Σαν σήμερα, στις 4 Ιούνη του 1989, έλαβε χώρα στο Πεκίνο η σφαγή εκατοντάδων ανθρώπων στην πλατεία Τιέν Αν Μεν. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε άρθρο-αφιέρωμα από το chinaworker.info που είχε δημοσιευτεί με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τα γεγονότα.
Σήμερα συμπληρώνονται 30 χρόνια από την επέτειο της φρικιαστικής σφαγής στην πλατεία Τιεν Αν Μεν στο Πεκίνο, από το «Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό» (PLA), με διαταγές των ηγετών της Κίνας. Εκείνη την περίοδο, η χώρα βρισκόταν στη δίνη ενός μαζικού επαναστατικού κινήματος. Οι μεγάλες διαδηλώσεις που ξέσπασαν τον Απρίλη του 1989 παρέλυσαν το Πεκίνο για επτά εβδομάδες και εξαπλώθηκαν σε πάνω από 300 πόλεις. Το κίνημα αυτό περιλάμβανε πολλές «μικρότερες Τιεν Αν Μεν», σε πόλεις όπως η Τσενγκτού και η Σιάν, όπου οι κεντρικές πλατείες επίσης κατελήφθησαν από εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές.
Μετά τη μαζική σφαγή των διαδηλωτών στο Πεκίνο στις 4 Ιούνη, στην οποία εκτιμάται ότι σκοτώθηκαν περίπου 1.000 άνθρωποι, ίσως και ακόμη περισσότεροι, ακολούθησαν κι άλλοι θάνατοι, τραυματισμοί και συλλήψεις σε μια σειρά πόλεις σε ολόκληρη την Κίνα.
Τη νύχτα μεταξύ 3 και 4 Ιούνη, ο στρατός με τανκς και φορτηγά γεμάτα με οπλισμένους στρατιώτες, μπήκε πυροβολώντας στην πρωτεύουσα από τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις, συναντώντας ηρωική αντίσταση από τους εργαζόμενους και τους απλούς πολίτες του Πεκίνου, ιδιαίτερα τη νεολαία.
«Σκοτώστε αυτούς που πρέπει να σκοτωθούν»
Η εισβολή του στρατού στην πρωτεύουσα με 200.000 στρατιώτες (αρκετούς για εισβολή σε ολόκληρη χώρα) διακόπηκε σε πρώτη φάση και ο στρατός αναγκάστηκε να στρατοπεδεύσει στα προάστια για δεκαπέντε ολόκληρες μέρες και νύχτες, χάρη στη μαζική κινητοποίηση της εργατικής τάξης και των πολιτών του Πεκίνου. Οι ηγέτες της χώρας είχαν πιστέψει ότι και μόνο η εμφάνιση του στρατού θα τρομοκρατούσε τις μάζες και θα «επανερχόταν η τάξη», δηλαδή πρακτικά η αυταρχική τους εξουσία.
Όμως η τόλμη και η αποφασιστικότητα των απλών ανθρώπων απέτρεψε τους αρχικούς στρατιωτικούς σχεδιασμούς. Οι στρατιώτες δεν ήθελαν να επιτεθούν στον κόσμο. Οι επικεφαλής του στρατού διχάστηκαν, ενώ δεν ήταν καθαρό σε ποιο βαθμό ελέγχονταν από το καθεστώς. Έτσι, η στρατιωτική μηχανή «κόλλησε» στη λάσπη της λαϊκής αγανάκτησης. Το γεγονός αυτό προκάλεσε πανικό στα επιτελεία, και αυτός ήταν ο λόγος που όταν τελικά ξεκίνησε η επίθεση, οι διαταγές ήταν να είναι βίαιη σε ακραίο βαθμό.
Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι συμμετείχαν στο «ανθρώπινο τείχος» του Πεκίνου, που κράτησε για 15 ημέρες, όπως περιγράφει ο Τσεν Μπο στο βιβλίο του «Εφτά εβδομάδες που συγκλόνισαν τον κόσμο», προκειμένου να σταματήσουν την επέλαση του στρατού. Παρά τη μεγάλη συμβολή των φοιτητών, δεν ήταν απλά ένα «φοιτητικό κίνημα», όπως πολύ συχνά παρουσιάζεται. Αυτό που εκτυλισσόταν ήταν ένα επαναστατικό κίνημα που άγγιζε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Αμερικανοί διπλωμάτες στο Πεκίνο παραπονούνταν ότι έπρεπε να στέλνουν τα διπλωματικά τους αυτοκίνητα για τις μετακινήσεις των Κινέζων συναδέλφων τους, γιατί οι αξιωματούχοι του καθεστώτος έλεγαν πως οι δικοί τους οδηγοί απεργούσαν και συμμετείχαν στις διαδηλώσεις.
«Σκοτώστε αυτούς που πρέπει να σκοτωθούν, επιβάλετε ποινές σε αυτούς που πρέπει να καταδικαστούν» έλεγε ο Ουάνγκ Ζεν, ένας στρατηγός πιστός στην ηγεσία του Ντενγκ Σιαοπίνγκ, του απόλυτου αρχιτέκτονα της βίαιης σφαγής της εξέγερσης. Ο Ντένγκ δεν δίστασε να πει ότι ήταν προετοιμασμένος να διατάξει το θάνατο 20.000 ανθρώπων, αν αυτό θα εξασφάλιζε είκοσι χρόνια σταθερότητας στην Κίνα.
Τα αιματηρά γεγονότα του 1989 έχουν διαμορφώσει τη σημερινή Κίνα, τη δεύτερη μεγαλύτερη καπιταλιστική οικονομία στον κόσμο- παρά το γεγονός ότι αυτοαποκαλείται «κομμουνιστική» ενώ αρνείται ακόμη και τις πιο απλές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Πρόκειται για ένα αυταρχικό, καταπιεστικό καθεστώς, που έχει αυξήσει την κρατική καταστολή σε πρωτοφανή επίπεδα, ιδιαίτερα τα τελευταία πέντε χρόνια.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι αυτή η ακραία καταπίεση είναι προϊόν του μαοϊκού «κομμουνισμού». Στην πραγματικότητα όμως, η Κίνα γίνεται όλο και πιο αυταρχική, όσο προχωράει η ενσωμάτωσή της στον καπιταλισμό. Όπως είπε στην εφημερίδα «Washington Post» ένας εικοσάχρονος μαρξιστής ακτιβιστής που συμμετείχε στο κίνημα ενάντια στην καταστολή των αριστερών φοιτητών το 2019:
«Αν έχεις μελετήσει το μαρξισμό, καταλαβαίνεις ότι ο πραγματικός σοσιαλισμός και ο λεγόμενος σοσιαλισμός της Κίνας, είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Πουλάνε τον φασισμό σαν σοσιαλισμό, όπως ένας πλανόδιος πωλητής πουλάει το κρέας σκύλου σαν αρνί».
Ο βασικός ρόλος του τρομακτικού αστυνομικού κράτους του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας είναι να αποτρέψει την οργάνωση της εργατικής τάξης και μελλοντικές εξεγέρσεις. Χαρακτηριστικά, το κινέζικο καθεστώς πληρώνει δέκα εκατομμύρια υπαλλήλους για να κάνουν ηλεκτρονική κατασκοπεία στους πολίτες της χώρας, και έχει έναν προϋπολογισμό στον τομέα της ασφάλειας ίσο με το ΑΕΠ της Αιγύπτου (193 δις δολάρια το 2017).
«Μέσα στα τελευταία 40 χρόνια στην Κίνα, η “ελεύθερη αγορά” έχει μετατραπεί σε αντικείμενο λατρείας» λέει ο ακτιβιστής Χαν Ντονγκφανγκ. «Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι ο κόσμος κουνάει την κόκκινη σημαία του κομμουνισμού, αλλά στην πραγματικότητα το κόμμα στο οποίο ανήκει είναι ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του καπιταλισμού, της αγοράς και του νόμου της ζούγκλας». (Financial Times, 24 Μάη 2019)
Ανεξάρτητα Συνδικάτα
Ο Χαν Ντονγκφανγκ φυλακίστηκε μετά τις 4 Ιούνη του 1989 για το ρόλο του στη δημιουργία ανεξάρτητων συνδικάτων που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του κινήματος και αποτέλεσαν το νούμερο ένα στόχο του καθεστώτος από τότε και έπειτα. Από τη μια μεριά, το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπάθησε να υποβαθμίσει το ρόλο που έπαιξε η εργατική τάξη, τα ανεξάρτητα συνδικάτα που γεννήθηκαν μέσα από τον αγώνα και οι εκτεταμένες απεργίες τις τελευταίες μέρες του κινήματος του 1989. Την ίδια ώρα ωστόσο, έστρεψε την πιο ακραία καταστολή εναντίον των εργαζομένων και των οργανώσεών τους. Το σημείο της Τιεν Αν Μεν που δέχτηκε τις πιο βίαιες και αιματηρές επιθέσεις, ήταν το σημείο συγκέντρωσης των εργατών και των συνδικάτων τους.
Ακόμη και οι ελάχιστοι ηγετικοί φοιτητές που βρίσκονταν στη λίστα των «καταζητούμενων» του 1989 πέρασαν μέχρι δύο ή τρία χρόνια στη φυλακή. Φυσικά αυτό δεν είναι λίγο, αλλά από τους 20.000 που συνελήφθησαν μέσα στους μήνες που ακολούθησαν τα γεγονότα, υπολογίζεται ότι οι 15.000 ήταν εργάτες, που κατηγορήθηκαν για την απεργιακή τους δράση (που ονομάστηκε «σαμποτάζ»), ενώ κάποια σωματεία κατηγορήθηκαν για συνεργασία με ξένες δυνάμεις. Κανένας φοιτητής δεν εκτελέστηκε μετά τα γεγονότα, σε αντίθεση με δεκάδες εργαζόμενους, ενώ πολλοί άλλοι καταδικάστηκαν σε ισόβια, ή σε πολύχρονη καταναγκαστική εργασία.
Συνήθως, όταν παρουσιάζεται από τα μέσα ενημέρωσης το κίνημα του 1989, περιγράφεται σαν ένα «φοιτητικό κίνημα», κάτι που είναι μόνο ένα μέρος της πραγματικότητας. Οι φοιτητές πυροδότησαν το κίνημα, κατεβαίνοντας σε διαδηλώσεις και στη συνέχεια καταλαμβάνοντας την πλατεία Τιεν Αν Μεν. Ήταν αυτοί που έδωσαν σημαντικά παραδείγματα ηρωισμού και θάρρους, αλλά ταυτόχρονα και αυτοί που είχαν τις μεγαλύτερες αυταπάτες για τη «μεταρρύθμιση» του Κομμουνιστικού Κόμματος γύρω από το Γενικό Γραμματέα του Ζάο Ζιγιάνγκ. Ο Ζιγιάνγκ προωθούσε ένα σταδιακό και ελεγχόμενο «άνοιγμα» της Κίνας προς τις δημοκρατικές ελευθερίες, σε αντίθεση με τους πιο σκληροπυρηνικούς ηγέτες, που ήθελαν να εντείνουν τον αυταρχισμό, θεωρώντας ότι οι μεταρρυθμίσεις του ήταν υπερβολικές. Ανάμεσα σε άλλα, ο Ζιγιάνγκ προωθούσε μερική χαλάρωση του ελέγχου στα μέσα ενημέρωσης και του ασφυκτικού ελέγχου του καθεστώτος στη λειτουργία των κρατικών δομών.
Αυτό που λείπει από την παρουσίαση των γεγονότων της Τιεν Αν Μεν, είναι ο ρόλος κλειδί της εργατικής τάξης της Κίνα. Το φοιτητικό κίνημα είχε ήδη εξαντληθεί και βρισκόταν στα όρια του, με πολλούς από τους ακτιβιστές του στα όρια τους από τις απεργίες πείνας που ξεκίνησαν τον Μάη. Οι αρχικοί ηγέτες του φοιτητικού κινήματος, που προέρχονταν από τις ανώτερες πανεπιστημιακές σχολές του Πεκίνου, και με δεσμούς με τμήματα της γραφειοκρατίας του Κομμουνιστικού Κόμματος, σταδιακά αντικαταστάθηκαν από φρέσκα στρώματα εκτός Πεκίνου και με πιο εργατικό υπόβαθρο. Συνολικά, το βάρος των φοιτητών μέσα στο κίνημα, υποβαθμιζόταν όσο οι εργαζόμενοι και η εργατική νεολαία του Πεκίνου άρχιζε να παίζει πιο καθοριστικό ρόλο. Αυτή η αλλαγή συντελέστηκε αρκετά απότομα, όταν ο στρατός μπήκε στο Πεκίνο στις 20 Μάη, μετά την επιβολή στρατιωτικού νόμου.
Αυτό που ξεκίνησε σαν φοιτητική διαμαρτυρία με στόχο να ισχυροποιήσει τη μεταρρυθμιστική τάση στο εσωτερικό του Κομμουνιστικού Κόμματος και να κάνει στην άκρη την αυταρχική «παλιά φρουρά» του, εξελίχθηκε σε έναν γενικό εργατικό και κοινωνικό αγώνα. Απέκτησε χαρακτηριστικά πολύ πιο αποφασιστικά, αν και όχι με απόλυτα ξεκάθαρη την αντίληψη ότι το καθεστώς έπρεπε να ανατραπεί συνολικά και να κοπούν οι δεσμοί με τον Ζάο Ζιγιάνγκ και τους μεταρρυθμιστές συμμάχους του.
Δυστυχώς, δεν υπήρχε ξεκάθαρη στρατηγική, ούτε δουλεμένο πρόγραμμα, αιτήματα και σχέδιο για το πως έπρεπε να προχωρήσει το κίνημα. Την ώρα που οι ηγέτες των φοιτητών που ξεκίνησαν τον αγώνα φοβούνταν ότι το κίνημα πηγαίνει «πολύ μακριά» και ήθελαν αρχικά να κρατήσουν τους εργαζόμενους έξω από τις διαδηλώσεις (από φόβο ότι έτσι θα «προκαλούσαν» το καθεστώς) τα πιο φρέσκα, πιο εργατικά στρώματα που ενσωματώθηκαν στο κίνημα, δεν είχαν τέτοιους περιορισμούς.
Έβλεπαν ότι το κίνημα μετατρεπόταν γρήγορα σε αγώνα ζωής και θανάτου, με το καθεστώς να μην είναι διατεθειμένο να κάνει συμβιβασμούς. Αυτό όμως που έλειπε, ήταν ένα καθαρό πρόγραμμα και μια πολιτική οργάνωση (ένας επαναστατικός πολιτικός φορέας εξοπλισμένος με σοσιαλιστικές ιδέες) που θα μπορούσε να αντιληφθεί την ανάγκη να ρίξει τα κατάλληλα συνθήματα στο κίνημα την κατάλληλη στιγμή.
Μάχη για την εξουσία στις κορυφές
Ο Ζάο Ζιγιάνγκ ηττήθηκε κατά κράτος στη μάχη για την εξουσία κατά τη διάρκεια της κρίσης του Μάη του 1989, που είχε να κάνει με τη διαμάχη στο εσωτερικό του καθεστώτος για το αν έπρεπε να δοθούν κάποιες παραχωρήσεις στο κίνημα, ή να χρησιμοποιηθεί ο στρατός για να συντρίψει τις διαδηλώσεις. Ήταν διαμάχη αυτή ήταν σκληρή. Ο Ζάο Ζιγιάνγκ τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, όπου πέθανε 15 χρόνια αργότερα. Η έκβαση αυτής της μάχης εξηγεί και την ακραία βιαιότητα του στρατού στις 3 και 4 του Ιούνη.
«Υπήρξε ένα διάστημα το Μάη του 1989, κατά τη διάρκεια του οποίου η κυβέρνηση της Κίνας είχε στην πραγματικότητα ανατραπεί ως η πραγματική δύναμη που ασκούσε εξουσία»
έγραψε ο A. M. Rosenthal στην εφημερίδα «New York Times», στις 23 Μάη του 1989. Είναι μια ακριβής διατύπωση. Ο ίδιος δημοσιογράφος εκείνη την περίοδο, έκανε και μια άλλη σημαντική παρατήρηση:
«Εφόσον δεν υπάρχει καμία δύναμη διαθέσιμη για να την αντικαταστήσει, η κινεζική κυβέρνηση κατά πάσα πιθανότητα θα καταφέρει να μαζέψει τα υπολείμματα της επιρροής της και να ξαναπάρει την εξουσία».
Το 1989, η Κίνα βρέθηκε στη δίνη μιας μάχης μέχρι θανάτου, ανάμεσα στην επανάσταση (το μαζικό κίνημα στους δρόμους) και την αντεπανάσταση (το φιλοκαπιταλιστικό καθεστώς του Ντενγκ Σιαοπίνγκ). Η ανυπαρξία ενός επαναστατικού φορέα που να αναδείξει μια εναλλακτική μορφή ηγεσίας για τη χώρα, σήμαινε ότι το μαζικό κίνημα δεν κατάφερε να αναπτύξει όργανα λαϊκής εξουσίας, όπως δημοκρατικές επιτροπές, συντονισμένες σε ολόκληρη τη χώρα, και τα ανεξάρτητα σωματεία που χτίστηκαν αδυνατούσαν να μπουν μπροστά στη διαμόρφωση μιας δημοκρατικής κυβέρνησης για τους εργαζόμενους και τους φτωχούς. Και φυσικά, αυτό σήμαινε ότι η δυνατότητα λήψης πρωτοβουλιών πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Το καθεστώς του Ντένγκ κατάφερε να ξαναπάρει το πάνω χέρι και να χτυπήσει το κίνημα σκληρά. Σε αυτή τη διαδικασία, ήθελε να πιάσει με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια. Ο κύριος στόχος ήταν οι οργανώσεις των εργαζομένων, αλλά ταυτόχρονα ήθελε να καθαρίσει τους δρόμους από τους διαδηλωτές και να στείλει ένα μήνυμα αρκετά ηχηρό για να αντηχήσει σε ολόκληρη τη χώρα και για μεγάλη χρονική περίοδο. Ένας άλλος στόχος ήταν να καταστείλει βίαια τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις γύρω από τον Ζάο Ζιγιάνγκ, που έκανε παραχωρήσεις στα αιτήματα των φοιτητών. Το μήνυμα ήταν πως παρά το γεγονός ότι όλες οι πτέρυγες του Κομμουνιστικού Κόμματος συμφωνούσαν με την επέκταση των καπιταλιστικών οικονομικών μέτρων, η «πολιτική μεταρρύθμιση» και η «δυτικού τύπου δημοκρατία» ήταν εκτός συζήτησης.
Αυτό δεν οδήγησε όπως ισχυρίζονται κάποιοι αναλυτές στην ισχυροποίηση ενός μη καπιταλιστικού, σταλινικού καθεστώτος, καθώς οι σοσιαλιστικές βάσεις της Κίνας είχαν ήδη αρχίσει να αποσαθρώνονται από τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση του καπιταλισμού ήδη από την προηγούμενη δεκαετία. Στην πραγματικότητα, η άγρια καταστολή της 4ης Ιούνη, που υποτίθεται υπερασπιζόταν τον «σοσιαλισμό», ήταν ένα καθοριστικό σημείο που έδωσε ώθηση στο περεταίρω πέρασμα στον καπιταλισμό, με κάποια ιδιαίτερα κινεζικά χαρακτηριστικά. Το 1989 αποτέλεσε μια ηττημένη πολιτική επανάσταση, αν και δεν κατάφερε να αναδείξει πλήρως τις επιδιώξεις της.
Βάρβαρη καπιταλιστική παλινόρθωση
Η Κίνα υπό το καθεστώς του Ντένγκ, θα συνέχιζε στο δρόμο του καπιταλισμού, ιδιαίτερα με την ιστορική του «Νότια Περιοδεία» το 1992, με τη διαφορά ότι αυτό θα συνέβαινε κάτω από την επίβλεψη ενός αυταρχικού κράτους υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ελίτ του καθεστώτος θα μπορούσε να κρατήσει για τον εαυτό της τα πιο «ζουμερά» κομμάτια της καπιταλιστικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, θα εφάρμοζε σιδερένιο έλεγχο πάνω στην εργατική τάξη και θα εκμηδένιζε την αντίσταση στη βάρβαρη καπιταλιστική παλινόρθωση. Πάνω από 60 εκατομμύρια θέσεις εργασίας χάθηκαν εξαιτίας των ιδιωτικοποιήσεων κρατικών εταιρειών, που έφτασαν στο απόγειό τους στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Οι μόνιμες δουλείες αντικαταστάθηκαν από προσωρινές και επισφαλείς συμβάσεις και «ενοικιαζόμενους» εργαζόμενους. Ο κρατικός τομέας της Κίνας, απασχολεί σήμερα 60 εκατομμύρια ενοικιαζόμενους εργαζόμενους με χαμηλότερους μισθούς και λιγότερα δικαιώματα από το μόνιμο προσωπικό.
Η στέγαση ιδιωτικοποιήθηκε με μια μεγάλων διαστάσεων μεταρρύθμιση το 1998, που θύμιζε τις πολιτικές που εφάρμοσε σε μικρότερη κλίμακα η Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία. Σήμερα, το 95% της αγοράς στέγης στην Κίνα, ελέγχεται από ιδιώτες, με έναν ατροφικό κρατικό φορέα κοινωνικής στέγασης. Αρκεί μια σύγκριση με τη Γερμανία ή τις ΗΠΑ, όπου τα σπίτια που ανήκουν σε ιδιώτες φτάνουν το 51% και το 65% αντίστοιχα. Οι τιμές των ενοικίων έχουν μετατραπεί σε ένα δυσβάσταχτο φορτίο για την εργατική, αλλά και για τη μεσαία τάξη στην Κίνα. Τα ενοίκια στο Πεκίνο, σε σύγκριση με το μέσο εισόδημα, είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο, όπως ισχύει και στη Σαγκάη και σε άλλες κινεζικές πόλεις (είναι δυο φορές πιο ακριβά από ότι στο Τόκιο και σχεδόν τέσσερις φορές πιο ακριβά από το Λονδίνο).
Κάποιοι εξωτερικοί παρατηρητές θεωρούν ότι το μεγάλο ποσοστό κρατικής ιδιοκτησίας στη βιομηχανία της Κίνας, είναι ένδειξη ότι δεν πρόκειται για «πραγματικό» καπιταλισμό, ή ότι υπάρχει ακόμη κάποια μίξη διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων. Η κρατική ιδιοκτησία σε τομείς της οικονομίας (περίπου στο 30% του ΑΕΠ) περιλαμβάνει τομείς κλειδιά, όπως οι τράπεζες, η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες και σημαντικό τμήμα των κατασκευών. Οι τομείς αυτοί χρησιμοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του ‘90 προκειμένου να δημιουργηθεί μια αστική τάξη αποτελούμενη από στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος, μέλη των οικογενειών και του φιλικού τους περιβάλλοντος, που θα τους εγγυούνται παράλληλα τις πιο σημαντικές θέσεις στη διακυβέρνηση.
Είναι ακριβώς η κατάσταση που προέβλεπε ο Λέον Τρότσκι στην ανάλυσή του για τον σταλινισμό στο βιβλίο «Η προδομένη επανάσταση» (1936), αν η πολιτική επανάσταση των εργαζομένων (όπως αυτή του 1989) στην Κίνα, δεν κατάφερνε να εγκαθιδρύσει πραγματικό δημοκρατικό έλεγχο στην οικονομία και το κράτος.
Ο αυταρχικός καπιταλισμός της Κίνας, έχει χτιστεί πάνω στο φόβο κοινωνικών εξεγέρσεων και στην ανασφάλεια της ελίτ της χώρας, που προσπαθεί να κρύψει το μέγεθος του πλούτου της με τη βοήθεια των ελεγχόμενων από την ίδια μέσων ενημέρωσης και της κρατικής προπαγάνδας. Το μοντέλο του δεν είναι η δυτικού τύπου «δημοκρατία» και η «ελεύθερη αγορά», αλλά ένας αυταρχικός καπιταλισμός, με βασικά παραδείγματα αυτά του Τσιαν Κάι-Σεκ στην Ταιβάν, του Λη Κουάν Γιου στη Σιγκαπούρη, και του Παρκ Τζονγκ-Χούι στη Νότια Κορέα. Πρόκειται για πλήρως καπιταλιστικά καθεστώτα, με μεγάλο τμήμα της οικονομίας να ελέγχεται από το κράτος.
Πρόσφατες διαρροές στον τύπο, δείχνουν ότι η οικογένεια του προέδρου Σι Γινπίνγκ, έχει περιουσία περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια σε ξένες τράπεζες. Το μεγαλύτερο τμήμα της ηγεσίας του κινεζικού καθεστώτος είναι αντίστοιχα πλούσιο. Εδώ και πολύ καιρό, η Κίνα έχει ξεπεράσει τις ΗΠΑ ως προς τον αριθμό των δισεκατομμυριούχων, με 819, από 571 τον προηγούμενο χρόνο.
30 χρόνια μετά
Η 30η επέτειος των γεγονότων της Τιεν Αν Μεν σημαδεύτηκε από τεράστιες διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ, τη μόνη πόλη όπου οι εκδηλώσεις μνήμης της σφαγής γίνονται ανεκτές από το καθεστώς. Φέτος, η επετειακή αγρυπνία στους δρόμους, έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, εξαιτίας του εξελισσόμενου αγώνα ενάντια στο νόμο που θα θεσμοθετήσει την έκδοση αγωνιστών στην Κίνα από την κυβέρνηση – μαριονέτα του Χονγκ Κονγκ. Αν περάσει αυτός ο νόμος, θα επιτραπεί να εκδοθούν και να δικαστούν από το αυταρχικό καθεστώς της Κίνας πολιτικοί ακτιβιστές. Θα πέσουν στα χέρια ενός δικαστικού συστήματος που είναι γνωστό για τις «ομολογίες» που παίρνονται με καταναγκαστικό τρόπο, που πολλές φορές προβάλλονται ακόμη και στην τηλεόραση, για τα βασανιστήρια και την πλήρη στέρηση ακόμη και των πιο βασικών δικαιωμάτων.
Υπάρχουν όμως κι άλλες περιοχές στις οποίες το καταπιεστικό καθεστώς εντείνει την καταστολή του. Στην περιοχή Σιντσιάνγκ, όπου ο μουσουλμανικός πληθυσμός είναι πλειοψηφία, ολόκληρες τοπικές κοινότητες τρομοκρατούνται, ενώ πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι βρίσκονται φυλακισμένοι σε στρατόπεδα που το καθεστώς ονομάζει «κέντρα εκπαίδευσης». Ολόκληρη η περιοχή, που έχει μέγεθος περίπου όσο η μισή Ινδία, έχει μετατραπεί σε ένα γιγάντιο πειραματικό πεδίο ηλεκτρονικής παρακολούθησης, με τη χρήση των πιο σύγχρονων τεχνολογιών, όπως το ψηφιακό σύστημα αναγνώρισης προσώπων, τη συλλογή δειγμάτων DNA και τη διαρκή παρακολούθηση όλων των κινητών τηλεφώνων.
Ο μεγάλος αγώνας των εργαζομένων της εταιρίας «Jasic» στη Νότια Κίνα τον περασμένο χρόνο ακολουθήθηκε επίσης από ακραία κατασταλτικά μέτρα ενάντια στους αγωνιστές εργαζόμενους. Είναι μια ακόμη πολύ σημαντική ένδειξη της επιδείνωσης της καταπίεσης υπό το καθεστώς του Σι Γινπίνγκ. Ενώ είναι μεταμφιεσμένο κάτω από τον μανδύα του «κομμουνισμού» για ιστορικούς λόγους, αυτό δε σημαίνει τίποτα για την πολιτική που ασκείται σε καθημερινή βάση. Το καθεστώς του Σι Γινπίνγκ έχει μετατρέψει τους μαρξιστές και τους σοσιαλιστές σε νούμερο ένα εχθρό του. Το κινεζικό καθεστώς βρίσκεται σε μεγάλη νευρικότητα, που ενισχύεται από την επέτειο της σφαγής στην Τιεν Αν Μεν, ενώ από την αρχή του χρόνου ο Σι Γινπίνγκ προειδοποιεί ότι η Κίνα αντιμετωπίζει «κινδύνους πέρα από κάθε φαντασία».
Ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας
Ένα άλλο στοιχείο που καθορίζει τις εξελίξεις στην Κίνα 30 χρόνια μετά την σφαγή της 4ης Ιούνη είναι ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ. Αυτή η ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη που συνεχώς κλιμακώνεται ξεκίνησε με την επιβολή δασμών πάνω σε κινέζικα προϊόντα από τον Τράμπ, αλλά επεκτείνεται και στο πεδίο των εξοπλισμών και της στρατιωτικής αντιπαράθεσης, στον τεχνολογικό ανταγωνισμό, στις επενδύσεις, σε γεωπολιτικά θέματα, κα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν νέο «ψυχρό πόλεμο» ανάμεσε στις δύο υπερδυνάμεις του πλανήτη σήμερα. Βέβαια, σήμερα αυτός ο ψυχρός πόλεμος αφορά ξεκάθαρα την διαμάχη για το ποια καπιταλιστική υπερδύναμη θα κυριαρχήσει στον πλανήτη, ενώ ο μεταπολεμικός ψυχρός πόλεμος ήταν μια αντιπαράθεση δύο διαφορετικών κοινωνικο-οικονομικών συστημάτων, του καπιταλισμού από τη μια μεριά και του σταλινισμού (που αυτό-αποκαλούνταν σοσιαλισμός) από την άλλη.
Μέσα στα πλαίσια αυτού του ανταγωνισμού, Κίνα και ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει επιθέσεις η μία στην άλλη όσον αφορά τα «ανθρώπινα δικαιώματα», κάτι που είχαμε να το δούμε για πάνω από δύο δεκαετίας όπου προωθούνταν η «συνεργασία» των δύο χωρών.
Το πόσο βέβαια οι ιμπεριαλιστές ενδιαφέρονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα το βλέπουμε όταν υπάρχουν εξεγέρσεις που τα διεκδικούν.
Το 1989, αντιπρόσωποι του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε προσωπικές συζητήσεις παραδεχόταν ότι η καταστολή της εξέγερσης ήταν ένα «αναγκαίο κακό». Ο ίδιος ο Τράμπ στο παρελθόν είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για τον τρόπο που το ΚΚ Κίνας κατέστειλε με «επίδειξη δύναμης» το ξέσπασμα του λαού. Η κυβέρνηση του Μπούς του πρεσβύτερου βιάστηκε να στείλει κρυφά στο Πεκίνο τον σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας Brent Snowcroft τον Ιούνη του ’89, για να διαβεβαιώσει το καθεστώς ότι οι έτσι και αλλιώς περιορισμένες κυρώσεις που είχαν επιβάλλει οι ΗΠΑ θα είναι προσωρινές και για τα μάτια του κόσμου, και ότι η Ουάσιγκτον θέλει να συνεχίσει την οικονομική συνεργασία με την Κίνα. Παρόμοια στάση κράτησε και η κυβέρνηση της Θάτσερ στην Αγγλία.
Το κινέζικο καθεστώς αντίστοιχα, διαβεβαίωσε μυστικά τις δυτικές κυβερνήσεις ότι οι δημόσιες δηλώσεις για «δάκτυλο των δυτικών» και για «ξένη επέμβαση» γινόταν για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, και ότι οι πολιτικές εισαγωγής του καπιταλιστικού μοντέλου στην χώρα θα συνεχιστούν.
Για τους δυτικούς ηγέτες εξάλλου, τα οικονομικά οφέλη είναι αυτά που μετράνε, πολύ περισσότερο από τα «υψηλά ιδανικά» της «δημοκρατίας» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Αυτή όμως η κατάσταση φαίνεται τώρα να αλλάζει, καθώς εντείνεται η μάχη για κυριαρχία ανάμεσα στις δύο χώρες. Έτσι, στα πλαίσια του πολέμου και σε επίπεδο προπαγάνδας, η κάθε πλευρά προσπαθεί να παρουσιαστεί ως «καθαρή» και να παρουσιάσει τον αντίπαλο ως «επικίνδυνο για τις αξίες» της κάθε χώρας.
Συμπεράσματα για σήμερα
Τα συμπεράσματα από το κίνημα του 1989 είναι κρίσιμα για το μέλλον. Είναι κρίσιμα για την γενιά που χτίζει σήμερα τις αντιστάσεις στο κινέζικο καθεστώς, και για όσους παλεύουν για το χτίσιμο μιας εναλλακτικής στον καπιταλισμό, στην Κίνα και παγκόσμια.
Το κινέζικο σταλινικό-μαοϊκό καθεστώς ήρθε στην εξουσία με την επανάσταση του 1949. Λόγω των κυριαρχίας από την αρχή των σταλινικών στην ηγεσία της επανάστασης, το καθεστώς δημιουργήθηκε με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά, με έλλειψη δημοκρατίας και έντονη κυριαρχία της γραφειοκρατίας. Λόγω αυτών των παραγόντων, ήδη από τη δεκαετία του ’70 είχε εξαντλήσει την δυναμική του, και την δυνατότητα του να αναπτύσσει την οικονομία. Μαζί με τα άλλα καθεστώτα του «ανατολικού μπλοκ» μπήκε σε βαθιά κρίση, με ένα μέρος των ανώτερων στρωμάτων της γραφειοκρατίας να βλέπει σαν μόνη λύση την επιστροφή στον καπιταλισμό.
Το νεαρό εργατικό κίνημα στην Κίνα δεν κατάφερε να εμποδίσει αυτή την εξέλιξη, παρά τις ηρωικές μάχες που έδωσε. Δυστυχώς έλειπε το στοιχείο της ηγεσίας που θα μπορούσε να θέσει τα ζητήματα και να οργανώσει πολιτικά τον αγώνα σε αυτή την κατεύθυνση. Απαράδεκτο ρόλο έπαιξαν και τα συνδικάτα των δυτικών χωρών, που αντί να βοηθήσουν το κινέζικο εργατικό κίνημα να υπερασπίσει την κοινωνική ιδιοκτησία και να επιβάλλει τη δημοκρατία των εργαζομένων, υπεράσπιζαν τις «δυτικές δημοκρατίες» και την «ελεύθερη οικονομία».
Το κινέζικο μοντέλο καπιταλισμού, παρόλο που παρείχε εντυπωσιακές επιδόσεις όσον αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης, δημιούργησε νέα προβλήματα, όπως τεράστιες ανισότητες, αδιανόητα επίπεδα μόλυνσης, ατελείωτες υπερωρίες και πολύ χαμηλά εισοδήματα.
Οι κοινωνικές αντιθέσεις στην Κίνα σήμερα είναι ακόμα μεγαλύτερες απ’ ότι το 1989. Μια νέα μαζική κοινωνική έκρηξη της οργής που συσσωρεύεται είναι πολύ πιθανή, και αυτό είναι κάτι που μπορεί να καταλάβει κανείς και από τις δηλώσεις του Σι Γινπίνγκ και άλλων υψηλόβαθμων αξιωματούχων, που φοβούνται μια τέτοια εξέλιξη.
Τα κελιά του καθεστώτος γεμίζουν καθημερινά με νέους αγωνιστές που δίνουν τη μάχη για τα εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα στην Κίνα. Με αυτό τον τρόπο φτιάχνεται μέρα με τη μέρα το νέο εργατικό κίνημα της χώρας. Ακόμα και η σκληρή καταστολή του καθεστώτος δεν μπορεί να σταματήσει αυτή την εξέλιξη, ούτε η εξαθλίωση στην οποία ρίχνει τους ανθρώπους το σύστημα.
Τα συμπεράσματα από την εξέγερση του 1989 είναι κρίσιμα για αυτούς τους νέους αγωνιστές που βρίσκονται στην φωτιά της μάχης. Έτσι θα μπορέσει να χτιστεί ένα νέο κίνημα ενάντια στον αυταρχισμό του καθεστώτος, ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό, που θα παλέψει για το χτίσιμο μιας γνήσιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, με πραγματική δημοκρατία για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα.