Στις 28 Σεπτέμβρη του 1864, στο Σαιντ Μάρτιν Χωλ στο Λονδίνο, συγκεντρώθηκαν εκπρόσωποι εργατικών, σοσιαλιστικών και αναρχικών οργανώσεων, με στόχο τη συγκρότηση μιας διεθνούς οργάνωσης εργατών. Με βάση το παρακάτω κείμενο του Καρλ Μαρξ, το οποίο αποτέλεσε την Ιδρυτική της διακήρυξη, οι συμμετέχοντες προχώρησαν στην ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, γνωστής και ως 1ης Διεθνούς.
Εργάτες!
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι στην περίοδο από το 1848 ως το 1864 δε λιγόστεψε η αθλιότητα των εργαζόμενων μαζών κι όμως η περίοδος αυτή είναι μοναδική στα χρονικά της ιστορίας, με την πρόοδο που σημείωσε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου. Στα 1850, ένα από τα πιο καλά πληροφορημένα μετριοπαθή όργανα της βρετανικής αστικής τάξης προφήτεψε ότι αν οι εξαγωγές και οι εισαγωγές της Αγγλίας ανέβαιναν κατά 50 στα εκατό, θα εκμηδενιζόταν η αγγλική εξαθλίωση! Αλίμονο! Στις 7 του Απρίλη 1864, ο υπουργός των Οικονομικών Γλάδστον καταγοήτευσε το κοινοβουλευτικό του ακροατήριο με τη δήλωση ότι ο συνολικός όγκος του εισαγωγικού κι εξαγωγικού εμπορίου της Αγγλίας είχε αυξηθεί το 1863 «σε 443.955.000 λίρες στερλίνες! Ένα καταπληχτικό ποσό, που είναι τριπλάσιο περίπου από το συνολικό ποσό του βρετανικού εμπορίου στη σχετικά πρόσφατη περίοδο του 1843!». Παρ’ όλα αυτά μίλησε με ευφράδεια για τη «φτώχεια». «Σκεφθείτε – αναφώνησε – αυτούς που βρίσκονται στο χείλος της αθλιότητας», τους «μισθούς… που δεν αυξήθηκαν», την «ανθρώπινη ζωή… που στις εννιά περιπτώσεις απ’ τις δέκα δεν είναι παρά ένας αγώνας για την ύπαρξη!». Δε μίλησε για το λαό της Ιρλανδίας, που βαθμιαία τον αντικατέστησαν οι μηχανές στο Βορρά και τα βοσκοτόπια στο Νότο, παρά το γεγονός ότι κι αυτά τα πρόβατα λιγοστεύουν σ’ αυτή τη δυστυχισμένη χώρα, αν και αλήθεια, όχι με τόσο γοργό ρυθμό, όσο λιγοστεύουν οι άνθρωποι. Δεν επανέλαβε εκείνο που μόλις είχαν ομολογήσει μέσα σ’ ένα ξαφνικό ξέσπασμα τρόμου οι εκπρόσωποι των 10.000 αριστοκρατών. Όταν ο πανικός που προκάλεσαν οι «στραγγαλιστές»[1] είχε φτάσει στο κατακόρυφο, η Βουλή των Λόρδων αποφάσισε να γίνουν ανακρίσεις και να δημοσιευτεί η σχετική έκθεση για τις εκτοπίσεις και τα κάτεργα. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται στην ογκώδη γαλανή βίβλο του 1863, όπου αποδεικνύεται με επίσημα δεδομένα και αριθμούς ότι οι χειρότεροι από τους κατάδικους εγκληματίες, οι σκλάβοι των κάτεργων της Αγγλίας και της Σκοτίας, μοχθούσαν πολύ λιγότερο και περνούσαν πολύ καλύτερα από τους γεωργούς της Αγγλίας και της Σκοτίας.
Μα αυτό δεν είναι όλο. Όταν, σαν συνέπεια του εμφυλίου πολέμου στην Αμερική, πετάχτηκαν στους δρόμους οι εργάτες του Λανκασάιρ και του Τσεσάιρ, η ίδια Βουλή των Λόρδων έστειλε σ’ αυτές τις εργοστασιακές περιφέρειες ένα γιατρό να εξετάσει ποιες είναι οι μικρότερες δυνατές ποσότητες άνθρακος και αζώτου που πρέπει να δοθούν με τη φτηνότερη και απλούστερη μορφή, και που κατά μέσον όρο θα αρκούσαν ίσα ίσα για να «αποτρέψουν αρρώστιες της πείνας». Ο ιατρικός πληρεξούσιος, δρ. Σμιθ, διαπίστωσε ότι 28.000 κόκκοι άνθρακος και 1.330 κόκκοι αζώτου[2] ήταν η βδομαδιάτικη δόση που θα κρατούσε ένα μέσης ηλικίας άνθρωπο… ίσα ίσα πάνω από το επίπεδο των ασθενειών που προκαλεί η πείνα και ότι αυτή η δόση ανταποκρινόταν περίπου στην πενιχρή τροφή στην οποία είχε πραγματικά περιορίσει τους εργάτες της βαμβακουργίας η πίεση της εξαιρετικής φτώχειας τους[3]. Και τώρα, προσέξτε! Ο ίδιος σοφός γιατρός εξουσιοδοτήθηκε πάλι αργότερα από τον ιατρικό τμηματάρχη του μυστικοσυμβουλίου (Privy Council) να κάνει μια έρευνα για την κατάσταση διατροφής της φτωχότερης μερίδας της εργατικής τάξης. Τα αποτελέσματα της έρευνάς του βρίσκονται στην «Έκτη έκθεση για τη δημόσια υγεία», που δημοσιεύτηκε φέτος με εντολή του κοινοβουλίου. Τι ανακάλυψε ο γιατρός; Ότι οι μεταξοϋφαντουργοί, οι ράφτρες, οι εργάτες γαντιών, οι εργάτες καλτσών κλπ, δεν παίρναν κατά μέσο όρο ούτε το ποσό της μερίδας πείνας των εργατών της βαμβακουργίας, ούτε καν την ποσότητα άνθρακα και αζώτου που ήταν «ίσα ίσα αρκετή για ν’ αποτρέψει τις αρρώστιες της πείνας».
«Χώρια απ’ αυτό» –αναφέρουμε τα ίδια τα λόγια της επίσημης έκθεσης– «αποδείχτηκε για τις οικογένειες του γεωργικού πληθυσμού που εξετάστηκαν, ότι πάνω από τα ένα πέμπτο έπαιρναν λιγότερο από το υπολογισμένο ελάχιστο όριο ανθρακούχου τροφής, ότι πάνω από το ένα τρίτο έπαιρναν λιγότερο από το υπολογισμένο ελάχιστο όριο αζωτούχου τροφής και ότι σε τρεις κομητείες (Μπέρκσαϊρ, Όξφορντσαϊρ και Σάμερσετσαϊρ) το καθημερινό σιτηρέσιο περιέχει ανεπαρκή ποσότητα αζωτούχου τροφής». «Πρέπει να αναφερθεί» – προσθέτει η επίσημη έκθεση – «ότι τη στέρηση τροφής την υποφέρει κανείς με μεγάλη δυσανασχέτηση και ότι, κατά κανόνα, η μεγάλη φτώχεια στο σιτηρέσιο έρχεται μόνο ύστερα από στερήσεις όλων των ειδών… Πρώτα πρώτα η ίδια η καθαριότητα γίνεται πολυέξοδη ή δύσκολη, και αν γίνονται ακόμα από αυτοσεβασμό προσπάθειες για τη διατήρησή της, κάθε τέτοια προσπάθεια σημαίνει ένα πρόσθετο μαρτύριο πείνας». «Αυτά είναι οδυνηροί στοχασμοί, ιδιαίτερα όταν θυμάται κανείς ότι η φτώχεια, για την οποία γίνεται εδώ λόγος, δεν είναι η φτώχεια που αξίζει στην τεμπελιά, αλλά σ’ όλες τις περιπτώσεις είναι η φτώχεια εργαζομένων πληθυσμών. Ακόμα, η εργασία που αμείβεται με το άθλιο αυτό σιτηρέσιο είναι στην πραγματικότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις, εξαιρετικά πολύωρη». Η «έκθεση» αποκαλύπτει το παράδοξο και σίγουρα αναπάντεχο γεγονός, ότι «από τα τέσσερα τμήματα του Ενωμένου Βασιλείου» – Αγγλία, Ουαλία, Σκοτία και Ιρλανδία – «ο γεωργικός πληθυσμός της Αγγλίας», του πλουσιότερου τμήματος «τρέφεται πολύ χειρότερα», και ότι και οι εξαθλιωμένοι εργάτες γης του Μπερκσάιρ, του Όξφορντσαϊρ και του Σάμερσετσαϊρ τρέφονται καλύτερα από μεγάλες μάζες ειδικευμένων εργατών του ανατολικού Λονδίνου.
Αυτά είναι επίσημα στοιχεία που δημοσιεύονται μ’ εντολή του κοινοβουλίου το 1864, στο χρυσό αιώνα του ελεύθερου εμπορίου, σε μια εποχή που ο υπουργός των Οικονομικών δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η «μέση κατάσταση του βρετανού εργαζόμενου έχει καλυτερέψει, σε εξαιρετικό βαθμό, χωρίς προηγούμενο στην ιστορία οποιασδήποτε χώρας ή και οποιασδήποτε εποχής». Σ’ αυτά τα επίσημα συγχαρητήρια ακούγονται σαν παραφωνία τα ξερά λόγια της επίσημης έκθεσης για τη δημόσια υγεία ότι: «η δημόσια υγεία μιας χώρας είναι η υγεία των μαζών της. Και πώς λοιπόν, μπορούν οι μάζες να είναι υγιείς, αν δεν ευημερούν τουλάχιστον υποφερτά ως τα κατώτατα στρώματά τους;».
Θαμπωμένος από τη στατιστική για την «πρόοδο του πλούτου του έθνους» που χορεύει μπρος στα μάτια του, ο υπουργός των οικονομικών αναφωνεί σε κατάσταση άγριας έκστασης: «Από το 1842 ως το 1852 το φορολογήσιμο εισόδημα της χώρας αυξήθηκε κατά 6%. Στα οχτώ χρόνια που μεσολάβησαν από το 1853 ως το 1861 – και με βάση το 1853 – αυξήθηκε κατά 20%! Το γεγονός είναι τόσο καταπληχτικό που καταντά απίστευτο!… Αυτή η ιλιγγιώδης αύξηση πλούτου και δύναμης», προσθέτει ο κ. Γλάδστον, «περιορίζεται ολοκληρωτικά στις κατέχουσες τάξεις!».
Αν θέλετε να ξέρετε κάτω από ποιες συνθήκες κλονισμένης υγείας, κηλιδωμένης ηθικής και διανοητικού αφανισμού παραγόταν και εξακολουθεί να παράγεται από τις εργαζόμενες τάξεις αυτή η «ιλιγγιώδης αύξηση πλούτου και δύναμης που περιορίζεται στις κατέχουσες τάξεις» κοιτάξτε την περιγραφή των τόπων δουλειάς των τυπογράφων και των ραφτάδων ανδρικών και γυναικείων ενδυμασιών στην τελευταία «έκθεση για την κατάσταση της δημόσιας υγείας!». Συγκρίνετε την «έκθεση της επιτροπής για την παιδική εργασία του 1863», όπου λέγεται ότι: «οι αγγειοπλάστες σαν τάξη, οι άνδρες και οι γυναίκες τους, αντιπροσωπεύουν ένα εκφυλισμένο πληθυσμό, εκφυλισμένο τόσο σωματικά, όσο και διανοητικά», ότι «τα μη υγιή παιδιά γίνονται με τη σειρά τους μη υγιείς γονιοί», ότι έτσι «είναι αναπόφευκτη μια προοδευτική χειροτέρευση της φυλής», και ότι «ο εκφυλισμός του πληθυσμού του Στάφορντσαϊρ θα ήταν ακόμα μεγαλύτερος αν δεν επιβραδυνόταν με τη συνεχή στρατολόγηση απ’ τις γειτονικές περιοχές και με τους διασταυρωνόμενους γάμους με πιο υγιείς φυλές». Ρίξτε μια ματιά στη γαλανή βίβλο, στην έκθεση του κ. Τριμενχήρ για «τα παράπονα των αρτεργατών!». Και ποιος δεν έφριξε μπρος στην παράδοξη έκθεση που έκαναν οι επιθεωρητές των εργοστασίων και που φωτίζεται ολόκληρη από τη στατιστική του ληξιαρχείου, ότι η υγεία των εργατών του Λανκασάιρ, τον καιρό που το σιτηρέσιό τους μόλις τους κρατούσε πάνω από το επίπεδο των ασθενειών που προκαλεί η πείνα, καλυτέρευε γιατί είχαν απολυθεί προσωρινά από τα εργοστάσια βαμβακουργίας εξαιτίας της έλλειψης βαμβακιού, και ότι η θνησιμότητα των παιδιών ελαττωνόταν γιατί οι μητέρες τους είχαν επιτέλους τη δυνατότητα να τα ταΐζουν τώρα αντί με μείγμα αφιονιού, με το γάλα των μαστών τους;
Ας ξαναρίξουμε μια ματιά στην άλλη όψη του νομίσματος! Οι καταστάσεις των φόρων πάνω στο εισόδημα και στην ιδιοκτησία που κατατέθηκαν στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 20 του Ιούλη 1864, μας δείχνουν ότι ο αριθμός των προσώπων με χρονιάτικο εισόδημα που εκτιμήθηκε από τον φοροεισπράχτορα σε 50.000 λίρες στερλίνες και πάνω, είχε μεγαλώσει από τις 5 του Απρίλη 1862 ως τις 5 του Απρίλη 1863 κατά 13, δηλ. ο αριθμός τους ανέβηκε μέσα σε κείνη μόνο τη χρονιά από 67 σε 80. Οι ίδιες καταστάσεις αποκαλύπτουν το γεγονός ότι 3.000 περίπου πρόσωπα μοιράζονται μεταξύ τους ένα χρονιάτικο εισόδημα από 25 εκατομμύρια περίπου στερλίνες, δηλ. λίγο περισσότερα από το συνολικό εισόδημα που κατανέμεται κάθε χρόνο σ’ ολόκληρη τη μάζα των εργατών γης της Αγγλίας και της Ουαλίας!
Κοιτάξτε την απογραφή του 1861 και θα βρείτε ότι ο αριθμός των χτηματιών της Αγγλίας και της Ουαλίας είχε λιγοστέψει από 16.934 στα 1851, σε 15.066 στα 1861, πράμα που σημαίνει ότι η συγκέντρωση της γης είχε μεγαλώσει κατά 11 στα εκατό μέσα σε 10 χρόνια. Αν η συγκέντρωση της γαιοχτησίας σε λίγα χέρια προχωρήσει στην Αγγλία με τον ίδιο ρυθμό, τότε το ζήτημα της γης θα απλοποιηθεί εξαιρετικά, όπως στον καιρό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όταν ο Νέρων γέλασε ειρωνικά μπρος στην αποκάλυψη ότι η μισή επαρχία της Αφρικής ανήκε σε έξι γαιοκτήμονες.
Σταθήκαμε τόσο πολύ σ’ αυτά τα «τόσο καταπληχτικά γεγονότα που είναι απίστευτα», γιατί στο εμπόριο και στη βιομηχανία η Αγγλία κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρώπη.[4] Πολλοί θα θυμούνται ότι πριν μερικούς μήνες ένας από τους εκτοπισμένους γιους του Λουδοβίκου Φιλίππου συγχάρηκε δημόσια τον Άγγλο γεωργό για την πλεονεκτική του θέση, σε σύγκριση με τη θέση του συντρόφου του από την άλλη μεριά του στενού της Μάγχης που βρισκόταν σε κατάσταση λιγότερο ανθηρή. Και πραγματικά, με αλλαγμένα τοπικά χρώματα και σε κάπως μικρότερη κλίμακα, τα αγγλικά γεγονότα επαναλαμβάνονται σε όλες τις βιομηχανικές και προοδευμένες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Σ’ όλες αυτές τις χώρες σημειώθηκε από το 1848 μια πρωτάκουστη ανάπτυξη της βιομηχανίας και μια επέκταση των εισαγωγών και των εξαγωγών που ήταν αδύνατο και να την ονειρευτεί κανείς. Σ’ όλες αυτές τις χώρες «η αύξηση του πλούτου και της δύναμης που περιορίστηκε αποκλειστικά στις κατέχουσες τάξεις» ήταν αληθινά «ιλιγγιώδεις». Σ’ όλες αυτές τις χώρες όπως και στην Αγγλία, αυξήθηκε για τη μειοψηφία της εργατικής τάξης ο πραγματικός μισθός, δηλ. τα μέσα συντήρησης που μπορούν ν’ αγοραστούν με το χρηματικό μισθό, ενώ για τις περισσότερες περιπτώσεις η άνοδος του ονομαστικού μισθού δε σήμαινε και την πραγματική αύξηση των υλικών ανέσεων, όπως λχ, δεν καλυτέρευσε καθόλου τη θέση του τροφίμου ενός φτωχοκομείου ή ορφανοτροφείου του Λονδίνου το γεγονός ότι τα στοιχειώδη μέσα συντήρησής του στοίχιζαν στη διαχείρισή του 9 λίρες, 15 σελίνια και 8 πένες το 1861, αντί τις 7 λίρες, 7 σελίνια και 4 πένες το 1852. Παντού οι πλατιές μάζες της εργατικής τάξης έπεφταν όλο και χαμηλότερα, στην ίδια τουλάχιστο αναλογία που ανέβαιναν στην κοινωνική κλίμακα οι τάξεις που βρίσκονταν από πάνω τους. Έτσι για κάθε απροκατάληπτο μυαλό σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης αποτελεί σήμερα μια ολοφάνερη αλήθεια, μια αλήθεια που την αρνιούνται μονάχα εκείνοι που έχουν συμφέρον να κλείσουν τους άλλους ανθρώπους σ’ έναν παράδεισο τρελών, ότι ούτε η τελειοποίηση των μηχανών ούτε οι χημικές ανακαλύψεις, ούτε η εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή, ούτε η καλυτέρευση των μέσων επικοινωνίας, ούτε οι νέες αποικίες, ούτε η μετανάστευση, ούτε το άνοιγμα νέων αγορών, ούτε το ελεύθερο εμπόριο, ούτε όλα αυτά τα πράγματα μαζί, θα εξαλείψουν την αθλιότητα των εργαζόμενων μαζών, αλλά ότι αντίθετα, πάνω στη σημερινή ψεύτικη βάση, κάθε καινούργια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας, πρέπει να τείνει αναγκαστικά να βαθαίνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και να οξύνει τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς.
Σ’ αυτή την «ιλιγγιώδη εποχή» της οικονομικής προόδου στην πρωτεύουσα της βρετανικής αυτοκρατορίας ο θάνατος από την πείνα αναγορεύτηκε σχεδόν σε θεσμό. Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται στα χρονικά του κόσμου με την πιο συχνή επανάληψη, με την ολοένα και πλατύτερη, έκταση και με περισσότερο θανατηφόρα αποτελέσματα της κοινωνικής πανούκλας που ονομάζεται εμπορική και βιομηχανική κρίση.
Ύστερα από την αποτυχία των επαναστάσεων του 1848, καταπνίγηκαν στην ηπειρωτική Ευρώπη από το σιδερένιο χέρι της βίας όλες οι κομματικές οργανώσεις και οι κομματικές εφημερίδες της εργατικής τάξης. Τα πιο προοδευτικά παιδιά της εργατικής τάξης έφυγαν απελπισμένα προς την υπερατλαντική δημοκρατία και τα βραχύβια όνειρα χειραφέτησης εξαφανίστηκαν μπρος σε μια εποχή βιομηχανικού πυρετού, ηθικού μαρασμού και πολιτικής αντίδρασης. Η ήττα της εργατικής τάξης στην ηπειρωτική Ευρώπη, στην οποία δε συνετέλεσε λίγο και η διπλωματική ανάμιξη της βρετανικής κυβέρνησης που ενεργούσε τότε όπως και τώρα σε αδελφική συμμαχία με την κυβέρνηση της Πετρούπολης, άπλωσε γρήγορα τα μεταδοτικά της αποτελέσματα στην από δω πλευρά του στενού της Μάγχης. Ενώ ο αφανισμός του εργατικού κινήματος στην ηπειρωτική Ευρώπη αποθάρρυνε την αγγλική εργατική τάξη κι έσπασε την πίστη της στην ίδια της την υπόθεση, από την άλλη αποκατάστησε την κάπως κλονισμένη εμπιστοσύνη των λόρδων της γης και του χρήματος. Παραχωρήσεις που είχαν κιόλας αναγγελθεί δημόσια ακυρώθηκαν με προμελετημένο θράσος. Η ανακάλυψη νέων χρυσοφόρων περιοχών οδήγησε σε μια τεράστια μετανάστευση εργατών, αφήνοντας ένα ανεπανόρθωτο κενό στις γραμμές του βρετανικού προλεταριάτου. Άλλοι, από τα άλλοτε πιο δραστήρια μέλη του, εξαγοράστηκαν με το δόλωμα της μεγαλύτερης απασχόλησης και της προσωρινής αύξησης των μισθών, και μετατράπηκαν σε «συμβιβαστές εργατοκάπηλους». Όλες οι προσπάθειες που έγιναν για να διατηρηθεί ή να αναδιοργανωθεί το κίνημα των Χαρτιστών, απέτυχαν πέρα για πέρα. Τα δημοσιογραφικά όργανα της αγγλικής εργατικής τάξης πέθαναν το ένα μετά το άλλο από την απάθεια των μαζών. Και πραγματικά, ποτέ προτήτερα η αγγλική εργατική τάξη δε φάνηκε τόσο συμφιλιωμένη με μια κατάσταση πολιτικής μηδαμινότητας. Αν, λοιπόν, δεν υπήρχε κοινότητα δράσης ανάμεσα στις βρετανικές και ηπειρωτικές εργατικές τάξεις, υπήρχε ωστόσο κοινότητα ήττας.
Και όμως η περίοδος που πέρασε από τις επαναστάσεις του 1848 ως το 1864 είχε και τα φωτεινά της σημεία, θα υπογραμμίσουμε εδώ μόνο δυο μεγάλα γεγονότα.
Ύστερα από ένα τριαντάχρονο αγώνα που έγινε με αξιοθαύμαστη επιμονή, η αγγλική εργατική τάξη χρησιμοποιώντας μια προσωρινή διάσταση ανάμεσα στους λόρδους της γης και τους λόρδους του χρήματος, πέτυχε την ψήφιση του νομοσχεδίου για το δεκάωρο. Τα τεράστια σωματικά, ηθικά και πνευματικά οφέλη που προέκυψαν από το μέτρο αυτό για τους εργάτες των εργοστασίων και που αναγράφονται κάθε εξάμηνο στις εκθέσεις των επιθεωρητών των εργοστασίων, έχουν σήμερα αναγνωριστεί απ’ όλες τις μεριές. Οι περισσότερες από τις ηπειρωτικές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να δεχτούν με λίγο – πολύ τροποποιημένη μορφή τον αγγλικό νόμο για τα εργοστάσια, ενώ στην ίδια την Αγγλία από χρόνο σε χρόνο το κοινοβούλιο επεκτείνει τη σφαίρα της εφαρμογής του. Εκτός όμως από την πραχτική σπουδαιότητα αυτού του μέτρου για τους εργάτες, η επιτυχία του είχε και ένα ακόμα μεγάλο αποτέλεσμα. Η αστική τάξη, με τους πιο έγκυρους επιστήμονές της, όπως τον δρ Ιούρ, τον καθηγητή Σένιορ και άλλους σοφούς του ίδιου τύπου, πρόλεγε και απόδειχνε κατά βούληση ότι κάθε νομοθετικός περιορισμός των ωρών εργασίας θα σημάνει τη νεκρική καμπάνα της αγγλικής βιομηχανίας που, σαν άλλος βρικόλακας, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να ρουφά ανθρώπινο αίμα και πριν απ’ όλα αίμα παιδικό. Τον παλιό καιρό η παιδοκτονία ήταν μια μυστηριώδης τελετή της θρησκείας του Μολόχ, εφαρμοζόταν όμως μόνον σε εξαιρετικά πανηγυρικές περιπτώσεις, ίσως μια φορά το χρόνο, και χώρια απ’ αυτό ο Μολόχ δεν είχε καμιά κλίση προς τα παιδιά των φτωχών.
Ο αγώνας για το νομοθετικό περιορισμό των ωρών εργασίας μάνιαζε τόσο πιο άγρια, όσο ανεξάρτητα από την απληστία της τρομαγμένης αστικής τάξης εκδήλωνε στην πραγματικότητα τη μεγάλη έριδα ανάμεσα στην τυφλή κυριαρχία των νόμων της προσφοράς και της ζήτησης, που αποτελούν την πολιτική οικονομία της αστικής τάξης, και στον έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής από την κοινωνική πρόβλεψη, που αποτελεί την πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό το νομοσχέδιο για το δεκάωρο δεν ήταν μόνο μια μεγάλη πραχτική επιτυχία, ήταν η νίκη μιας αρχής. Για πρώτη φορά η πολιτική οικονομία της αστικής τάξης υπόκυψε μέρα – μεσημέρι στην πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης.
Υπήρχε και μια ακόμα μεγαλύτερη νίκη της πολιτικής οικονομίας της εργασίας ενάντια στην πολιτική οικονομία του κεφαλαίου.
Εννοούμε το συνεταιριστικό κίνημα, ιδιαίτερα τα συνεταιριστικά εργοστάσια που ιδρύθηκαν με τις προσπάθειες λίγων τολμηρών «χεριών» (hands)[5] χωρίς καμιά υποστήριξη. Η αξία των μεγάλων αυτών κοινωνικών πειραματισμών είναι αδύνατο να υπερεκτιμηθεί. Στην πράξη, κι όχι με επιχειρήματα, απόδειξαν ότι η παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα και σε αρμονία με τις επιταγές της σύγχρονης επιστήμης, μπορεί να πάει μπροστά χωρίς την ύπαρξη μιας τάξης αφεντικών που χρησιμοποιεί μια τάξη εργατών, ότι τα μέσα εργασίας δε χρειάζεται να μονοπωληθούν σαν μέσα κυριαρχίας πάνω στον εργάτη και σαν μέσα εκμετάλλευσης του ίδιου του εργάτη, και ότι όπως η δουλειά του σκλάβου, όπως η δουλειά του δουλοπάροικου, έτσι και η μισθωτή εργασία δεν είναι παρά μια μεταβατική και κατώτερη κοινωνική μορφή, που είναι προορισμένη να εξαφανιστεί μπρος στη συνεταιρισμένη εργασία, που εκπληρώνει το έργο της θεληματικά, με ρωμαλέο πνεύμα και με χαρούμενη καρδιά. Στην Αγγλία ο σπόρος του συνεταιριστικού συστήματος ρίχτηκε από τον Ρόμπερτ Οουεν. Οι πειραματισμοί των εργατών που έγιναν στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν στην πραγματικότητα το άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα των θεωριών που δεν εφευρέθηκαν αλλά που διακηρύχτηκαν μεγαλόφωνα το 1848.
Ταυτόχρονα η πείρα της περιόδου 1848-1864 απόδειξε χωρίς αμφισβήτηση ότι η συνεταιριστική εργασία, όσο θαυμάσια κι αν είναι σαν αρχή και χρήσιμη στην πράξη, αν περιοριστεί μέσα στο στενό κύκλο των συμπτωματικών προσπαθειών των χωριστών εργατών, δε θα μπορέσει ποτέ να σταματήσει τη γεωμετρική ανάπτυξη του μονοπωλίου και ν’ απελευθερώσει τις μάζες, είτε ακόμα και να ελαφρύνει αισθητά το βάρος της αθλιότητάς τους. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο καλοδιάθετοι ευγενείς, φιλάνθρωποι αστοί φαφλατάδες και μια χούφτα πονηροί πολιτικοί οικονομολόγοι μετατράπηκαν μονομιάς σε εκθειαστές του ίδιου εκείνου συστήματος συνεταιριστικής εργασίας που είχαν προσπαθήσει να το πνίξουν στη γένεσή του, που το είχαν χλευάσει σαν ουτοπία ονειροπόλου και που το είχαν αναθεματίσει σαν αίρεση σοσιαλιστή. Για ν’ απελευθερώσει τις εργαζόμενες μάζες, η συνεταιριστική εργασία πρέπει να αναπτυχθεί σε εθνικές διαστάσεις και να προαχθεί με εθνικά μέσα. Όμως οι αφέντες της γης και οι αφέντες του χρήματος θα χρησιμοποιούν πάντα τα πολιτικά τους προνόμια για την υπεράσπιση και τη διαιώνιση των οικονομικών μονοπωλίων τους. Αντίς να προωθούν τη χειραφέτηση της εργασίας, θα εξακολουθούν να βάζουν στο δρόμο της κάθε δυνατό εμπόδιο. Ο λόρδος Πάλμερστον μίλησε μέσα από την ψυχή τους, όταν στην τελευταία συνεδρίαση της Βουλής φώναζε χλευαστικά στους συνήγορους του νομοσχεδίου για τα δικαιώματα των Ιρλανδών ενοικιαστών γης ότι: «Η Βουλή των Κοινοτήτων είναι μια βουλή γαιοκτημόνων».
Γι’ αυτό, το μεγάλο καθήκον της εργατικής τάξης είναι σήμερα η κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας. Αυτό φαίνεται να το έχει καταλάβει, γιατί στην Αγγλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία και στη Γαλλία συντελείται ένα ταυτόχρονο ξαναζωντάνεμα και γίνονται ταυτόχρονες προσπάθειες για την αναδιοργάνωση του εργατικού κόμματος. Κρατούν στα χέρια τους ένα από τα στοιχεία της επιτυχίας – τους αριθμούς. Μα οι αριθμοί βαραίνουν στη ζυγαριά, μόνον αν τους ενώνει η οργάνωση και αν τους καθοδηγεί η γνώση. Η περασμένη πείρα έχει δείξει ότι η περιφρόνηση του δεσμού της αδερφοσύνης που έπρεπε να ενώνει τους εργάτες των διαφόρων χωρών, και να τους παρακινεί να παραστέκονται ο ένας τον άλλο σ’ όλους τους αγώνες τους για τη χειραφέτηση, θα τιμωρείται πάντα με την κοινή ματαίωση των ασύνδετων προσπαθειών τους. Αυτή η σκέψη παρότρυνε τους εργάτες διαφόρων χωρών, που στις 28 του Σεπτέμβρη 1864 συνάχτηκαν σε δημόσια συγκέντρωση στο Σαιντ Μάρτιν Χωλλ του Λονδίνου, να ιδρύσουν τη Διεθνή Ένωση.
Κι ακόμα μια πεποίθηση εμψύχωνε αυτή τη συνέλευση.
Αν η χειραφέτηση της εργατικής τάξης απαιτεί την αδερφική συνεργασία των εργατών διαφόρων εθνών, πώς θα μπορέσουν να εκπληρώσουν αυτή τη μεγάλη αποστολή με μια εξωτερική πολιτική που επιδιώκει εγκληματικά σχέδια, που παίζει με τις εθνικές προκαταλήψεις και που κατασπαταλά σε ληστρικούς πολέμους το αίμα και τον πλούτο του λαού; Δεν ήταν η φρόνηση των κυρίαρχων τάξεων, αλλά η ηρωική αντίσταση της αγγλικής εργατικής τάξης ενάντια στην εγκληματική τρέλα τους που έσωσε τη δυτική Ευρώπη από την περιπέτεια μιας ατιμωτικής υπερατλαντικής σταυροφορίας για τη διαιώνιση και τη διάδοση της σκλαβιάς. Η ξετσίπωτη επιδοκιμασία, η ψευτοσυμπάθεια ή η ηλίθια αδιαφορία με την οποία οι ανώτερες τάξεις της Ευρώπης στάθηκαν απαθείς θεατές μπρος στη δολοφονία της ηρωικής Πολωνίας και μπρος στο άρπαγμα του ορεινού οχυρού του Καυκάσου από τη Ρωσία, οι τεράστιοι και χωρίς αντίσταση σφετερισμοί της βάρβαρης αυτής δύναμης που το κεφάλι της βρίσκεται στην Πετρούπολη και τα χέρια της σε κάθε κυβέρνηση της Ευρώπης, δίδαξαν στην εργατική τάξη το καθήκον να διεισδύει στα μυστικά της διεθνούς πολιτικής, να επιτηρεί τις διπλωματικές πράξεις των αντίστοιχων κυβερνήσεών της, αν παρουσιαστεί ανάγκη να αντιδρά σ’ αυτές, με κάθε δυνατό μέσο κι όταν είναι ανίκανη να τις αποτρέπει, να ενώνεται για ταυτόχρονες καταγγελίες και για να επιβάλλει τους απλούς νόμους της ηθικής και της δικαιοσύνης, που θα έπρεπε να διέπουν τις αμοιβαίες σχέσεις των χωριστών ατόμων, σαν υπέρτατους νόμους των σχέσεων ανάμεσα στα έθνη.
Ο αγώνας για μια τέτοια εξωτερική πολιτική αποτελεί ένα μέρος του γενικού αγώνα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης.
Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!
Σημειώσεις
-
Στραγγαλιστές (Garrotters): συμμορία ληστών που οι επιθέσεις τους αυξήθηκαν στο Λονδίνο στις αρχές της δεκαετίας 1860-70 σε τέτοιο βαθμό που το βρετανικό κοινοβούλιο βρέθηκε στην ανάγκη να καταπιαστεί σοβαρά με το ζήτημα αυτό. (Σημ. Σύντ.)
-
Κόκκος: μονάδα βάρους στη φαρμακευτική, ίση με το ένα εικοστό του γραμμαρίου. (Σημ. Μετ.)
-
Είναι περιττό να θυμίσουμε στον αναγνώστη ότι εκτός από το νερό και ορισμένες ανόργανες ουσίες, ο άνθρακας και το άζωτο αποτελούν τις πρώτες ύλες της ανθρώπινης τροφής. Ωστόσο, για να τραφεί ο ανθρώπινος οργανισμός, τα απλά αυτά χημικά συστατικά πρέπει να δοθούν στη μορφή φυτικών ή ζωικών ουσιών. Οι πατάτες, λχ, περιέχουν κυρίως άνθρακα, ενώ το σταρένιο ψωμί περιέχει ανθρακούχες και αζωτούχες ουσίες στην κατάλληλη αναλογία. (Σημείωση του Μαρξ).
-
Στο γερμανικό κείμενο της διακήρυξης του Μαρξ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Σοσιαλδημοκράτης» της 21 και της 30 του Δεκέμβρη 1864, προστίθεται η φράση : «και στην πραγματικότητα την αντιπροσωπεύει στην παγκόσμια αγορά». (Σημ. Μετ.)
-
Hands: χέρια. Η λέξη εδώ χρησιμοποιείται με την έννοια «εργάτες». (Σημ. Σύντ.)