Του Ανδρέα Παγιάτσου
1973 – 1975
Το 1973 ο παγκόσμιος καπιταλισμός γνώρισε τη μεγαλύτερη διεθνή οικονομική κρίση από την εποχή του β’ παγκόσμιου πολέμου.
Είναι το τέλος της μεγάλης περιόδου της μεταπολεμικής ανάπτυξης που ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Για δύο περίπου δεκαετίες οι εργαζόμενοι στις ανεπτυγμένες χώρες, απολάμβαναν συνθήκες πλήρους απασχόλησης (η ανεργία ήταν στο 2-3%) και μονιμότητα στις θέσεις εργασίας, απολάμβαναν ένα διαρκώς ανερχόμενο βιοτικό επίπεδο, το μέλλον για τη νέα γενιά φαινόταν εξασφαλισμένο, ενώ για πρώτη φορά στην ιστορία εμφανίστηκε το κράτος πρόνοιας (ή κοινωνικό κράτος) το οποίο μεριμνούσε για την εξασφάλιση δωρεάν παιδείας, δωρεάν υγείας, φτηνής εργατικής κατοικίας και εκτεταμένων κοινωνικών παροχών (ανεργιακά επιδόματα, επιδόματα για όλων των ειδών τις ειδικές ανάγκες, συντάξεις κλπ).
Η ύφεση του 1973 δεν ήταν μια συνηθισμένη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Είναι μια καμπή στην οποία ο καπιταλισμός περνά από μια εποχή ανάπτυξης, στην οποία η ζωή και οι συνθήκες εργασίας στις ανεπτυγμένες χώρες διαρκώς καλυτερεύουν, σε μια εποχή κρίσης, που το καπιταλιστικό σύστημα όχι μόνο αδυνατεί να συνεχίσει να προσφέρει παροχές αλλά ξεκινά την αντίστροφη διαδικασία του να παίρνει σιγά-σιγά πίσω όλα όσα παραχώρησε στην προηγούμενη περίοδο.
Η εποχή στην οποία αναφερόμαστε, οι αρχές της δεκαετίας του ‘70, είναι μια εποχή μαζικής ριζοσπαστικοποίησης και αμφισβήτησης. Έχει ήδη προηγηθεί ο Μάης του ’68 στη Γαλλία που από τη μια συγκλόνισε τη φοιτητική νεολαία σ’ όλο τον κόσμο, κι από την άλλη με τη γενική απεργία των Γάλλων εργατών έδειξε πως η κοινωνική επανάσταση παρέμεινε επίκαιρη και στις πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να νικήσουν στο Βιετνάμ παρά την απίστευτη βαρβαρότητά τους και το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ φουντώνει απ’ άκρη σ’ άκρη στον πλανήτη. Παράλληλα, στις ΗΠΑ το κίνημα των Μαύρων για ίσα δικαιώματα δυναμώνει. Η αποικιακή επανάσταση, η εξέγερση δηλαδή των αποικιακών χωρών ενάντια στους αποικιοκράτες (Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Ροδεσία/Ζιμπάπουε, Λάος, Καμπότζη, κλπ) συγκλονίζει τον τρίτο κόσμο, και αντανακλάται και στις ανεπτυγμένες χώρες. Η Μέση Ανατολή, με αφορμή το Παλαιστινιακό, αλλά σε συνδυασμό με τους αγώνες για αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστές, είναι στις φλόγες. Σ’ όλα αυτά, από το ‘74 και μετά προστίθενται και οι εκρηκτικές εξελίξεις στη Νότια Ευρώπη: στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία έχουμε ανατροπή των δικτατοριών που δημιουργούν συνθήκες κοινωνικής έκρηξης. Στην Πορτογαλία η ανατροπή των στρατιωτικών συνοδεύεται από ένα μεγάλο κίνημα που επιβάλλει την εθνικοποίηση του 70% της οικονομίας ο πορτογαλικός καπιταλισμός θεωρείται τελειωμένος.
Είναι μια εποχή επαναστατικής αναζήτησης. Και σ΄ αυτή τη συγκυρία συγκροτείται η CWI – τον Απρίλη του 1974.
Δουλειά στα μαζικά κόμματα
Ο βασικός κορμός των δυνάμεων που έχουν πάρει την απόφαση για τη συγκρότηση της CWI προέρχεται από το βρετανικό τμήμα το οποίο έχει ήδη διανύσει περίπου μια δεκαετία ζωής. Μαζί μ’ αυτούς οι πρώτες ομάδες (ή ακόμα και μονάδες – οι αριθμοί είναι πολύ μικροί) συντρόφων από την Ιρλανδία, τη Γερμανία, τη Σουηδία και μερικές άλλες χώρες.
Στην συντριπτική τους πλειοψηφία αυτές οι δυνάμεις δρουν, παρεμβαίνουν και λειτουργούν μέσα στα αριστερά-σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της εποχής. Είναι η εποχή της τακτικής του «εισοδισμού» μιας πολύ σημαντικής περιόδου στη ζωή της CWI. Μια περίοδο που μπορεί να πει κανείς ότι κράτησε περισσότερο απ’ ότι φανταζόντουσαν οι αρχικοί εμπνευστές της. Για την οποία η CWI δέχτηκε σημαντική (συχνά κακόβουλη και ενίοτε βρώμικη) κριτική από οργανώσεις της υπόλοιπης αριστεράς, καθώς η δουλειά της μέσα στα ρεφορμιστικά κόμματα (Σοσιαλδημοκρατικά, Σοσιαλιστικά, Εργατικά) «ερμηνεύτηκε» από τους αντιπάλους της σαν υποχώρηση στο ρεφορμισμό (οπορτουνισμός).
Η ουσία πάντως είναι πως η εποχή του εισοδισμού επέτρεψε στη CWI να κάνει μεγάλα βήματα στην καθιέρωση της σαν μια σημαντική δύναμη, να γίνει μια από τις πιο γνωστές οργανώσεις στο χώρο του τροτσκισμού διεθνώς. Αυτό έγινε μέσα από την παρέμβαση των δυνάμεων της CWI στους αγώνες του μαζικού κινήματος, αγώνες ιστορικούς, με επαναστατικά ξεσπάσματα σχεδόν παντού, οι οποίοι περνούσαν κατά κανόνα μέσα από τα μαζικά κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς («σοσιαλδημοκρατικά», «σοσιαλιστικά» και «εργατικά» κόμματα) που τότε είχαν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από ότι σήμερα.
Τα επόμενα χρόνια μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 είναι χρόνια ραγδαίας ανάπτυξης της CWI, είναι ταυτόχρονα χρόνια στη διάρκεια των οποίων μια νέα γενιά επαναστατών στελεχών χτίζεται και ατσαλώνεται μέσα από τους ταξικούς αγώνες του μαζικού κινήματος.
Εισοδισμός
Η «τακτική του εισοδισμού» είναι μια αρκετά παρεξηγημένη τακτική. Επί της ουσίας έχει να κάνει με την είσοδο των επαναστατών μέσα σε υπάρχοντα μαζικά κόμματα της εργατικής τάξης μέσα από τα οποία παλεύουν για τη διάδοση των δικών τους, μαρξιστικών, ιδεών.
Στόχος της τακτικής του εισοδισμού δεν είναι να πειστούν οι ηγέτες των μαζικών αυτών κομμάτων για την ορθότητα των μαρξιστικών ιδεών. Καθόλου. Τέτοιες αυταπάτες είναι καταστροφικό αν υπάρχουν. Ο βασικός σκοπός που εξυπηρετείται με την τακτική του εισοδισμού είναι το να αποκαλύψουν οι μαρξιστές στα μάτια των πιο αγνών και ανιδιοτελών αγωνιστών της βάσης αυτών των κομμάτων, πως οι ηγέτες τους είναι σοσιαλιστές μόνο στα λόγια πως στην πράξη δουλεύουν, σε τελευταία ανάλυση, για τη διάσωση του καπιταλιστικού συστήματος. Και στη συνέχεια να πείσουν τους πιο μαχητικούς και ταξικούς αγωνιστές να ενταχθούν στην επαναστατική οργάνωση, με τελικό στόχο τη δημιουργία νέων μαζικών κομμάτων της αριστεράς, επαναστατικών.
Βασική προϋπόθεση για την υιοθέτηση της τακτικής του εισοδισμού είναι να υπάρχουν σοβαρές ευκαιρίες για τη διάδοση των μαρξιστικών ιδεών, και για την ανάπτυξη των δικών τους δυνάμεων μέσα στα κόμματα αυτά της αριστεράς. Και αυτή ήταν, πράγματι, η εικόνα των ρεφορμιστικών (ή σοσιαλδημοκρατικών) κομμάτων στην περίοδο που συζητάμε. (Στη δεκαετία που ακολούθησε, του ’80, αυτή ήταν η κατάσταση ήταν χαρακτηριστική και μερικών «Κομμουνιστικών» Κομμάτων)
Ο εισοδισμός ιστορικά
Η τακτική του εισοδισμού δεν αποτελεί ανακάλυψη της CWI. Ο όρος «εισοδισμός» χρησιμοποιήθηκε από τους τροτσκιστές κι από τον ίδιο τον Τρότσκι στη δεκαετία του ’30.
Τότε, σε μια σειρά χώρες οι τροτσκιστές που είχαν εκδιωχθεί βίαια από τα κομμουνιστικά κόμματα (που είχαν σταλινοποιηθεί ολοκληρωτικά) μπήκαν στα ρεφορμιστικά κόμματα. Η «είσοδος» τους αυτή ονομάστηκε τακτική του εισοδισμού.
Ήταν μια τακτική που ακολουθήθηκε σε μια συγκεκριμένη εποχή και για συγκεκριμένους λόγους. Έτσι κι αλλιώς η τακτική είναι ένα πολύ ευέλικτο ζήτημα για τους μαρξιστές – με την αλλαγή των εποχών και των αντικειμενικών συνθηκών, αλλαγές στην τακτική είναι κατά κανόνα απαραίτητες. Οι τροτσκιστές, από τις αρχές της δεκαετίας του ’30, ήταν αποδυναμωμένοι, εξοντωμένοι από τις διώξεις των σταλινικών, περιορισμένοι σε μικρές ομάδες και στο περιθώριο της κοινωνίας. Οι δυνάμεις τους ήταν πολύ μικρές για να μπορέσουν να προτείνουν στο κίνημα τη δική τους ανεξάρτητη πρόταση ενάντια στα σταλινοποιημένα πια «κομμουνιστικά» κόμματα, από τη μια, και τα ρεφορμιστικά κόμματα από την άλλη. Η είσοδος τους στα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας είχε σαν στόχο να αποκτήσουν την οργανική σχέση που οι μαρξιστές χρειάζονται με το εργατικό κίνημα, να εμπλακούν στους αγώνες των μαζών, να παλέψουν για τις μαρξιστικές ιδέες μέσα στα μαζικά κόμματα και να ενισχύσουν τις δυνάμεις του μαρξισμού οργανωτικά.
Η εποχή στην οποία αναφερόμαστε είναι μια εποχή μεγάλων κοινωνικών εντάσεων και πολιτικών ανατροπών. Είχαμε, ανάμεσα σ’ άλλα, την άνοδο του Χίτλερ στη Γερμανία, τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία, την εκλογή του λαϊκού μετώπου στη Γαλλία (κυβέρνηση σοσιαλιστών, κομμουνιστών και των λεγόμενων "προοδευτικών" αστών). Αυτά ήταν γεγονότα που συντάρασσαν την Ευρώπη και όλες τις μαζικές οργανώσεις και κόμματα της εργατικής τάξης.
Στα σοσιαλιστικά /σοσιαλδημοκρατικά / εργατικά κόμματα της εποχής αναπτυσσόντουσαν πολύ σημαντικές διεργασίες. Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης παρέμενε με τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, επειδή η σταλινοποίηση των ΚΚ απέτρεπε στους εργαζόμενους να ενταχθούν μαζικά στις γραμμές τους. Βασικές αιτίες γι’ αυτό ήταν από τη μια το εσωτερικό αντιδημοκρατικό καθεστώς των ΚΚ και από την άλλη, και κύρια, η εγκληματική πολιτική του σταλινισμού εκείνη την περίοδο1.
Στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα την εποχή αυτή γίνεται «χαμός» καθώς η κρίση του καπιταλισμού στρέφει μεγάλες μάζες προς αυτά, όμως οι ηγεσίες τους, όσο μεγαλώνει η μαζικότητα και η απήχησή τους, τόσο περισσότερο πάνε προς τα δεξιά. Η απογοήτευση, σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία όπου αναπτύσσονται επαναστατικές διεργασίες, ή τη Βρετανία όπου η ηγεσία του Εργατικού κόμματος έχει προχωρήσει σε συγκυβέρνηση με τους Συντηρητικούς, είναι τεράστια, και η αμφισβήτηση μέσα στις γραμμές των κομμάτων αυτών ενάντια στις ηγεσίες τους είναι μαζική.
Σ’ αυτές τις συνθήκες οι μικρές δυνάμεις των τροτσκιστών αποφασίζουν (όχι χωρίς τριγμούς και εσωτερικές συγκρούσεις) να μπουν στα κόμματα αυτά, από τη μια για να γνωρίσουν από κοντά τις σημαντικές μάχες στο εσωτερικό της σοσιαλδημοκρατίας και από την άλλη για να προβάλουν την επαναστατική απάντηση στα αδιέξοδα του καπιταλισμού. Να πείσουν έτσι τα καλύτερα στοιχεία της βάσης αυτών των κομμάτων για το χρεοκοπημένο ρόλο των ηγετών και για την αναγκαιότητα του να χτίσουν από την αρχή νέα κόμματα της επαναστατικής αριστεράς.
Η σοσιαλδημοκρατία στις δεκαετίες του ’60 και του 70
Οι συνθήκες στη δεκαετία του ’60 και του ’70 είναι ασφαλώς πολύ διαφορετικές από τις συνθήκες της δεκαετίας του 30, όμως στα μαζικά κόμματα της αριστεράς αναπτύσσονται πολύ σημαντικές εσωτερικές διεργασίες. Οι αντικειμενικές συνθήκες που περιγράψαμε πιο πάνω, του πολέμου του Βιετνάμ, της έκρηξης του Μάη του ’68 στη Γαλλία, της επανάστασης στις αποικίες και, τέλος, της οικονομικής κρίσης, αντανακλούνται μέσα στα κόμματα των εργαζομένων και προκαλούν μια μαζική διαδικασία αμφισβήτησης του καπιταλισμού και αναζήτησης προς τα αριστερά. Εμφανίζονται μαζικές αριστερές πτέρυγες μέσα σε κόμματα τα οποία παραδοσιακά έπαιζαν ρόλο συντηρητικό, όπως το Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία και το Σοσιαλδημοκρατικό στη Γερμανία. Άλλα, όπως το ΣΚ Γαλλίας, αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, επηρεασμένο από το γαλλικό Μάη, με θέσεις πολύ πιο αριστερές από αυτές του ΚΚ Γαλλίας. Στην Ελλάδα, Ισπανία, και Πορτογαλία δημιουργούνται νέα σοσιαλιστικά κόμματα με πολύ αριστερά προγράμματα (στην Ελλάδα, πχ ο Ανδρέας Παπανδρέου μιλά και παρουσιάζεται σαν μαρξιστής).
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της δεκαετίας του 60 και 70 δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που βλέπουμε σήμερα. Η συνολική πολιτική και το πρόγραμμά τους είναι αριστερά -σε πλήρη αντίθεση με αυτό που υπάρχει σήμερα. Η ταξική τους σύνθεση είναι εντελώς διαφορετική καθώς στις γραμμές τους δραστηριοποιούνται μαζικά τα πιο μαχητικά στοιχεία του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος. Οι μάζες τα βλέπουν σαν μέσα για τη ριζική αλλαγή της ζωής τους και τα στηρίζουν απέναντι στα αστικά κόμματα με πάθος.
Με άλλα λόγια, η ριζοσπαστικοποίηση που αναπτύσσεται μαζικά στις κοινωνίες των ανεπτυγμένων βιομηχανικών χωρών περνά κατά κύριο λόγο μέσα στα παραδοσιακά κόμματα της εργατικής τάξης, σε πλήρη και κτυπητή αντίθεση με ότι συμβαίνει σήμερα.
Επιδιώκοντας την επαφή και το κέρδισμα στις επαναστατικές ιδέες αυτών των στρωμάτων οι δυνάμεις της CWI στην πρώτη ιστορική της περίοδο, εντάσσονται στις γραμμές αυτών των κομμάτων και παλεύουν για τις δικές τους ιδέες, ανοικτά, με το δικό τους ανεξάρτητο πρόγραμμα, με τα δικά τους έντυπα, σαν ξεχωριστές και διακριτές αντιπολιτευτικές τάσεις.
Ο Μίλιταντ
Το βρετανικό Εργατικό Κόμμα, που σήμερα είναι ότι πιο αντιδραστικό στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, τότε, ήταν ένα πολύ ριζοσπαστικό κόμμα των Βρετανών εργαζομένων. Και αποδείχτηκε ένα πολύ πρόσφορο έδαφος για τις επαναστατικές ιδέες των βρετανών συντρόφων που έγιναν γνωστοί με το όνομα της εφημερίδας που εκδίδανε, Μίλιταντ (που σημαίνει Μαχητής). Μέσα σε μια περίπου δεκαετία οι υποστηριχτές του Μίλιταντ κατάφεραν να κερδίσουν τον έλεγχο της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος («Νέοι Σοσιαλιστές») και να αρχίσουν να αναπτύσσουν την επιρροή τους στα καλύτερα στοιχεία και οργανώσεις του Εργατικού Κόμματος και των συνδικάτων του.
Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας τις θέσεις τους στο Εργατικό Κόμμα και ιδιαίτερα στη νεολαία του κόμματος, επεδίωξαν την απόκτηση επαφών με ότι ριζοσπαστικό και αριστερό υπήρχε σε παρόμοια κόμματα διεθνώς. Τα αποτελέσματα ήταν πολύ σημαντικά καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ ότι συνέβαινε στο Εργατικό Κόμμα συνέβαινε και στο σύνολο των ρεφορμιστικών κομμάτων διεθνώς. Η CWI επεκτείνεται, έτσι, μέχρι το τέλος της δεκ. του ’70 στην πλειοψηφία των χωρών της Βόρειας Ευρώπης καθώς και στη Νότια Ευρώπη μετά την ανατροπή των δικτατοριών και τη δημιουργία των Σοσιαλιστικών Κομμάτων εκεί (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρο). Οι επιτυχίες των δυνάμεων της CWI, ιδιαίτερα στην Βρετανία γίνονται στην επόμενη φάση πόλος έλξης για κινήματα και ρεύματα στις υπόλοιπες ηπείρους κι έτσι η CWI επεκτείνεται στην Αφρική και την Ασία.
Με την είσοδο της δεκαετίας του ’80 ο Μίλιταντ είχε καθιερωθεί σαν η πιο ισχυρή οργάνωση της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στη Βρετανία. Από τη μεριά της ηγεσίας του Εργατικού Κόμματος αλλά και της αστικής τάξης και των ΜΜΕ ξεκίνησε τότε μια επίθεση πραγματικά λυσσασμένη. Στόχος τους είναι να διαγραφούν οι δυνάμεις του Μίλιταντ από το Εργατικό Κόμμα και να περάσει το Κόμμα ολοκληρωτικά και απόλυτα στον έλεγχο της δεξιάς πτέρυγας.
Η μάχη αποδεικνύεται πολύ δύσκολη για τη δεξιά πτέρυγα και την αστική τάξη, γιατί την περίοδο 1980-85 το βρετανικό κίνημα δίνει μερικές από τις πιο σημαντικές μάχες της ιστορίας του, ενάντια στη Θάτσερ. Η βάση του Εργατικού Κόμματος συμμετέχει στους αγώνες της εργατικής τάξης ενάντια στη Θάτσερ και θεωρεί την επίθεση ενάντια στο Μίλιταντ απαράδεκτη. Η στήριξη της βάσης είναι τόσο έντονη που η ηγεσία χρειάζεται χρόνια για να πετύχει τις πρώτες διαγραφές.
Παρά την επίθεση ο Μίλιταντ αξιοποιεί τις θέσεις του στο Εργατικό Κόμμα και τη νέα φάση της ταξικής πάλης, και κατακτά, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 80, σημαντικές θέσεις μέσα στο μαζικό κίνημα. Στα μέσα της δεκαετίας έχει εκλεγμένους 3 βουλευτές, έχει μεγάλους αριθμούς δημοτικών συμβούλων σε πολλές περιφέρειες, με την πιο σημαντική του δύναμη στο Λίβερπουλ όπου «ελέγχει» το δημοτικό συμβούλιο, έχοντας την υποστήριξη της πλειοψηφίας των δημοτικών συμβούλων.
Ανθρακωρύχοι, Λίβερπουλ, Πολ Ταξ
Η απεργία των ανθρακωρύχων, η μάχη του Λίβερπουλ και ο Πολ Ταξ αποτελούν τρεις κορυφαίες στιγμές στην ιστορία του βρετανικού εργατικού κινήματος, στις οποίες ο Μίλιταντ έχει αποφασιστική παρέμβαση. Η απεργία των ανθρακωρύχων, του 1985, αποτελεί μια πραγματικά ηρωική μάχη στη ιστορία του εργατικού κινήματος διεθνώς κι όχι μόνο της Βρετανίας. Οι ανθρακωρύχοι κατέβηκαν σε απεργία για να σώσουν τις δουλειές τους, ενάντια στο μαζικό κλείσιμο ανθρακωρυχείων και τη συντριβή του πανίσχυρου συνδικάτου τους που προωθούσε η Θάτσερ. Η απεργία κράτησε ένα ολόκληρο χρόνο. Οι ανθρακωρύχοι και οι οικογένειές τους έδωσαν τα πάντα σ’ αυτό τον αγώνα. Ο Μίλιταντ έριξε όλες τις δυνάμεις του στη μάχη, και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πορεία της απεργίας, όχι μόνο από τα έξω, σαν συμπαράσταση, αλλά και κύρια από τα μέσα, στις επιτροπές και στα σωματεία των ανθρακωρύχων. Προς το τέλος της απεργίας ο Μίλιταντ είχε 500 μέλη ανθρακωρύχους, μια κτυπητή επιβεβαίωση της εμπιστοσύνης με την οποία το πιο σκληρό κομμάτι της εργατικής τάξης αγκάλιαζε την επαναστατική οργάνωση.
Την ίδια περίοδο με την απεργία των ανθρακωρύχων βρισκόταν σε εξέλιξη η μάχη του Λίβερπουλ. Η Θάτσερ κτυπούσε την τοπική αυτοδιοίκηση, προχωρώντας σε μαζικές περικοπές των κονδυλίων για σχολεία, νοσοκομεία και εργατικές κατοικίες. Με το δημοτικό συμβούλιο του Λίβερπουλ να βρίσκεται κάτω από τη δική του επιρροή, ο Μίλιταντ επιχείρησε να αναπτυχθεί μια συντονισμένη πάλη όλων των δήμων που έλεγχε η αριστερά του Εργατικού Κόμματος. Υπήρξε συμφωνία δεκάδων δήμων για αντίσταση στη Θάτσερ. Μόλις όμως η Θάτσερ έκανε καθαρό πως δεν έκανε πίσω και πως πήγαινε για σκληρή σύγκρουση, όλοι οι υπόλοιποι δήμοι εγκαταλείψανε τη μάχη, αφήνοντας το δήμο του Λίβερπουλ μόνο του. Τα στελέχη του Μίλιταντ είχαν την επιλογή είτε να εγκαταλείψουν όλα τα κοινωνικά προγράμματα που είχαν ξεκινήσει σε μια πόλη ρημαγμένη από την αποβιομηχάνιση και την ανεργία και να εφαρμόσουν τις πολιτικές λιτότητας που ήθελε η Θάτσερ, ή να συγκρουστούν μαζί της και να την αναγκάσουν να δώσει τα κρατικά κονδύλια που ήταν απαραίτητα για να συνεχιστεί η πολιτική του δήμου. Επέλεξαν το δεύτερο. Κινητοποιήσεις επί κινητοποιήσεων, απεργίες επί απεργιών, όλη η πόλη στους δρόμους, τέτοιες κινητοποιήσεις η πόλη δεν έζησε ποτέ στην ιστορία της και νίκησε! Ήταν η πρώτη φορά που ηττήθηκε η Θάτσερ. Ήταν όμως και η τελευταία μέχρι τη πτώση της το 1988, την οποία προκάλεσε, και πάλι ο Μίλιταντ μέσα από το κίνημα του πολ ταξ.
Το τέλος του 1985 η απεργία των ανθρακωρύχων ηττήθηκε. Οι ανθρακωρύχοι έχασαν τα πάντα, τις δουλειές τους, τα σπίτια τους, τα αυτοκίνητα τους, λόγω των χρεών που συσσώρευσαν και της ανεργίας που τους κτύπησε μαζικά στη συνέχεια. Χάθηκαν και ζωές σ’ αυτή τη σύγκρουση, και πολλοί μαχητές βρέθηκαν στις φυλακές. Για το εργατικό κίνημα της Βρετανίας ήταν μια ήττα στρατηγικής σημασίας. Στην ουσία η Θάτσερ κατάφερε να συντρίψει την πρωτοπορία του κινήματος, από εκεί και πέρα άνοιγε μια περίοδος διαρκών ηττών.
Έχοντας κλείσει τα άλλα μέτωπα η Θάτσερ στράφηκε στο Λίβερπουλ. Η ηρωική αντίσταση της «απομονωμένης» πόλης δεν μπορούσε να αναχαιτίσει την επίθεση της Θάτσερ. Το δημοτικό συμβούλιο έπεσε «ηρωικά μαχόμενο» – οι σύντροφοι του Μίλιταντ πληρώσανε το «θράσος» τους με φυλακίσεις, με απολύσεις και με κατασχέσεις περιουσιών. Αφήσανε όμως πίσω τους παραδόσεις: η ευρύτερη περιοχή του Μέρσεϊσαϊντ παραμένει η πιο ισχυρή περιοχή του βρετανικού τμήματος μέχρι σήμερα.
Η δεκαετία του ‘80 κλείνει για τη CWI με τον αγώνα ενάντια στον πολ ταξ, (ή «κεφαλικό φόρο») τον οποίο επιβάλλει η Θάτσερ. Για να καλύψει τα ελλείμματα της κυβέρνησης η Θάτσερ επιβάλλει 1000 λίρες φόρο κατά κεφαλή, κάθε οικογένειας, ανεξάρτητα από το εισόδημά τους. Πέρα από την καταφανή διάκριση υπέρ των πλούσιων, για τους οποίους 1000 λίρες δεν είναι τίποτε, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες εργατικών οικογενειών που απλά δεν μπορούν να πληρώσουν τις 3 ή 4 ή 5 χιλιάδες λίρες που τους αναλογούν.
Ο Μίλιταντ παίρνει την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της ομοσπονδίας ενάντια στον πολ ταξ η οποία συγκροτείται στη βάση επιτροπών σε δήμους και γειτονιές και η οποία καλεί σε άρνηση πληρωμής του φόρου. Το εγχείρημα φαίνεται στην αρχή εντελώς ουτοπικό όμως οι οργανικές σχέσεις του Μίλιταντ με τις εργατογειτονιές, του επιτρέπουν να κάνει την εκτίμηση ότι το σύνθημα αυτό μπορεί να έχει πραγματικά μαζική απήχηση. Το αποτέλεσμα είναι ένα εκπληκτικό κίνημα, με διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων, και με 14 εκατομμύρια Βρετανούς να αρνούνται να πληρώσουν. Η Θάτσερ αποδεικνύεται ανίκανη να αντιμετωπίσει το κίνημα. Ξεκινά μαζικές διαδικασίες προσαγωγής σε δίκες με πρόστιμα και φυλακίσεις. Από τους πρώτους που προσάγονται είναι οι βουλευτές του Μίλιταντ. Έχουν την επιλογή ή να πληρώσουν το φόρο ή να πάνε φυλακή, και βέβαια επιλέγουν το δεύτερο. Όμως το κίνημα τελικά νικά, το συμβούλιο του Συντηρητικού Κόμματος αποφασίζει να ζητήσει από τη Θάτσερ να παραιτηθεί γιατί οδηγούνται σε εκλογική συντριβή, η Θάτσερ παραιτείται και ο πολ ταξ καταργείται.
Ριζικές ανατροπές
Η δεκαετία του ’80 από τη σκοπιά των αγώνων της CWI είναι κατά κύριο λόγο η ιστορία των αγώνων του βρετανικού τμήματος που έχει φτάσει να αριθμεί την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε 8000 μέλη.
Στη δεκαετία του ’90 η εικόνα αυτή θα αλλάξει καθώς μια σειρά νέα τμήματα μπαίνουν μπροστά σε σημαντικούς αγώνες, αναπτύσσουν τις δυνάμεις τους και έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία, όπως το Σουηδικό, το Ιρλανδικό και το Νιγηριανό.
Το τέλος της δεκαετίας του ’80 ανοίγει όμως μια σειρά από καινούργια ζητήματα για τη CWI.
Το πρώτο είναι το πόσο σωστή ήταν πια η τακτική του εισοδισμού. Η κατανόηση ότι τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας είχαν μετακινηθεί τόσο πολύ στα δεξιά, που δεν είχε νόημα η δουλειά μέσα απ’ αυτά, άρχισε να κερδίζει έδαφος μέσα στις γραμμές των μελών και στελεχών της CWI. Τα κόμματα αυτά όχι μόνο δεν είχαν πια συμμετοχή στους αγώνες του κινήματος, ενάντια στις πολιτικές του κεφαλαίου, αλλά αυτά τα ίδια εφάρμοζαν τις πολιτικές του κεφαλαίου έχοντας αναλάβει τις κυβερνήσεις. Τα ταξικά, αγνά και ανιδιοτελή στοιχεία που κάποτε πλημμύριζαν αυτά τα κόμματα, τα εγκατέλειψαν μαζικά, και τη θέση τους άρχισαν να παίρνουν καριερίστες, καιροσκόποι και μικροαστοί. Οι αγώνες της εργατικής τάξης αναπτυσσόντουσαν πια ενάντια στις κυβερνήσεις των σοσιαλδημοκρατών. Το να συμμετέχουν τα στελέχη της CWI στους αγώνες της εργατικής τάξης και την ίδια στιγμή να συμμετέχουν στα κόμματα που κυβερνούσαν κι εφάρμοζαν τις αντεργατικές πολιτικές αποτελούσε μετά από κάποιο στάδιο μια αντίφαση, διπλά ακατανόητη για τα λαϊκά στρώματα.
Στην πραγματικότητα, προς τα τέλη της δεκ του ’80 η τακτική του εισοδισμού έχει εξαντλήσει ότι θετικό είχε να προσφέρει. Ήρθε η ώρα μιας ριζικής αλλαγής στην τακτική, οι δυνάμεις της CWI έπρεπε να στραφούν στην ανεξάρτητη δουλειά και παρέμβαση στο μαζικό εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα. Αυτό όμως δεν έγινε χωρίς σημαντικούς τριγμούς στο εσωτερικό της CWI. Μια μειοψηφία, σημαντική πάντως, αρνείται να ακολουθήσει τις νέες σκέψεις που μιλούν για την ανάγκη εγκατάλειψης της τακτικής του εισοδισμού και της στροφής στην ανεξάρτητη δουλειά με ανοικτό κάλεσμα για τη δημιουργία νέων κομμάτων της αριστεράς, επαναστατικών. Είναι η πρώτη σοβαρή διάσπαση στην ιστορία της CWI.
Την ίδια στιγμή ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο βρισκόταν σε εξέλιξη. Αυτό ήταν οι εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση, με την εκλογή του Γκορμπατσώφ στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΣΕ). Οι εξελίξεις αυτές θα δημιουργήσουν ένα εντελώς καινούργιο σκηνικό για τη δεκαετία του 90. Προτού κλείσει η δεκαετία, το Δεκέμβρη του ’89, θα πέσει το τείχος του Βερολίνου και με μια ταχύτητα εκπληκτική θα καταρρεύσουν τα καθεστώτα της Σοβιετικής «αυτοκρατορίας». Η δεκαετία του ’90 μπαίνει έτσι, με μια εντελώς καινούργια κατάσταση απαιτώντας ριζικούς αναπροσανατολισμούς και επαναπροσδιορισμό των καθηκόντων. Οι επιπτώσεις στο σύνολο της αριστεράς γενικά και στη CWI πιο ειδικά θα είναι καταλυτικές.
__________