απάντηση της Τουρκίας σε αυτό που θεωρεί προσπάθεια μετατροπής της Κύπρου σε ελληνικό νησί και έξωσης των τουρκικής καταγωγής κατοίκων του. 

Η Κύπρος είναι το τρίτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου, εξαιρετικά κοντά στην Τουρκία (τα παράλια είναι ορατά με γυμνό οφθαλμό) με μεγάλη, συνεπώς, στρατιωτική/στρατηγική σημασία. 

Από τη σκοπιά των συμφερόντων της τουρκικής άρχουσας τάξης, δεν υπήρχε περίπτωση η Τουρκία να αφήσει την Ελλάδα να μετατρέψει την Κύπρο σε ελληνικό νησί χωρίς να κάνει τίποτα. 

Η δεύτερη αντίδραση είναι η ανάδυση των εθνικιστικών στοιχείων στον Τουρκοκυπριακό πληθυσμό. Οι Τ/κ νιώθουν να απειλούνται από τη στιγμή που οι Ε/κ διεκδικούν την ένωση με την Ελλάδα, επομένως οι φωνές που υποστηρίζουν ότι πρέπει να οργανωθούν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους σαν εθνική μειονότητα στο νησί βρίσκουν απήχηση. 

Έτσι, η απάντηση των Τ/κ εθνικιστών (φυσικά με την υποστήριξη της Τουρκίας) είναι η δημιουργία μιας αντίστοιχης/αντίπαλης οργάνωσης στην ΕΟΚΑ, η οποία ονομαζόταν TMT. 

Πρόκειται για μια ένοπλη, παραστρατιωτική, εξίσου εθνικιστική οργάνωση με την ΕΟΚΑ, που διεκδικεί την Διχοτόμηση της Κύπρου (το σύνθημα «Ταξίμ», δηλαδή διχοτόμηση, αρχίζει να κυριαρχεί από το 1956). 

Αυτές οι εξελίξεις δεν πτοούν ούτε τον Γρίβα, ούτε τον Μακάριο, και βέβαια δεν δυσαρεστούν καθόλου τους Βρετανούς αποικιοκράτες, που ενισχύουν με πολύ συνειδητό τρόπο τη διαίρεση ανάμεσα σε Ε/κ και Τ/κ. Η πολιτική του «Διαίρει και Βασίλευε» είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της έμπειρης (και βρώμικης) διπλωματίας της βρετανικής αυτοκρατορίας που κυριαρχούσε ήδη στον πλανήτη επί δύο αιώνες. Οι Βρετανοί ενθαρρύνουν τους Τ/κ εθνικιστές και την Τουρκία να παρέμβουν και να διεκδικήσουν «αυτό που τους ανήκει» στο νησί. 

Μετά την «αποχώρηση» των Βρετανών

Τελικά οι Βρετανοί αναγκάζονται να υποχωρήσουν από την Κύπρο σαν άμεση κατοχική δύναμη, όπως αναγκάστηκαν να φύγουν από πολλές από τις αποικίες τους εκείνη την εποχή: απέσυραν τον κύριο όγκο των στρατευμάτων τους και την απευθείας κατοχή αλλά διατήρησαν την οικονομική και πολιτική εξάρτηση αυτών των χωρών, παραχωρώντας τους μια τυπική ανεξαρτησία. Έτσι, πέρα από την μεγάλη επιρροή στην οικονομική και πολιτική ζωή, διατηρούν δυο τεράστιες στρατιωτικές βάσεις στο νησί. 

Το Σύνταγμα του 1960 αναγνωρίζει την Κύπρο σαν μια ανεξάρτητη, αλλά όχι σαν μια πραγματικά ενιαία χώρα. Οι δύο κοινότητες, θα αποτελούν συστατικά μέρη αλλά με ιδιαίτερες εξουσίες μέσα στα πλαίσια του ίδιου κράτους. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Βρετανία, η Τουρκία και η Ελλάδα θα ήταν οι εγγυήτριες δυνάμεις του Συντάγματος. Έτσι τίθενται οι σπόροι της μελλοντικής διαίρεσης, των συγκρούσεων και του πολέμου.

Με βάση το Σύνταγμα, στη βουλή θα έπρεπε να υπάρχει αναλογική εκπροσώπηση των δύο κοινοτήτων, και το εκλογικό σύστημα ήταν προσαρμοσμένο σ’ αυτό τον κανόνα. Το ίδιο ισχύει για τους δημόσιους υπαλλήλους, τα σώματα ασφαλείας, κλπ. Το νησί θα είχε πρόεδρο Ε/κ και αντιπρόεδρο Τ/κ. Οι εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων είχαν δικαίωμα να ασκήσουν βέτο στις αποφάσεις της άλλης πλευράς. 

Ένα τέτοιο μοντέλο δεν μπορεί να είναι λειτουργικό στο πλαίσιο του σκληρού εθνικιστικού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται εκείνη την περίοδο ανάμεσα στην Ε/κ και την Τ/κ πλευρά, αλλά και ανάμεσα στα συμφέροντα των αρχουσών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας. 

Κατάρρευση του Συντάγματος – έναρξη των ένοπλων διακοινοτικών συγκρούσεων

Έτσι το Σύνταγμα κατέρρευσε το 1963 και το 1964 είχαμε τις πρώτες ένοπλες διακοινοτικές συγκρούσεις. Η Ε/κ πλευρά αναφέρεται στις συγκρούσεις σαν Τ/κ ανταρσία, όμως αυτός που κατάγγειλε το Σύνταγμα ήταν ο Μακάριος. Με αφορμή τις συγκρούσεις η Τουρκία απειλεί με εισβολή. Η αντίδραση της Σοβιετικής Ένωσης που εκείνη την περίοδο είχε φιλική σχέση με τον Μακάριο ήταν καθοριστική στη ματαίωση των τουρκικών σχεδίων – προσωρινά. Η Τουρκία πρόσβλεπε και σχεδίαζε τη διχοτόμηση και αυτά τα σχέδια είχαν την στήριξη/ανοχή των Βρετανών και των ΗΠΑ. 

Ακολούθησε μια ταραγμένη περίοδος δέκα χρόνων, με την εισβολή να γίνεται τελικά το 1974. 

Στο μεσοδιάστημα οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Στην Ε/κ άρχουσα τάξη αρχίζουν να αναπτύσσονται δύο γραμμές. Η μία γραμμή υποστηρίζει την ανεξαρτησία και η άλλη την ένωση με την Ελλάδα. Με λίγα λόγια, ένα κομμάτι της Ε/κ άρχουσας τάξης καταλαβαίνει ότι η Ένωση είναι μια επικίνδυνη, μη ρεαλιστική επιδίωξη. Επιχειρεί επομένως μια στροφή στη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας της Κύπρου, που εντείνεται μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα. Αυτό το κομμάτι εκπροσωπείται από τον Μακάριο, ο οποίος, σε αντίθεση με τους εθνικιστές, αντιλαμβανόταν καλύτερα τι συνέβαινε στο διεθνές σκηνικό και ταυτόχρονα προσπαθούσε να κρατήσει μια πολιτική ισορροπίας ανάμεσα στη Δύση και τη Σοβιετική Ένωση. 

Η ισορροπία αυτή και οι ανοιχτοί δίαυλοι προς την Σοβιετική Ένωση, οδήγησε τους Ε/κ εθνικιστές/ακροδεξιούς (και την ελληνική Χούντα) σε πραγματικό μίσος για τον Μακάριο, τον οποίο αποκαλούσαν «Κάστρο της Μεσογείου». Αυτός ο χαρακτηρισμός όμως είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα, καθώς ο Μακάριος δεν είχα καμία σχέση με την Αριστερά. 

Η Ε/κ άρχουσα τάξη κινείται όλο και πιο ανοιχτά προς την κατεύθυνση της ανεξαρτησίας. Το 1967 ο Γρίβας, φανατικός υποστηρικτής της Ένωσης αναγκάζεται να αποχωρήσει από την Κύπρο λόγω του ρόλου του στις σφαγές Τουρκοκυπρίων στην περιοχή της Κοφίνου (και μετά από νέες απειλές της Τουρκίας για εισβολή). Ωστόσο, το 1971 η ελληνική Χούντα (στην εξουσία από το 1967) τον ξαναστέλνει πίσω στην Κύπρο, όπου δημιουργεί την ΕΟΚΑ Β’. 

ΕΟΚΑ Β’

Η ΕΟΚΑ Β’ είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την ΕΟΚΑ του 1955. Η τελευταία, παρά τα αντιδραστικά πολιτικά χαρακτηριστικά της, εκπροσωπούσε τον αντιαποικιακό αγώνα του κυπριακού λαού, και είχε τεράστια υποστήριξη από τον πληθυσμό των Ε/κ. Αντίθετα, η ΕΟΚΑ Β’ είναι μια ακροδεξιά τρομοκρατική οργάνωση που προετοιμάζει πραξικόπημα, βάζει βόμβες, δολοφονεί αντιπάλους της κοκ. Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου γίνεται το 1971 και αποτυγχάνει από καθαρή τύχη. Η συντριπτική πλειοψηφία της κυπριακής κοινωνίας στηρίζει τον εκλεγμένο πρόεδρο, τον Μακάριο.

Η ΕΟΚΑ Β’ δεν θα μπορούσε μόνη της να φέρει σε πέρας το πραξικόπημα του 1974 – δεν είχε ούτε τις κοινωνικές ούτε τις στρατιωτικές δυνάμεις για κάτι τέτοιο. Το πραξικόπημα βασίστηκε στις ειδικές δυνάμεις του κυπριακού στρατού, οι οποίες ήταν υπό τη διοίκηση Ελλήνων αξιωματικών της Χούντας. Δηλαδή ουσιαστικά και πρακτικά είχαμε ευθεία παρέμβαση ανατροπής του Συντάγματος από μία από τις «εγγυήτριες δυνάμεις», την Ελλάδα, με την ΕΟΚΑ Β’ να παίζει επικουρικό ρόλο. 

Την ίδια περίοδο της ένοπλης, τρομοκρατικής δράσης της ΕΟΚΑ Β’, στην Κύπρο χτίζονταν κι άλλες ένοπλες δυνάμεις, από την πλευρά του «δημοκρατικού στρατοπέδου». Υπήρχε για παράδειγμα το «Εφεδρικό», όπως ονομαζόταν η δύναμη των 3.000 καλά εξοπλισμένων ανδρών που ήταν πιστοί μέχρι θανάτου στον Μακάριο. Επιπλέον, στρατιωτικές πολιτοφυλακές ανάπτυσσε και η ΕΔΕΚ (το σοσιαλιστικό κόμμα της Κύπρου που εκείνη την εποχή είχε ένα εξαιρετικά ριζοσπαστικό αριστερό χαρακτήρα). Αυτές οι δυνάμεις είχαν καταφέρει να αποτρέψουν δύο φορές κινήσεις του στρατού που φανέρωναν τις προθέσεις τους να προχωρήσουν σε πραξικόπημα, αλλά απέτυχαν να το αποτρέψουν την τρίτη φορά.

Μετά το πραξικόπημα του 1974, η Τουρκία κατέλαβε το 40% σχεδόν των εδαφών της Κύπρου και από το σημείο αυτό έχουμε το Κυπριακό με τη μορφή που ξέρουμε σήμερα. Αυτό το οποίο είναι λιγότερο γνωστό, είναι ότι μετά την εισβολή ακολούθησε οργανωμένη, συμφωνημένη ανταλλαγή πληθυσμών. Η Ε/κ πλευρά συγκέντρωσε τους Τ/κ και τους έστειλε στον βορρά και το ίδιο συνέβη από την ανάποδη, με όσους Ε/κ δεν έφυγαν κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής. Έτσι προέκυψε η γεωγραφική διαίρεση με σχεδόν αμιγείς πληθυσμούς. Σήμερα ελάχιστοι Τ/κ ζουν στη νότια Κύπρο, όπως και ελάχιστοι Ελληνοκύπριοι στον βορρά, σε αντίθεση με τα πολλά μικτά χωριά που υπήρχαν στο παρελθόν.

Περί της «βαρβαρότητας των Τούρκων» 

Το αφήγημα της ελληνικής πλευράς ότι οι Τούρκοι ευθύνονται για μαζικές δολοφονίες αμάχων στον πόλεμο του 1974 είναι απλά μονόπλευρο. Οι Ε/κ εθνικιστές έκαναν τα ίδια.  

Ένα από τα «κλασικά» προπολεμικά (πριν το ’74) παραδείγματα είναι το χωριό Κοφίνου, στο οποίο το 1967 μπήκαν ειδικές δυνάμεις των Ελληνοκυπρίων, υπό τις διαταγές του Γρίβα, με εντολές να μην αφήσουν «ούτε κότα κουτσή ζωντανή» (ντοκυμαντέρ De Facto, αρ 17, επιχείρηση Γρόνθος, 38 λεπτό). 

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, Ε/κ φασίστες σκότωναν αδιακρίτως όσο περισσότερους Τ/κ άμαχους μπορούσαν. Υπάρχουν μαζικοί τάφοι Τ/κ, που προέκυψαν μετά από εκτελέσεις του συνόλου του πληθυσμού ολόκληρων χωριών, αντρών, γυναικών και παιδιών (Διαβάστε: «Οι Δειλοί» του Χρήστου Αχνιώτη). 

Ασφαλώς αντίστοιχη βαρβαρότητα επιδείχθηκε από την πλευρά των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής και των Τ/κ εθνικιστών. Οι πάνω από 1600 αγνοούμενοι, στην πραγματικότητα δεν είναι αγνοούμενοι, αλλά νεκροί που πολλοί τουλάχιστον απ’ αυτούς έχουν εκτελεστεί μετά τη σύλληψή τους. 


Mέρος B’
Kοινωνικές και πολιτικές ανατροπές, τα αδιέξοδα της παραδοσιακής Αριστεράς

Το πραξικόπημα, ο πόλεμος, οι 200.000 πρόσφυγες, η οργή της κυπριακής κοινωνίας ενάντια στους εθνικιστές -φασίστες, άνοιξε μια περίοδο με επαναστατικά χαρακτηριστικά στην Κύπρο. Για ένα διάστημα 6 περίπου μηνών δεν υπήρχε εξουσία που να είναι πραγματικά αναγνωρισμένη από την κυπριακή κοινωνία. Η κυβέρνηση των πραξικοπηματιών υπό τον γελοίο Νίκο Σαμψών κράτησε 8 μέρες και κατέρρευσε. Τον αντικατέστησε ο Γλαύκος Κληρίδης, που ήταν πρόεδρος της Βουλής, αλλά το βασικό αίτημα του κυπριακού λαού ήταν η κανονική αποκατάσταση της δημοκρατίας με την επιστροφή του Μακάριου ο οποίος είχε διαφύγει (στις 15 Ιούλη) στις βρετανικές βάσεις κι από εκεί στο Λονδίνο. 

Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβρη του 1974. Υπολογίζεται πως ο μισός περίπου πληθυσμός του νησιού πήγε να τον υποδεχτεί στο Αρχιεπισκοπικό μέγαρο στην Λευκωσία. 

Μπροστά στον αγώνα για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την επιστροφή του Μακάριου είχε τεθεί η Σοσιαλιστική ΕΔΕΚ η οποία ήταν η μόνη δύναμη η οποία καλούσε κινητοποιήσεις παρότι οι φασίστες της ΕΟΚΑ Β’ κυκλοφορούσαν ακόμα ελεύθεροι, προκλητικοί και οπλισμένοι στους δρόμους. 

Η ΕΔΕΚ κατάγγελλε το καθεστώς που ακολούθησε την πτώση του Σαμψών, σαν «Μεταπραξικόπημα», το οποίο κάλυπτε στην ουσία τους πραξικοπηματίες (όλοι αυτοί μπήκαν στη συνέχεια στο κόμμα του Κληρίδη, τον ΔΗΣΥ (Δημοκρατικό Συναγερμό). Στις 30 Αυγούστου οι Κύπριοι φασίστες έστησαν ενέδρα στον πρόεδρο της ΕΔΕΚ, τον Βάσο Λυσσαρίδη. Οι σφαίρες δεν πέτυχαν τον Λυσσαρίδη αλλά αφαίρεσαν τη ζωή του Δώρου Λοΐζου, από τα πιο σημαντικά στελέχη του κόμματος και της νεολαίας του (ΕΔΕΝ). Ο Δώρος Λοΐζου έγινε αμέσως σύμβολο αντίστασης και επανάστασης. Και τέτοιο παραμένει μέχρι σήμερα, παρότι η σημερινή ΕΔΕΚ έχει ποδοπατήσει όλες τις παραδόσεις της ΕΔΕΚ της δεκαετίας του 70 και έχει ασύστολα προδώσει τα ιδανικά για τα οποία ο Δώρος αλλά και πολλοί άλλοι αγωνιστές είχαν δώσει τη ζωή τους εκείνη την περίοδο. 

Στην πρώτη του ομιλία από την Αρχιεπισκοπή ο Μακάριος πρόσφερε «κλάδον ελαίας» (κυριολεκτικά, έριξε ένα κλαδί ελιάς) στους φασίστες! Συγχώρεσε τους εγκληματίες που ματοκύλισαν το νησί και πρότεινε συμφιλίωση και «εθνική ενότητα» για να προχωρήσουμε όλοι μαζί! Για τα πιο μαχητικά κομμάτια των αγωνιστών που πάλεψαν για την επιστροφή του, όπως οι νεολαίοι της ΕΔΕΝ, και που ήταν στις μπροστινές γραμμές της συγκέντρωσης το σοκ ήταν απερίγραπτο. Και την επόμενη μέρα βέβαια ξεκίνησαν οι προβληματισμοί: «τι γίνεται;», «γιατί δεν προχωρά σε κάθαρση;», «που πάμε;», «πώς προχωράμε;»… Η επιστροφή του Μακάριου ήταν μια καμπή – η πρωτοβουλία έφευγε από τον αγωνιζόμενο λαό και επέστρεφε σταδιακά στις πολιτικές κορυφές. 

Αυτό όμως έγινε γιατί τα αριστερά κόμματα της εποχής, το ΑΚΕΛ και η ΕΔΕΚ, το άφησαν να συμβεί – όχι μόνο το άφησαν, αλλά το επεδίωξαν.  

ΕΔΕΚ – καταλύτης εξελίξεων

Το 1974 ήταν η χρονιά στην οποία ένα μικρό, μέχρι τότε, κόμμα εισήλθε μαζικά στην πολιτική ζωή της Κύπρου και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Αυτό ήταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΔΕΚ. Ήταν η εποχή στην οποία ριζοσπαστικά σοσιαλιστικά κόμματα δημιουργούνταν σε μια σειρά χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως ήταν η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία, κλπ. Η ΕΔΕΚ είχε τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Λόγω της ένοπλης δράσης των φασιστών η ΕΔΕΚ είχε, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ένοπλες πολιτοφυλακές. Είχε στενές σχέσεις με τους Παλαιστίνιους και άλλα κινήματα της περιοχής. Μέλη της ΕΔΕΚ εκπαιδεύονταν στρατιωτικά σε Παλαιστινιακά στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή, ενώ Παλαιστίνιοι μαχητές επισκέπτονταν τα κυπριακά βουνά όπου έκαναν ασκήσεις με τη συνδρομή της ΕΔΕΚ. 

Η ΕΔΕΚ, που δημιουργήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχε αρχικά ξεκινήσει σαν ένα μετριοπαθές κόμμα του Κέντρου, αλλά μετακινήθηκε ραγδαία προς τα αριστερά. Από τη μια λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της Κύπρου όπου η ένοπλη δράση της φασιστικής ΕΟΚΑ Β’ με τη στήριξη της ελληνικής Χούντας αφύπνιζε τα πιο μαχητικά στοιχεία της κοινωνίας. Και από την άλλη κάτω από την επιρροή μεγάλων διεθνών γεγονότων όπως η Αποικιακή Επανάσταση (η εξέγερση των αποικιακών λαών ενάντια στις μητροπόλεις του Ιμπεριαλισμού – Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ κλπ) ο Μάης του 1968 στη Γαλλία, ο Μάης του 1968 στη Γαλλία, το Βιετνάμ, η Χιλή, κοκ. Μια νέα γενιά νέων που αναζητούσαν απαντήσεις στο Μαρξισμό είδαν την ΕΔΕΚ σαν τον πιο πρόσφορο χώρο για να παλέψουν, κι έτσι η νεολαία του κόμματος, η ΕΔΕΝ, απόκτησε εξαιρετικά αριστερά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, με σαφείς αναφορές στην επανάσταση, τον σοσιαλισμό και το Μαρξισμό. 

Η ΕΔΕΚ εμφανίζεται στο προσκήνιο και μαζικοποιείται με ταχύτητα γιατί το παραδοσιακό κόμμα της Αριστεράς στην Κύπρο, το ΑΚΕΛ, δεν στέκεται αντάξιο των περιστάσεων. 

Τα όρια του ΑΚΕΛ

Το ΑΚΕΛ ήταν το πρώτο κόμμα που δημιουργήθηκε στην Κύπρο, το 1926 (το αρχικό όνομα του ΑΚΕΛ ήταν Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου) και με δική του πρωτοβουλία δημιουργείται η ΠΕΟ, η πρώτη και μαζικότερη συνδικαλιστική συνομοσπονδία στο νησί. Το ΑΚΕΛ συνενώνει στις γραμμές του και στην ΠΕΟ όχι μόνο Ελληνοκύπριους αλλά και Τουρκοκύπριους εργαζόμενους. 

Θεωρητικά, το ΑΚΕΛ θα μπορούσε να είχε αποτελέσει ανάχωμα στην άνοδο του εθνικισμού στην Κύπρο, ιδιαίτερα μετά το 1955 όταν η πρωτοβουλία των κινήσεων περνά στην ΕΟΚΑ. Ακολουθεί όμως μια παθητική στάση προσκολλημένο στον Μακάριο, τον οποίο θεωρεί «προοδευτικό τμήμα» της άρχουσας τάξης. Αυτές οι ιδέες δεν έχουν καμία σχέση με τον επαναστατικό Μαρξισμό, όμως τα κομμουνιστικά κόμματα διεθνώς είχαν προ πολλού περάσει στον Σταλινισμό ο οποίος αναζητούσε συμμαχίες με υποτιθέμενους «προοδευτικούς» καπιταλιστές (εδώ ταιριάζει και η ελληνική εμπειρία μετά την κατοχή, της «εθνικής ενότητας», της Βάρκιζας, του εμφυλίου και της ήττας). 

Το 1931 το ΚΚΚ είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στα «Οκτωβριανά» – μια εξέγερση ενάντια στους Βρετανούς, τον Οκτώβρη του 1931, η οποία δεν ήταν απλά Ε/κ υπόθεση αλλά είχε και συμβολή Τ/κ. Το ΚΚΚ τέθηκε μετά την εξέγερση εκτός νόμου και στελέχη του εξορίστηκαν. Το παράνομο ΚΚΚ δημιουργεί το ΑΚΕΛ το 1941, σαν «μετωπικό» σχήμα, με το οποίο τελικά συγχωνεύεται. 

Σε αντίθεση όμως με το ’31, το ’55 το ΑΚΕΛ δεν παίρνει καμία πρωτοβουλία. Αφήνει ελευθερία κινήσεων στην ΕΟΚΑ, παρότι η ΕΟΚΑ δολοφονεί στελέχη του ΑΚΕΛ (υπολογίζεται πως η ΕΟΚΑ του Γρίβα δολοφόνησε πάνω από 200 στελέχη και μέλη του ΑΚΕΛ με την κατηγορία των «προδοτών»). Το ΑΚΕΛ γίνεται ουρά του Μακάριου και δεν αναπτύσσει το είδος του δυναμικού αντιφασιστικού αγώνα που απαιτούσαν οι συνθήκες στα χρόνια της ΕΟΚΑ Β’.. Το ΑΚΕΛ αρνείται να προχωρήσει σε δικές του πολιτοφυλακές (μόνο προτείνει στον Μακάριο να του προσφέρει μέλη του ΑΚΕΛ που να ενταχθούν στις Μακαριακές δυνάμεις – πράγμα που δεν υλοποιείται ποτέ) παρότι όλες οι άλλες δυνάμεις, Ε/κ και Τ/κ εθνικιστές, α Μακάριος με το Εφεδρικό του, η ΕΔΕΚ, έχουν ένοπλα τμήματα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.  

Αυτή η πολιτική του ΑΚΕΛ δημιουργεί το κενό που έρχεται να καλύψει η ΕΔΕΚ, με τη μαχητική αντίσταση στην ΕΟΚΑ Β και στο ίδιο το πραξικόπημα.    

ΕΔΕΚ – από την επανάσταση στη συνθηκολόγηση και τον εκφυλισμό

Η ΕΔΕΚ βρίσκεται μπροστά στα κινήματα της περιόδου μετά τον πόλεμο. Η πρώτη μαζική διαδήλωση είναι η ίδια η κηδεία του Δώρου Λοΐζου. Ας σημειώσουμε ότι ο β’ γύρος της τουρκικής εισβολής ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου και στις 30 γίνεται η απόπειρα δολοφονίας του Βάσου Λυσσαρίδη που έριξε νεκρό τον Δώρο Λοΐζου – δείχνει ποιες είναι οι προτεραιότητες και το «ποιόν» των πατριωτών-εθνικιστών-ακροδεξιών-παλληκαράδων. 

Η ΕΔΕΝ μετατρέπεται σε μια μαζική μαχητική οργάνωση νεολαίας. Έχει ιδιαίτερα σημαντική παρουσία μέσα στους μαθητές. Προβάλλει μαχητικά την σοσιαλιστική προοπτική παρακολουθώντας στενά τις διεθνείς εξελίξεις – ήταν η εποχή της πτώσης των δικτατοριών στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, της Χιλής του Αλιέντε (όσο και αν είχε πρόσφατα ανατραπεί από τον Πινοσέτ) του Βιετνάμ, και άπειρων άλλων κινημάτων που συγκλόνιζαν τον πλανήτη. Οι μαθητές της ΕΔΕΝ πήραν, αμέσως μετά το άνοιγμα των σχολείων, την πρωτοβουλία της δημιουργίας της «Νεολαίας Δώρου Λοΐζου», καθώς ο Δώρος ήταν εκπαιδευτικός. Η Νεολαία Δώρου Λοΐζου πολύ γρήγορα απόκτησε ηγεμονικό ρόλο στα σχολεία. Τα καλύτερα στοιχεία της κυπριακής νεολαίας, συμπεριλαμβανομένων των στελεχών της νεολαίας του ΑΚΕΛ (ΕΔΟΝ) στρέφονταν προς την ΕΔΕΚ και την ΕΔΕΝ. 

Η συνθηκολόγηση όμως του Λυσσαρίδη και της ηγεσίας της ΕΔΕΚ με τον Μακάριο, που ακολούθησε μετά την επιστροφή του τελευταίου, και η διαρκής δεξιά πορεία στην οποία οδηγούσε το κόμμα η ηγεσία, ανέκοψε την ανοδική πορεία του κόμματος και, άνοιξε μια εποχή εσωτερικών συγκρούσεων στο κόμμα. Η αριστερά όμως ήταν πολύ δυνατή – έλεγχε τη νεολαία του κόμματος και είχε πολύ σοβαρή απήχηση και υποστήριξη στις επαρχιακές οργανώσεις και τις «ομάδες βάσης» του κόμματος. Η επαρχιακή οργάνωση της Λεμεσού, (η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη μετά τη Λευκωσία) ήταν επίσης τοποθετημένη με την αριστερά του κόμματος. Η κομματική γραφειοκρατία χρειάστηκε χρόνια για να «ξεμπερδέψει» με την αριστερά του κόμματος. Οι πρώτες διαγραφές ξεκίνησαν το 1980, με τη διαγραφή της ηγετικής ομάδας της νεολαίας, στη συνέχεια με την ηγεσία της επαρχιακής οργάνωσης της Λεμεσού, και συνεχίστηκαν για χρόνια μετά.  

Η γραφειοκρατία της ΕΔΕΚ στην προσπάθεια της να κρατήσει τον έλεγχο του κόμματος και να το μετατρέψει σε ένα κλασσικό σοσιαλδημοκρατικό δεξιό κόμμα, στην πραγματικότητα το κατέστρεψε. Σήμερα η ΕΔΕΚ διοργανώνει κοινές διαμαρτυρίες με το ΕΛΑΜ – την αδελφή οργάνωση της Χρυσής Αυγής, τους απογόνους της ΕΟΚΑ Β, των δολοφόνων των στελεχών της ίδιας της ΕΔΕΚ. Και μαζί με το ΕΛΑΜ ψηφίζει στην κυπριακή βουλή τη δημιουργία «Μουσείου Γρίβα»! Ο απόλυτος, ο απερίγραπτος εκφυλισμός. 

Η μάχη μέσα στην ΕΔΕΚ χάθηκε, όπως χάθηκαν πολλές μάχες διεθνώς εκείνη την εποχή. 

Στη συνέχεια ήρθε η κατάρρευση και η καπιταλιστική παλινόρθωση στη Σοβιετική Ένωση το 1990-1, που έριξε τη διεθνή Αριστερά, συμπεριλαμβανομένων των πιο ριζοσπαστικών τμημάτων της, σε ένα μακρύ χειμώνα από τον οποίο δεν έχουμε ακόμα ανακάμψει. 

Όμως αυτή η εποχή, του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’70, άφησε δυο σημαντικά διδάγματα-παρακαταθήκες. Το πρώτο είναι το πώς μια οργάνωση μπορεί να μετεξελιχθεί σε μαζικό κόμμα μέσα σε χρόνο εντυπωσιακό μικρό, φτάνει να έχει πιάσει τον παλμό της κοινωνίας και να μπει μπροστά στους αγώνες της – αυτό είχε καταφέρει η ΕΔΕΚ. Το δεύτερο είναι πως οι αντιθέσεις και συζητήσεις στις γραμμές ΕΔΕΚ, αλλά ειδικά της νεολαίας της, της ΕΔΕΝ, εκείνη την εποχή εξόπλισαν μια γενιά αγωνιστών με την ταξική ανάλυση του Κυπριακού, που παραμένει ζωντανή σε μια σειρά οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σήμερα. 


Mέρος Γ
Γιατί δεν έχει υπάρξει λύση, τι μπορεί να κάνει η Αντικαπιταλιστική Αριστερά
 

Αν έχει φανεί κάτι στα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή είναι ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα. 

Έχουν γίνει πάρα πολλές προσπάθειες και συζητήσεις για λύση του κυπριακού, άπειρα ψηφίσματα του ΟΗΕ, αλλά δεν υπάρχει τίποτα στον ορίζοντα που να δείχνει κάτι θετικό. 

Αυτό θεωρητικά δεν αποκλείει κάποια στιγμή να υπάρξει κάποια συμφωνία. Το αν μια τέτοια συμφωνία θα αποτελεί και λύση όμως είναι μια άλλη ιστορία. Πολύ συχνά τέτοιες συμφωνίες ανάμεσα σε άρχουσες τάξεις με ανταγωνιστικά συμφέροντα είναι ασταθείς και προσωρινές. Αλλάζουν τον χαρακτήρα του προβλήματος, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα. Ένα «κοντινό» σε εμάς (με την έννοια ότι είναι στην Ευρώπη κι έχει αρκετά κοινά με το Κυπριακό) παράδειγμα είναι το Ιρλανδικό. Με τις συμφωνίες της Μεγάλης Παρασκευής πριν από 25 περίπου χρόνια (υπογράφτηκαν το 1998, εφαρμόστηκαν το 1999) θεωρήθηκε ότι το πρόβλημα είχε λυθεί. Όμως δεν. Ο διαχωρισμός παρέμεινε και μάλιστα εντάθηκε και οι συγκρούσεις επανήλθαν. Η εγχώρια πολιτική σκηνή εξακολουθεί να κυριαρχείται από την αντιπαράθεση Καθολικών και Προτεσταντών και το μέλλον μπορεί να επιφυλάσσει μεγαλύτερα δεινά αν οι Καθολικοί επιδιώξουν να επιβάλουν ένωση με τη Νότια Ιρλανδία, καθώς μετατρέπονται σε πλειοψηφία στον πληθυσμό της Β. Ιρλανδίας. 

Στην περίπτωση της Κύπρου δεν έχουμε μόνο τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της Κύπρου, έχουμε και την αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας που κάθε άλλο παρά αμβλύνεται με την πάροδο του χρόνου. Μια «συμφωνία» λοιπόν, σε κάποιο στάδιο, δεν μπορεί να αποκλειστεί αλλά δεν θα αποτελεί λύση στο Κυπριακό πρόβλημα. Αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και θα κινδυνεύει να οδηγήσει ξανά σε νέες περιπέτειες και συγκρούσεις.   

Σύγκρουση συμφερόντων

Οι λόγοι που δεν αφήνουν τις δύο πλευρές να καταλήξουν σε συμφωνία έχουν να κάνουν με το ότι υπάρχει μια πραγματική σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δύο αρχουσών τάξεων στο νησί, Ε/κ και Τ/κ, αλλά και ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική άρχουσα τάξη. 

Η Ε/κ άρχουσα τάξη είναι πολύ ισχυρή σε σχέση με την Τ/κ. Το Ε/κ κεφάλαιο περιλαμβάνει πολυεθνικές που έχουν εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο, έχουν πολύ σημαντική παρουσία στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια και φτάνουν μέχρι και την Κίνα. Αυτό το κεφάλαιο θα ήθελε ασφαλώς να υπάρξει λύση στο κυπριακό πρόβλημα, δηλαδή να σταματήσει ο διαχωρισμός, να ενοποιηθεί το νησί και να υπάρχει μια ενιαία κυβέρνηση που να το διοικεί. Υπό μία προϋπόθεση όμως: ότι ελέγχει την κυβέρνηση για να μπορεί να την χρησιμοποιεί για να υπηρετεί τα συμφέροντά του, όπως συμβαίνει σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη. 

Εδώ βρίσκεται η ουσία των διαφορών. Αν η Ε/κ άρχουσα τάξη δεν μπορεί να ελέγχει την κεντρική εξουσία στο νησί, σε μια ενδεχόμενη «λύση», γιατί να την ενδιαφέρει; Θα υποχρεώνεται να κάνει διαρκώς συμβιβασμούς και παραχωρήσεις στην Τ/κ πλευρά, χωρίς το απαιτούμενο όφελος, δηλαδή χωρίς τη δυνατότητά της, ανάμεσα σε άλλα, να διεισδύσει στην βόρεια Κύπρο και να αποκτήσει ότι αξίζει από σκοπιάς επιχειρηματικών κερδών. 

Από την άλλη μεριά, η Τ/κ άρχουσα τάξη είναι πολύ μικρή και αδύναμη και εντελώς εξαρτημένη από το τουρκικό κράτος, για να μπορέσει να σταθεί στον ανταγωνισμό με την Ε/κ. Έτσι, μια λύση ενοποίησης που θα επιτρέπει ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, ανθρώπων, εμπορευμάτων, κλπ, θα επέτρεπε στο Ε/κ κεφάλαιο να εκτοπίσει ολοκληρωτικά το Τ/κ, στην ουσία να αφαιρέσει την εξουσία που ασκεί στη βόρεια Κύπρο. 

Συνεπώς, στην Τ/κ άρχουσα τάξη δεν συμφέρει να δεχτεί μια λύση που θα ενοποιεί πλήρως το νησί. Θα μπορούσε να δεχτεί μόνο λύση στο πλαίσιο της οποίας το βόρειο κομμάτι του νησιού θα ελέγχεται από την ίδια. Αυτό όμως είναι κάτι που δεν θέλει και δεν έχει λόγο να δεχτεί η Ε/κ άρχουσα τάξη. 

Αυτό είναι το οικονομικό υπόβαθρο των πολιτικών αντιθέσεων. Ας συμπληρώσουμε την εικόνα, με τον ανερχόμενο εθνικισμό που στην Ε/κ πλευρά δυναμώνει στη διάρκεια των τελευταίων 2-3 δεκαετιών. Ας θυμηθούμε πως η Ε/κ βουλή χτίζει ανδριάντες και μουσεία για έναν κατάπτυστο, χαμερπή, εγκληματία, τον Γρίβα, ενώ στις τελευταίες ευρωεκλογές εκλογές του Ιούνη του 2024 το νεοφασιστικό ΕΛΑΜ ήρθε τρίτο κόμμα (μετά τον ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ) με 11,2%. Ας ολοκληρώσουμε την εικόνα με τις εξελίξεις στην Τ/κ πλευρά, καθώς μετά τις εκλογές που έγιναν το 2020 κέρδισε ο εθνικιστής, υποστηρικτής της διχοτόμησης (λύση δύο κρατών) Ερσίν Τατάρ, ενάντια στον κεντροαριστερό Μουσταφά Ακιντζί. 

Σ’ αυτό το πλέγμα πρέπει να εντάξουμε και τα συμφέροντα της τουρκικής και ελληνικής άρχουσας τάξης που, όπως αναφέρθηκε ήδη, βρίσκονται σε σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Η Τουρκία δεν κατέλαβε το 40% του νησιού με πόλεμο για να το παραχωρήσει στη συνέχεια στην Ε/κ (και ελληνική) πλευρά, έτσι απλά, χάνοντας τον έλεγχο που ασκεί σ’ αυτό. 

Η ελληνική και Ε/κ πλευρά καλύπτονταν για δεκαετίες πίσω από αυτό που ονομάζεται «τουρκική αδιαλλαξία» για να κρύψουν την πραγματική σύγκρουση συμφερόντων που καθορίζει τη φυσιογνωμία του Κυπριακού. Μπορούσε να μιλά διαρκώς για την ανάγκη λύσης, για την εφαρμογή των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, για την ειρήνη στο νησί, κλπ, κλπ, ξέροντας πως η τουρκική πλευρά δεν επρόκειτο να δεχτεί τίποτε από αυτά. Αυτή η μπλόφα αποκαλύφθηκε στις διαπραγματεύσεις του Κραν Μοντανά, το 2017, όταν η συμφωνία σκόνταψε τελικά στην άρνηση της Ε/κ πλευράς. 

Αυταπάτες και ψέματα 

Στη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, οι Ε/κ καπιταλιστές έχουν καλλιεργήσει μια σειρά από αυταπάτες που αφορούν τις δυνατότητες λύσης του προβλήματος. Μια από αυτές ήταν πως αν η Κύπρος ενταχθεί στην ΕΕ αυτή θα πιέσει την Τουρκία και το καθεστώς στην βόρεια Κύπρο για να δεχτούν κάποια συμφωνία πάνω στις γραμμές που θέλει η Ε/κ και ελληνική πλευρά. Αυτό δεν συνέβη ποτέ. 

Μια άλλη ήταν πως η ανακάλυψη και η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου της περιοχής θα ανάγκαζε την τουρκική και Τ/κ πλευρά να αναγνωρίσει την υπεροχή της Ε/κ και θα την υποχρέωνε να αποδεχτεί μια λύση στη βάση των συμφερόντων της. Ούτε αυτό συνέβη. Για την ακρίβεια συνέβη το αντίθετο. Όταν ξεκίνησαν οι έρευνες για φυσικό αέριο, η Τουρκία έστειλε πολεμικά πλοία προκειμένου να διώξει τα ερευνητικά πλοία που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα γαλλικών και ιταλικών επιχειρήσεων ενέργειας, που τελικά υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν τη σύγκρουση. Στη συνέχεια η Τουρκία έστειλε δικά της πλοία να κάνει τις δικές της έρευνες. 

Δεν μπορούν, ή δεν θέλουν; 

Αυτού του είδους οι αυταπάτες έχουν καταρρεύσει και σήμερα η Ε/κ άρχουσα τάξη φαίνεται πως αποκτά πλέον μια άλλη συνείδηση. Το θέμα δεν είναι πια ότι «δεν μπορεί» να λύσει το κυπριακό πρόβλημα, με την έννοια ότι δεν μπορεί να βρει λύση που να την συμφέρει, αλλά υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι δεν θέλει να το λύσει, δεν βλέπει γιατί να προσπαθεί να το λύσει – συρόμενη έτσι και αποδεχόμενη τις θέσεις των εθνικιστών. 

Οι Ε/κ καπιταλιστές θεωρούν, ουσιαστικά, ότι είναι αρκετά ισχυροί και πλούσιοι και δεν χρειάζονται τη βόρεια Κύπρο. Φαίνεται να προτιμούν να παγιωθεί η διχοτόμηση, χωρίς να το λένε ανοικτά, και χωρίς βέβαια να αναγνωρίσουν το κράτος των Τ/κ, γιατί αυτό θα έδινε στους τελευταίους δικαιώματα. 

Η τελευταία προσπάθεια που έγινε για λύση του Κυπριακού και απέτυχε ήταν την περίοδο 2016-7 που κατέληξε σε φιάσκο στη συνάντηση του Κραν Μοντανά (Ελβετία) το 2017. Ήταν η πρώτη φορά που ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντώνιο Γκουτέρες, έριξε έμμεσα ευθύνες στην Ε/κ πλευρά και όχι στην Τουρκία για το ναυάγιο των συνομιλιών. Το ίδιο έκανε (έμμεσα) και το ΑΚΕΛ

Είναι επίσης η πρώτη φορά που ένα μεγάλο ποσοστό της κυπριακής κοινής γνώμης (που δεν υπάρχει τρόπος να μετρηθεί αντικειμενικά) θεωρεί υπεύθυνη την Ε/κ και ελληνική πλευρά για την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων και όχι την «Τουρκική αδιαλλαξία».

Ποιος μπορεί να το λύσει;

Από τη στιγμή που οι άρχουσες τάξεις, στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα, η ερώτηση που προκύπτει είναι «ποιος μπορεί;». Εδώ ισχύει η ρήση, «οι λαοί δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν» όταν οι άρχουσες τάξεις σφάζονται. Αυτό είναι απόλυτα ακριβές και στην περίπτωση της Κύπρου. 

Μόνο με πρωτοβουλίες από τα κάτω, με κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, με επιτροπές βάσης, με κοινές επιτροπές των κατοίκων από τις διάφορες περιοχές, με κοινές δράσεις, διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις μπορούν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις να υπάρξει λύση του Κυπριακού. 

Οι από τα κάτω κινητοποιήσεις και δράσεις από μόνες τους δεν μπορούν να επιβάλουν λύση όταν οι άρχουσες τάξεις δεν την θέλουν – στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να επιβάλουν μια προσωρινή συμφωνία που θα είναι ασταθής και θα καταρρεύσει στο μέλλον μέσα από νέες συγκρούσεις. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η σύνδεση των από τα κάτω πρωτοβουλιών με την πάλη για τη δημιουργία μιας νέας Αριστεράς που να μην έχει τα όρια της παραδοσιακής – μια μαχητική, ριζοσπαστική, στην πραγματικότητα επαναστατική, μαζική Αριστερά, που να διεκδικήσει την εξουσία. 

Έτσι μπορούν να τεθούν οι βάσεις για μια σοσιαλιστική ομοσπονδία στο νησί που να επιτρέψει στις δύο κοινότητες να ζήσουν αρμονικά και να απομονώσουν τους εθνικιστές και των δύο πλευρών που σίγουρα θα προσπαθούν να προκαλέσουν νέες αιματοχυσίες.

Διδάγματα από το 2004

Ένα από τα πιο σημαντικά διδάγματα που προκύπτουν από την πρόσφατη ιστορία της Κύπρου είναι δύναμη του μαζικού κινήματος με αφορμή την εξέγερση των Τ/κ το 2004. Τότε, σε μια κοινωνική έκρηξη χωρίς προηγούμενο, οι Τ/κ κατέβηκαν μαζικά στους δρόμους διεκδικώντας λύση στο Κυπριακό, με αφορμή προτάσεις που είχε κάνει τότε ο γ.γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν. Λύση δεν υπήρξε – ο Ε/κ πρόεδρος Τάσος Παπαδόπουλος αρνήθηκε να δεχτεί τις προτάσεις Ανάν. Παρόλα αυτά όμως αυτή η έκρηξη ανάγκασε και τις δύο πλευρές, Ε/κ και Τ/κ κυβερνώντες, να ανοίξουν τα σύνορα που μέχρι τότε ήταν κλειστά και αδιαπέραστα. 

Από τότε έχει υπάρξει η δυνατότητα επαφής, επικοινωνίας και κοινών δράσεων ανάμεσα σε προοδευτικά/αριστερά/ενωτικά στοιχεία και κινήματα και των δύο κοινοτήτων που επιδιώκουν να θέσουν τις βάσεις για μελλοντική λύση στο πρόβλημα του διαχωρισμού. 

Πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων

Τα εργατικά και λαϊκά στρώματα μπορούν να βρουν άκρη στο λαβύρινθο του Κυπριακού, γιατί δεν έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Ασφαλώς υπάρχει καχυποψία λόγω δεκαετιών διαχωρισμού και συγκρούσεων και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχει η αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης της μειονότητας, δηλαδή των Τ/κ. 

Αυτό σημαίνει πως θα ήταν λάθος η επιμονή (όπως κάνουν πολλοί αριστεροί) στην λύση ενός «ενιαίου κράτους». Κάτι τέτοιο θα μεταφραζόταν, στην πράξη, στη μετατροπή των Τ/κ σε μειονότητα στα πλαίσια του κράτους – δηλαδή επιστροφή στο παρελθόν, το οποίο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον σημερινό διαχωρισμό. Οι Τ/κ θα ήταν παράλογο να αποδεχθούν κάτι τέτοιο. 

Γι’ αυτό, ένα μελλοντικό κράτος των Ε/κ και Τ/κ εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων, θα πρέπει να είναι ομόσπονδο με την έννοια ότι οι Τ/κ δεν θα έχουν να λογοδοτούν σε κάποια κυβέρνηση στην οποία θα έχουν το πάνω χέρι οι Ε/κ. Αυτή είναι η έννοια της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων, ανεξάρτητα από τα μεγέθη της μίας και της άλλης, που η Αριστερά οφείλει να έχει ψηλά στη σημαία της αν θέλει πραγματικά να ξεπεραστούν οι καχυποψίες και να υπάρξει ειρήνη σε σταθερή βάση στην Κύπρο. 

Εφόσον λυθεί αυτό, δηλαδή το θέμα της «εξουσίας» που δεν αφήνει τους εκπρόσωπους των καπιταλιστών να βρουν λύση, τα υπόλοιπα (εδαφικό, επιστροφή προσφύγων, ιδιοκτησιακό, κλπ) είναι πρακτικά θέματα τα οποία μπορούν να βρουν λύση εφόσον υπάρχει υπομονή για να γίνουν οι σχετικές επεξεργασίες. 

Σοσιαλιστική ομοσπονδία

Η ομοσπονδία σαν λύση είναι δυνατή επομένως, με την προϋπόθεση ότι έχουν φύγει οι εκρόσωποι των καπιταλιστών από τη μέση, και η εξουσία έχει περάσει στα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Για να γίνει αυτό βέβαια χρειάζεται να χτιστούν αντίστοιχα μαζικά εργατικά/αριστερά κόμματα. 

Σήμερα μια λύση «σοσιαλιστικής ομοσπονδίας» για την Κύπρο (αλλά και για την Ελλάδα και την Τουρκία) ακούγεται πολύ απομακρυσμένη, καθόλου ρεαλιστική, αλλά δεν ήταν πάντα αυτή η εικόνα. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 70 και του 80, όπως και ενός μέρους της δεκαετίας του 90, αυτή ήταν μια πρόταση που αγκάλιαζε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Για σημαντικά τμήματα της κοινωνίας ήταν κοινή πεποίθηση ότι μόνο η Αριστερά μπορούσε να λύσει το κυπριακό πρόβλημα. 

Από τότε μέχρι σήμερα μεσολάβησαν πολλά: η υποχώρηση των σοσιαλιστικών ιδεών με αφετηρία την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990· η εμφάνιση νέων κομμάτων της Αριστεράς του είδους του ΣΥΡΙΖΑ που όμως συνθηκολόγησαν και εφάρμοσαν τις πολιτικές που απαιτούσε το διεθνές και ντόπιο κεφάλαιο· καθώς επίσης και η άνοδος στην εξουσία της Αριστεράς στην Κύπρο, τόσο του ΑΚΕΛ στη νότια Κύπρο όσο και του αντίστοιχου CTP στην βόρεια, χωρίς να καταφέρουν να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα προς την κατεύθυνση της λύσης. 

Έτσι σήμερα η παραδοσιακή Αριστερά έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό απαξιωθεί στα μάτια του κόσμου και δεν είναι δυνατό να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Αυτός εξάλλου είναι ένας από τους λόγους που βλέπουμε το ΕΛΑΜ στο 11,2%…

Δυνατότητες για την αντικαπιταλιστική Αριστερά 

Την ίδια στιγμή, παρά τις δυσκολίες στην επαφή των δύο κοινοτήτων που επιχειρούν διαρκώς να επιβάλουν οι εθνικιστικές κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές, η δυνατότητα επικοινωνίας και συντονισμού ανάμεσα σε προοδευτικές δυνάμεις, με δεδομένο ότι τα σύνορα έχουν ανοίξει, είναι πολύ πιο μεγάλη: κοινές συγκεντρώσεις και πορείες, κοινές εκδηλώσεις, δράσεις αλληλεγγύης, κοινές επιτροπές σε διάφορες περιπτώσεις Ε/κ και Τ/κ, είναι συχνό φαινόμενο, παρότι δεν έχουν ακόμα την απαιτούμενη μαζικότητα. 

Αυτά δημιουργούν μια θετική βάση. Δεν μπορούν να αποκτήσουν όμως μια πραγματική δυναμική γιατί δεν υπάρχει η Αριστερά που να τους προσδώσει αυτή τη δυναμική, θέτοντας το στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. 

Η εικόνα που προβάλλει η μαζική Αριστερά στο νησί, του ΑΚΕΛ στη νότια Κύπρο και του CTP στη βόρεια Κύπρο, είναι εντελώς αδιέξοδη και το κενό που υπάρχει είναι τεράστιο. Σ’ αυτό το κενό πρέπει να παρέμβουν οι δυνάμεις της σοβαρής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, και στις δύο πλευρές, με ένα σαφή, ξεκάθαρο στόχο: το ξανακτίσιμο της Αριστεράς και στο νότο και στο βορρά, πάνω σε πραγματικά αριστερές, επαναστατικές βάσεις.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,288ΥποστηρικτέςΚάντε Like
996ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
428ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα