Το παρακάτω άρθρο του συντρόφου Ανδρέα Παγιάτσου γράφτηκε για το αγγλικό θεωρητικό περιοδικό Socialism Today (εδώ μπορείτε να βρείτε την αγγλική έκδοση). Δημοσιεύουμε την απόδοση του στα ελληνικά.
Η 5η Ιούλη του 2015 είναι μια ιστορική ημερομηνία: η μέρα του δημοψηφίσματος ενάντια στα μέτρα λιτότητας της Τρόϊκα που έδωσε 61,5% στο ΟΧΙ. Δύο χρόνια μετά, η ελληνική κοινωνία είναι αντιμέτωπη με μια συνέχιση των ίδιων πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζει πια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Σήμερα, η επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων συνεχίζεται και βαθαίνει. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να κρύψει αυτή την αλήθεια με τεχνάσματα όπως οι υποτιθέμενες «σκληρές διαπραγματεύσεις» και η «προσπάθεια να γίνουν τα αδύνατα δυνατά ενάντια στους Θεσμούς». Όλα αυτά όμως είναι απλά θέατρο.
Η τελευταία συμφωνία της 15ης Ιούνη έδωσε 8,5 δισ. € στην Ελλάδα, από τα οποία τα 8,2 δισ. € θα διατεθούν άμεσα για την αποπληρωμή χρεών. Στην πραγματικότητα η συμφωνία ήταν πανομοιότυπη με την πρόταση των Θεσμών στο Eurogroup της 22ης Μάη. Ο Αλέξης Τσίπρας χρησιμοποίησε τον χρόνο αυτό για να κάνει τους γνωστούς λεονταρισμούς στο εσωτερικό μέτωπο, μιλώντας για «κόκκινες γραμμές» που δεν θα παραβιαστούν. Το αποτέλεσμα όμως ήταν όπως είναι πάντα, το ίδιο: οι «Θεσμοί» κάνουν ξεκάθαρο ότι δεν θα υποχωρήσουν, γίνεται σαφές ότι αν η κυβέρνηση δεν υποχωρήσει θα βρεθεί εκτός ευρώ, και οι κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης γίνονται καπνός.
Η τελευταία συμφωνία φορτώνει επιπλέον περίπου 5 δισ. € μέτρα στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων για την περίοδο 2019-2022. Σε γενικές γραμμές, από το 2019 μέχρι και το τέλος του 2022 η Ελλάδα θα πληρώνει για τόκους το 3,5% του ΑΕΠ της – καθώς η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για ένα ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα (δηλαδή δημόσια έσοδα μείον έξοδα πριν την αποπληρωμή των τόκων) της τάξης του 3,5%. Τα δάνεια αποπληρώνονται με νέα δάνεια. Από το 2022 το ποσό που θα πηγαίνει στην αποπληρωμή του χρέους (πρωτογενές πλεόνασμα) θα είναι περίπου 2% του ΑΕΠ και αυτό θα συνεχιστεί μέχρι το… 2060.
Αυτά βασίζονται βέβαια στο αισιόδοξο σενάριο για την ελληνική οικονομία. Με βάση αυτό το σενάριο, το χρέος το 2060 θα είναι στο 60% του ΑΕΠ. Παρόλα αυτά, δεν συμφωνούν όλοι οι Θεσμοί με αυτή την εκτίμηση: το ΔΝΤ λέει ότι αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι μη βιώσιμα και ότι το χρέος θα τεθεί και πάλι εκτός ελέγχου.
Μέχρι την αποπληρωμή των δανειστών, κάθε απόφαση της κυβέρνησης για την οικονομική πολιτική θα πρέπει να εγκρίνεται από τους Θεσμούς! Η λεγόμενη «αριστερή» κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει υπογράψει αυτή την ρήτρα και εφαρμόζει το νέο κύμα της λιτότητας.
Έχει αυξήσει την φορολογία για όλα τα στρώματα του πληθυσμού, ακόμα και αυτούς που έχουν εισόδημα 400€ το μήνα (το αντίστοιχο όριο του αφορολόγητου με την κυβέρνηση της ΝΔ ήταν κοντά 700 € το μήνα). Έχει αυξήσει του έμμεσους φόρους κατά 10 – 20% σε μια τεράστια γκάμα προϊόντων, ακόμα και σε βασικά αγαθά κσθημερινής λαϊκής κατανάλωσης. Έχει κόψει τις συντάξεις άνω των 700 ευρώ κατά 9% μέσο όρο. Εφαρμόζει μέτρα που η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ δεν θα μπορούσαν με τίποτα να περάσουν, όπως το μεγαλύτερο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων στην ιστορία της χώρας, την παράδοση των Σκουριών στην Ελντοράντο και την κατάργηση (ουσιαστικά) της Κυριακόατικης αργίας. Η αγορά εργασίας παραμένει μια ζούγκλα, όπου η πλειοψηφία των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα παραμένει απλήρωτη για μήνες και η εργασιακή εκμετάλλευση έχει ξεπεράσει κάθε όριο.
Σαν αποτέλεσμα, κυριαρχεί στους εργαζόμενους το αίσθημα της οργής, αλλά και της απογοήτευσης. Η ιδέα ότι όλοι οι πολιτικοί είναι απατεώνες είναι πολύ διαδεδομένη. Στο παρελθόν αυτό αφορούσε κυρίως τα κόμματα του κατεστημένου, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που κυβέρνησαν τη χώρα από το 1981. Τώρα αφορά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα κόμμα του 3% που εκτινάχτηκε στο 36% τον Γενάρη του 2015. Αυτή η πορεία ήταν αποτέλεσμα των βαθιών αναταράξεων της ελληνικής κοινωνίας που, αντιμέτωπη με την σκληρή επίθεση από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, πήρε ένα μικρό αριστερό κόμμα και το ώθησε να γίνει μαζική πολιτική δύναμη. Σήμερα όμως το βλέπει να στρέφεται εναντίον της συνεχίζοντας τις ίδιες πολιτικές.
Η ιστορική διαδρομή
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 δημιούργησε μια εντελώς νέα πολιτική κατάσταση σε παγκόσμια κλίμακα. Ανάμεσα στα άλλα, δημιουργήθηκε ένα τεράστιο πολιτικό κενό στην Αριστερά με την παρεπόμενη κατάρρευση των σταλινικών «Κομμουνιστικών Κομμάτων» και την αστικοποίηση των Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων που υιοθέτησαν τις ιδέες της «ελεύθερης αγοράς». Οι οργανώσεις που συμμετέχουμε στην Επιτροπή για μια Εργατική Διεθνή (CWI) είχαμε προβλέψει ότι αυτό θα δώσει ώθηση σε προσπάθειες να δημιουργηθούν νέοι αριστεροί σχηματισμοί, που θα προσπαθήσουν να δώσουν πολιτική έκφραση στην εργατική τάξη και να παίξουν ρόλο στους αγώνες της.
To KKE σε αυτή την περίοδο είχε μαζικές διασπάσεις, με το σύνολο της τότε ΚΝΕ να αποχωρεί (και να δημιουργεί το ΝΑΡ). Ένας άλλος νέος σχηματισμός που προέκυψε ήταν ο Συνασπισμός (ΣΥΝ) που δημιουργήθηκε από τις μικρές δυνάμεις του Ευρωκομμουνιστικού ρεύματος μαζί με ένα τμήμα που διασπάστηκε από το ΚΚΕ (το πρώην «Αριστερό Ρεύμα»). Με το ΠΑΣΟΚ να κινείται γρήγορα προς τα δεξιά, η Αριστερά βρέθηκε αντιμέτωπη με μια μεγάλη πτώση των δυνάμεων της. Το ΚΚΕ έπεσε στο 4-5%, διατηρώντας όμως σημαντικές ρίζες στην εργατική τάξη, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα. Ο ΣΥΝ πάλευε να διατηρήσει το όριο του 3% για να μπαίνει στη βουλή, όχι πάντα με επιτυχία.
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Ο ΣΥΝ ήταν ο μόνος ημι-μαζικός αριστερός σχηματισμός που δεν είχε σεχταριστική στάση και μπόρεσε να παρέμβει στο αντιπαγκοσμιοποιητικό και αντιπολεμικό κίνημα εκείνης της περιόδου. Όντας ανοιχτός σε συνεργασίες με άλλες δυνάμεις μπόρεσε να συγκεντρώσει γύρω του κάποιες ακόμα πολιτικές δυνάμεις. Μαζί δημιούργησαν τον Χώρο διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς που μετεξελίχθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ το 2004. Το Ξεκίνημα συμμετείχε στις διαδικασίες του Χώρου Διαλόγου αλλά αρνήθηκε να συμμετέχει στον ΣΥΡΙΖΑ το 2004 γιατί συγκροτήθηκε βιαστικά και για εκλογικούς κατά βάση λόγους, με ένα πρόγραμμα δεξιό-ρεφορμιστικό που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να χαρακτηριστεί ριζοσπαστικό.
Τα αποτελέσματα για τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2004 δεν ήταν καθόλου καλά και η τότε «δεξιά» ηγεσία του (Κωνσταντόπουλος) αποφάσισε να τερματίσει το εγχείρημα. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ξαναεμφανίστηκε το 2007, πάλι λίγο πριν τις εκλογές. Αυτό συνδυάστηκε με την αλλαγή στην ηγεσία του ΣΥΝ, με τον Αλέκο Αλαβάνο να αναλαμβάνει πρόεδρος και να ξεκινά μια διαδικασία να μετατοπίσει το κόμμα του προς τα αριστερά. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε μια ώθηση από αυτό, πλησιάζοντας το 5%. Αυτό συνέπεσε με μια περίοδο σημαντικών αλλαγών στην ελληνική κοινωνία καθώς η παγκόσμια κρίση χτυπούσε την χώρα και μεγάλωνε το κενό στην Αριστερά. Το φθινόπωρο του 2009 το ΠΑΣΟΚ αναλαμβάνει την εξουσία με μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία, τον επόμενο όμως χρόνο φέρνει το Μνημόνιο. Τον Ιούνη του 2012, η κυβέρνηση της ΝΔ κερδίζει τις εκλογές και ξεκινάει την επιβολή του 2ου Μνημονίου.
Οι σκληρές επιθέσεις από τα κόμματα του κατεστημένου, σε συνδυασμό με τους τεράστιους αγώνες που σάρωσαν την χώρα, ειδικά την περίοδο 2010-2012, έβαλαν τις βάσεις για την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ για να καλύψει το τεράστιο πολιτικό κενό που είχε δημιουργηθεί. Από την άνοιξη του 2010 η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ κάτω από την πίεση της κοινωνίας καλούν γενικές απεργίες οι οποίες έχουν πολύ μεγάλη μαζικότητα. Συνολικά την περίοδο από την άνοιξη του ’10 (που έρχεται το 1ο Μνημόνιο) μέχρι τον Γενάρη του ’15 (που βγαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία) έχουν καλεστεί σχεδόν 40 γενικές απεργίες στην Ελλάδα.
Αυτές συνδυάζονται με κλαδικές ή επιχειρησιακές απεργίες και καταλήψεις, κάποιες από τις οποίες διαρκούν για μήνες. Το φθινόπωρο του ’11, σπάνια έβλεπε κανείς κάποιο κυβερνητικό κτήριο στο κέντρο της Αθήνας που να μην είχε απ’ έξω πανό που έγραψε «κατάληψη». Πολλά άλλα κοινωνικά και τοπικά κινήματα επίσης αναπτύχθηκαν εκείνη την περίοδο, όπως ο αγώνας των κατοίκων της Κερατέας ενάντια στη χωματερή, ο αγώνας ενάντια στην εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική, το κίνημα «δεν πληρώνω» στα διόδια, και το κίνημα των πλατειών το 2011 (οι «Αγανακτισμένοι») κλπ.
Παρόλο που σημάδια κόπωσης ήταν ήδη φανερά από τα μέσα του 2012, μετά από μια σειρά σημαντικών ηττών, εξακολούθησαν να δίνονται μάχες ιστορικής σημασίας όπως ο αγώνας ενάντια στο κλείσιμο της ΕΡΤ το 2013 ή ο αγώνας των εργαζομένων στη ΒΙΟΜΕ που συνέχιζαν να λειτουργούν το εργοστάσιο χωρίς αφεντικά.
Η ΕΡΤ και η ΒΙΟΜΕ έδωσαν πολύ σημαντικά παραδείγματα για το πως οι εργαζόμενοι μπορούν να αναλάβουν τις μονάδες παραγωγής και να τις λειτουργήσουν δημοκρατικά χωρίς τα αφεντικά και χωρίς τους διευθυντές τους.
Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ;
Σε εκείνη την περίοδο μόνο η Αριστερά μπορούσε να δώσει μια διέξοδο στην κοινωνία – αν και οι ίδιες συνθήκες έδωσαν ώθηση και στην άνοδο της ακροδεξιάς με τη μορφή της νεοφασιστικής Χρυσής Αυγής. Αλλά γιατί κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι κάποιο άλλο κόμμα; Πριν την έλευση της κρίσης και στην αρχική της φάση το αριστερό κόμμα με την μεγαλύτερη επιρροή ήταν το ΚΚΕ. Η αντικαπιταλιστική συμμαχία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε περίπου 1% στα γκάλοπ. Ο ΣΥΡΙΖΑ έδειχνε ότι είχε την δυνατότητα να κερδίσει σημαντική υποστήριξη, αλλά ταυτόχρονα είχε μεγάλες διακυμάνσεις. Το ΚΚΕ ήταν πιο σταθερό και εμφάνιζε άνοδο, αρχικά στο «ιστορικό» του 7-8% και στη συνέχεια στο 10-12% στις δημοσκοπήσεις.
Μια βασική διαφορά (προφανώς όχι η μοναδική) μεταξύ των τριών αυτών σχηματισμών της Αριστεράς ήταν ότι το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχαν μια σεχταριστική προσέγγιση στο θέμα των συνεργασιών. Απέρριπταν, στο όνομα της «επαναστατικής καθαρότητας» την ιδέα του ενιαίου μετώπου με άλλες αριστερές δυνάμεις στο μαζικό κίνημα, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ ανοιχτός στο θέμα της κοινής δράσης. Το ΚΚΕ ειδικά υιοθέτησε μια πολύ σκληρή σεχταριστική στάση αρνούμενο να συνεργαστεί με οποιονδήποτε άλλο, ακόμα και να βρίσκεται με άλλες δυνάμεις σε κοινές διαδηλώσεις!
Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε προβάδισμα στις εκλογές του 2012, τον Μάη και τον Ιούνη. Τον Μάη, ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε περίπου 17% και το ΚΚΕ 8,5%. Τον Ιούνη όμως ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχτηκε στο 27%, λίγο πίσω από τη ΝΔ που πήρε 29,7%, ενώ το ΚΚΕ έπεσε στο 4,5%.
Αυτό που έχει αξία να δούμε είναι η σχετική δυναμική των κομμάτων λίγο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια των δύο αυτών εκλογικών αναμετρήσεων. Από το Δεκέμβρη του ’11 τα γκάλοπ έδιναν στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΚΕ παρόμοια ποσοστά, περίπου στο 12%. Στην αρχή της προεκλογικής περιόδου του Μάη, μέχρι και 3 βδομάδες πριν τις εκλογές, τα δύο αυτά κόμματα εμφανιζόταν με περίπου ίδια δυναμική.
Τότε ο Τσίπρας έκανε ένα ανοιχτό κάλεσμα στο ΚΚΕ για μια κοινή κυβέρνηση της Αριστεράς. Αυτό το σύνθημα είχε αρνηθεί να το χρησιμοποιήσει πιο πριν, παρά την πίεση από κομμάτια της Αριστεράς. Το Ξεκίνημα, που ήταν συνεργαζόμενη δύναμη τότε με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και άλλα κομμάτια της βάσης του κόμματος έθεταν το σύνθημα για κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά η ηγεσία το αντιμετώπιζε αρνητικά.
Η επίδραση του καλέσματος προς το ΚΚΕ ήταν τεράστια. Η σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ αμέσως απέρριψε κάθε ιδέα κοινής κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ ως θέμα αρχής. Έφτασε μέχρι το σημείο να δηλώσει ότι αν βρισκόταν στη θέση να ψηφίσει ή όχι μια κυβέρνηση μειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ θα την καταψήφιζε – με άλλα λόγια θα την έριχνε!
Αυτή η αντιπαράθεση εντός της Αριστεράς άλλαξε αμέσως το συσχετισμό δυνάμεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε κερδισμένος και το ΚΚΕ χαμένο. Το σύνολο των ψήφων που πήραν τα δύο κόμματα τον Μάη του ’12 (17% και 8,5%) ήταν περίπου το ίδιο με τα στοιχεία που έδειχναν τα γκάλοπ λίγες βδομάδες πριν τις εκλογές (12% και 12%). Υπήρξε επομένως, βασικά, μια μεγάλη μετατόπιση από το ΚΚΕ στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δείχνει την τεράστια σημασία της προσέγγισης του «ενιαίου μετώπου», μια προσέγγιση που δυστυχώς είναι πέραν της κατανόησης της ηγεσίας του ΚΚΕ και των περισσοτέρων οργανώσεων της ελληνικής Αριστεράς. Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, αλλά με βάση πληροφορίες από μέλη του ΚΚΕ, περίπου το 1/3 των μελών του κόμματος έφυγαν ή ωθήθηκαν σε παραίτηση επειδή αντιτάχθηκαν στην απόρριψη της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ από το ΚΚΕ.
Ήταν η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ αναπόφευκτη;
Η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι αρνητική. Η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης κατανόησης της ηγεσίας του για τις πραγματικές διεργασίες που συντελούνταν, της αφελούς αν όχι εγκληματικής ελαφρότητας με την οποία αντιμετώπιζαν το σύνθημα «αλλάζουμε την Ελλάδα και όλη την Ευρώπη». Ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης κατανόησης για τον ταξικό χαρακτήρα της ΕΕ και μιας απόλυτης έλλειψης εμπιστοσύνης στα εργατικά στρώματα και την ικανότητα τους να αλλάξουν την κοινωνία. Όταν ο Τσίπρας ήρθε αντιμέτωπος με τις δυσκολίες μιας σύγκρουσης με την άρχουσα τάξη έπεσε σε απελπισία και υποτάχτηκε.
Η όλη προσέγγιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εγκληματικά ερασιτεχνική. Αμέσως μετά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015, εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ άρχισαν να «κάνουν φτερά» από την ελληνική οικονομία σε καθημερινή βάση. Ο Τσίπρας και ο τότε υπουργός οικονομικών, Βαρουφάκης, δεν έκαναν ούτε το βασικό βήμα άμυνας σε τέτοιες περιπτώσεις: να επιβάλλον ελέγχους στην κίνηση των κεφαλαίων (capital controls) για να σταματήσει η αιμορραγία. Υπήρχε ήδη το παράδειγμα της Κύπρου το ’13, όπου η ίδια η Τρόικα επέβαλλε capital controls, αλλά και πάλι δεν τόλμησαν να το αξιοποιήσουν.
Και έκαναν κάτι ακόμα πιο εξοργιστικό: συνέχισαν να πληρώνουν τις δόσεις του χρέους παρά το γεγονός ότι η Τρόικα είχε σταματήσει να παρέχει κάθε χρηματοδότηση. Στέγνωσαν την οικονομία, κατάσχοντας κάθε ευρώ που είχαν στα χέρια τους δημόσιοι οργανισμοί όπως τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία και οι ΟΤΑ, για να δείξουν στην ΕΕ ότι είναι «καλά παιδιά». Στη συνέχεια, η ΕΚΤ πάγωσε την ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες και τις ανάγκασε να κλείσουν. Η οικονομία είχε γονατίσει.
Ο Τσίπρας είχε δύο επιλογές: να υποχωρήσει και να αποδεχτεί όλους τους όρους των δανειστών, ή να αλλάξει πορεία και να βγει στην επίθεση. Οι Έλληνες εργαζόμενοι του έστειλαν ένα ξεκάθαρο μήνυμα στο ιστορικό δημοψήφισμα του Ιούλη του ’15: προχώρα και εμείς θα είμαστε στο πλευρό σου. Αλλά ο Τσίπρας είχε ήδη αποφασίσει να υπαναχωρήσει στην Τρόικα. Κάλεσε το δημοψήφισμα με σκοπό να το χάσει ή να το κερδίσει στην καλύτερη περίπτωση εντελώς οριακά ώστε να βρει άλλοθι για την υπαναχώρηση που είχε ήδη αποφασίσει. Το αποτέλεσμα ήταν σοκαριστικό και για τον ίδιο – δεν περίμενε τέτοια σαρωτική επικράτηση του «Όχι». Ο Βαρουφάκης το επιβεβαίωσε σε μια πρόσφατη συνέντευξη του, ότι είχε πει στον Τσίπρα να μην βγάλει τον κόσμο στους δρόμους αν έχει ήδη αποφασίσει να αποδεχτεί τις επιταγές της Τρόικα.
Υπήρχε εναλλακτική, η οποία είχε προταθεί από αριστερές οργανώσεις όπως το Ξεκίνημα: επιβολή ελέγχου στην κίνηση των κεφαλαίων, άρνηση πληρωμής του χρέους, εθνικοποίηση των τραπεζών, γρήγορη εισαγωγή εθνικού νομίσματος, χρησιμοποίηση της ρευστότητας που θα έδινε το νέο νόμισμα για χρηματοδότηση μεγάλων δημοσίων έργων για να σταματήσει η διαρκής κατάρρευση της οικονομίας και να μπει ξανά σε τροχιά μεγέθυνσης, ακύρωση των χρεών των μικρών επιχειρήσεων που έχουν τσακιστεί από την κρίση και παροχή δανείων με ευνοϊκούς όρους ώστε να ξεκινήσει η παραγωγική δραστηριότητα και να δοθεί γρήγορη ώθηση στην οικονομία. Εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας, με σχεδιασμό που να περιλαμβάνει και την χρήση του κρατικού μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου, ώστε να εξυπηρετεί την βιώσιμη ανάπτυξη και τα συμφέροντα των εργαζομένων και όχι τα κέρδη των τραπεζιτών, των εφοπλιστών και τον καπιταλιστών. Δημιουργία επιτροπών σχεδιασμού σε κάθε κλάδο της οικονομίας, με ειδική έμφαση στην αγροτική παραγωγή και τον τουρισμό που αποτελούν τομείς κλειδιά και έχουν τεράστιες δυνατότητες. Εγκαθίδρυση δημοκρατίας στον τρόπο που λειτουργεί η οικονομία, μέσω εργατικού ελέγχου και διαχείρισης σε κάθε επίπεδο της παραγωγής. Έκκληση στους εργαζόμενους της υπόλοιπης Ευρώπης για συμπαράσταση και αλληλεγγύη, για ένα κοινό αγώνα ενάντια στην ΕΕ των καπιταλιστών και τον πολυεθνικών. Με λίγα λόγια, μια αντικαπιταλιστική και αντι-ΕΕ αντεπίθεση στη βάση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος, ένα ταξικό και διεθνιστικό κάλεσμα ήταν η απάντηση στον εκβιασμό της Τρόικα.
Όλα αυτά ήταν εντελώς εκτός της λογικής του Τσίπρα, της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και του Βαρουφάκη. Αν και είναι στα συν του Βαρουφάκη ότι δεν υποτάχθηκε στις πιέσεις των ηγετών της ΕΕ, γεγονός είναι ότι οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην οικονομία από το Γενάρη μέχρι τον Ιούλη του 2015 ήταν καταστροφικές, και φέρει άμεση ευθύνη για αυτό. Είχε, και εξακολουθεί να έχει, αυταπάτες ότι μπορεί να «πείσει» την ΕΕ να αλλάξει πολιτική και να μεταρρυθμιστεί.
Και η υπόλοιπη Αριστερά;
Η υποταγή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το ένα κομμάτι του προβλήματος που αντιμετώπισαν οι Έλληνες εργαζόμενοι. Ένα άλλο κομμάτι του προβλήματος, με μια έννοια πιο σημαντικό, ήταν η ανικανότητα της Αριστεράς να αντεπεξέλθει στις συνθήκες που δημιούργησε η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ και να προσφέρει εναλλακτική στην κοινωνία. Αυτό ισχύει κατά βάση για τις δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της Αριστεράς, το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αφού είχαν την λεγόμενη «κρίσιμη μάζα» που θα μπορούσε να παίξει τον καταλυτικό ρόλο για σημαντικές αλλαγές και την ανατροπή της κατάστασης. Η σταλινική νοοτροπία όμως με την οποία έχουν χτιστεί και οι δύο δυνάμεις βάζει πολύ συγκεκριμένα όρια στον ρόλο που μπορούν να παίξουν στις εξελίξεις.
Καταρχήν, υπάρχει ελάχιστη κατανόηση σε σχέση με το «Μεταβατικό Πρόγραμμα», την ανάγκη δηλαδή της σύνδεσης των αγώνων της κοινωνίας σήμερα με το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του αύριο, ώστε οι δύο διαδικασίες να είναι αλληλένδετες σε ένα διαλεκτικό σύνολο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το ΚΚΕ να μιλάει μεν για την ανάγκη του σοσιαλισμού, αλλά να τον παρουσιάζει σαν έναν στόχο του μακρινού μέλλοντος, που θα επιτευχθεί αν και όταν το ΚΚΕ αποκτήσει μεγαλύτερη δύναμη. Έτσι, το ΚΚΕ αρνείται να υιοθετήσει αιτήματα όπως οι εθνικοποιήσεις ή ακόμα και η έξοδος από την ΕΕ, αφού σύμφωνα με τη λογική του, όλα αυτά είναι «ανούσια στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος».
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει την ίδια ανάλυση, αλλά και πάλι υπάρχει μεγάλη σύγχυση στις γραμμές της. Κάποιες από τις οργανώσεις που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποστηρίζουν ένα «μεταβατικό πρόγραμμα», το συγχέουν όμως με ένα μίνιμουμ πρόγραμμα που αφορά τους σημερινούς αγώνες και δεν το συνδέουν με το ζήτημα της ανάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Επίσης, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναφέρεται πολύ συχνά στην ανάγκη για επανάσταση και ανατροπή του καπιταλισμού, λείπει από την ανάλυσή της η μέθοδος και οι συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα φτάσουμε σε αυτόν τον στόχο.
Δεύτερον, από την τακτική τους απουσιάζει πλήρως η λογική του «Ενιαίου Μετώπου», που εφαρμόστηκε από τους Μπολσεβίκους υπό την ηγεσία του Λένιν και από τον Τρότσκι στη δεκαετία του 1930 και που μεταφράζεται στο «σύνθημα»: προχωράμε χωριστά, χτυπάμε μαζί. Ούτε το ΚΚΕ, ούτε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσέγγισαν τον κόσμο που συσπειρώθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ με την τακτική του Ενιαίου Μετώπου. Αν και είχαν καταλάβει ότι ο Τσίπρας και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα υποτάσσονταν στις απαιτήσεις του κεφαλαίου, πίστευαν ότι με κάποιον μαγικό τρόπο, η απογοήτευση του κόσμου θα μετατρεπόταν σε στήριξη στις δικές τους δυνάμεις. Ο κόσμος όμως που υποστήριζε τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα μπορούσε να στραφεί στο ΚΚΕ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ που τους είχαν φερθεί «απαξιωτικά». Αντιθέτως, απογοητευμένοι, πήγαν σπίτια τους.
Τρίτον, ο τελεσιγραφισμός. Το ΚΚΕ του σήμερα (μετά τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και την Οικουμενική του 1989 – 90) έχει αντιγράψει την τακτική της «τρίτης περιόδου» (1928 – 1933) της «Κομμουνιστικής Διεθνούς» του Στάλιν. Σύμφωνα με το ΚΚΕ, όσοι διαφωνούν πολιτικά μαζί του, είναι πράκτορες της αστικής τάξης ή ακόμα και συνεργάζονται με τη φασιστική Χρυσή Αυγή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίληψης είναι τα πρόσφατα περιστατικά στην Κεφαλονιά, όπου το ΚΚΕ έβγαλε ανακοίνωση-λάσπη για το Ξεκίνημα, μετά την εκλογική νίκη υποστηρικτών μας στο Σύλλογο Εμποροεπαγγελματιών Κεφαλονιάς και Ιθάκης. Ισχυρίστηκαν ότι η «άκρα αριστερά» (δηλαδή το Ξεκίνημα) συνεργάστηκε με τις μεγάλες επιχειρήσεις, το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ και την Χρυσή Αυγή (όλους μαζί!) για να στερήσει από το ΚΚΕ τον έλεγχο του Συλλόγου!
Τέλος, υπάρχει η άρνηση της πραγματικότητας. Μετά τον Ιούλιο του 2015 και τις εκλογές που κάλεσε ο Τσίπρας τον Σεπτέμβρη, για να προλάβει να επανεκλεγεί πριν ο κόσμος συνειδητοποιήσει τί ακριβώς σημαίνει στην πράξη η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ, το Ξεκίνημα μίλησε ανοιχτά για τη μεγάλη ήττα που αποτέλεσαν αυτές οι εξελίξεις. Εξηγήσαμε ότι παρά το γεγονός ότι μία μικρή μειοψηφία αγωνιστών θα έβγαζε επαναστατικά συμπεράσματα μετά από αυτά τα γεγονότα, την ίδια ώρα η πλειοψηφία του κόσμου, τα κινήματα και η Αριστερά θα επηρεάζονταν έντονα και αρνητικά.
Όμως, η πλειοψηφία της Αριστεράς αρνήθηκε να δεχτεί τη νέα κατάσταση. Συνέχισαν να καλούν σε ένα μαζικό κίνημα που θα έριχνε την Κυβέρνηση. Ένα μαζικό κίνημα που δεν αναπτύχθηκε, πράγμα που ανάγκασε την Αριστερά να απαντήσει γιατί η εργατική τάξη δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσμά της. Έτσι, το ΚΚΕ έδωσε για μία ακόμα φορά την απάντηση «Ο λαός δεν αγωνίζεται γιατί δεν καταλαβαίνει» – και άρα φταίει ο λαός. Ενώ, ένα άλλο κομμάτι της Αριστεράς προτίμησε να υπερβάλει για τις διαστάσεις και την απήχηση των κινητοποιήσεων, «φουσκώνοντας» τα νούμερα στις πορείες, κλπ. Είναι προφανές ότι αυτού του είδους οι προσεγγίσεις δε μπορούν να οδηγήσουν πουθενά.
Τα παραπάνω εξηγούν τα θεμελιώδη προβλήματα που είχε η Αριστερά και την εμπόδισαν να εκμεταλλευτεί την υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ. Τι έγινε όμως με την αριστερά εντός του ΣΥΡΙΖΑ; Η «Αριστερή Πλατφόρμα» πριν την αποχώρησή της από τον ΣΥΡΙΖΑ τον Αύγουστο του 2015 αποτελούσε περίπου το ένα τρίτο του κόμματος. Μετά την αποχώρησή της και την ίδρυση της Λαϊκής Ενότητας, οι πρώτες δημοσκοπήσεις της έδιναν ποσοστά κοντά στο 10% αλλά τελικά στις εκλογές του Σεπτέμβρη δεν μπόρεσε να πιάσει το όριο του 3% ενώ σήμερα οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δίνουν στη ΛΑΕ 1-1,5%.
Η ηγεσία της ΛΑΕ έκανε μία σειρά από κρίσιμα λάθη εκείνη την πρώτη περίοδο. Καταρχήν, βάσισε όλη την προεκλογική της εκστρατεία στο θέμα της επαναφοράς της δραχμής. Το πρόγραμμα της ήταν, έτσι, περιορισμένο αλλά και γεμάτο αντιφάσεις: καλούσε σε έξοδο από την Ευρωζώνη και σε άρνηση πληρωμής του χρέους αλλά ταυτόχρονα στην παραμονή στην ΕΕ – πράγμα αδύνατο!
Πέρα λοιπόν από το γεγονός ότι το πρόγραμμα της ΛΑΕ απείχε πολύ από το να θεωρηθεί αντικαπιταλιστικό και σοσιαλιστικό, παράλληλα αποτελούνταν από ένα συνδυασμό αιτημάτων που ήταν αλληλοαναιρούμενα.
Ο δεύτερος βασικός παράγοντας που η ΛΑΕ δεν κατάφερε να μετατραπεί σε πόλο έλξης για την κοινωνία, ήταν η αλαζονεία της ηγεσίας της και ο γραφειοκρατικός τρόπος με τον οποίο λειτούργησε.
Χιλιάδες αγωνιστές, κυρίως ανένταχτοι, προσέγγισαν την ΛΑΕ τον πρώτο καιρό της δημιουργίας της, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να προσφέρει διέξοδο. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκαν και αποχώρησαν. Η αυτοανακυρηγμένη σε τοπικό και εθνικό επίπεδο ηγεσία που δεν δέχεται κριτική και αμφισβήτηση, ένα προαποφασισμένο πρόγραμμα που δεν συζητήθηκε με τη βάση και μία προεκλογική εκστρατεία με υποψηφίους βουλευτές που ορίστηκαν από την ηγεσία χωρίς η βάση να έχει λόγο σ’ αυτό, αποτελούσαν τις χειρότερες παραδόσεις της Αριστεράς που η ΛΑΕ φαινόταν να επαναλαμβάνει. Όταν η ηγεσία της ΛΑΕ συνειδητοποίησε ότι αυτή η κατάσταση δεν θα έβγαινε σε καλό, επιχείρησε μια «δημοκρατική» στροφή αλλά ήταν ήδη αργά.
Προοπτικές και καθήκοντα
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ήταν φανερό από ποιο χώρο θα προκύψει –κατά πάσα πιθανότητα– ένας νέος σχηματισμός της Αριστεράς που θα κάλυπτε το πολιτικό κενό (στην προκειμένη ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ). Σήμερα, είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε τους δρόμους μέσα από τους οποίους θα περάσει μια τέτοια διαδικασία. Η περίοδος που διανύουμε είναι μία περίοδος σοβαρής ήττας της εργατικής τάξης, αν και δεν συγκρίνεται με τις πολύ ισχυρότερες ήττες μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1945-49 ή της επικράτησης της χούντας από το 1967-1974. Το εργατικό κίνημα της χώρας, που έχει παράδοση στους αγώνες και στην αυτοθυσία, θα ξανασταθεί στα πόδια του και θα μπει σε αντεπίθεση. Φυσικά, δεν μπορούν να προβλεφθούν ακριβώς το πότε, το μέγεθος ή τα ακριβή χαρακτηριστικά της επανόδου του κινήματος. Αυτή η διαδικασία θα κινηθεί παράλληλα με πρωτοβουλίες για την δημιουργία νέων σχηματισμών που θα εκφράζουν τα μαζικά κινήματα και θα παίζουν ηγετικό ρόλο στους μελλοντικούς αγώνες.
Οι αγωνιστές του εργατικού κινήματος, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα διπλό καθήκον. Από τη μια, να βγάλουν το κομβικό πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει από την υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ: ότι δεν υπάρχει λύση στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, ότι ένα επαναστατικό, σοσιαλιστικό πρόγραμμα είναι μονόδρομος για να δώσουμε τέλος στην κρίση. Από την άλλη, είναι απαραίτητο όλα τα διαφορετικά κινήματα να συναντηθούν σε κοινές δράσεις και αγώνες θέτοντας και τον επιπλέον στόχο να δημιουργήσουν έναν νέο και πλατύ σχηματισμό με τα χαρακτηριστικά ενός Ενιαίου Μετώπου.
Ένα πλατύ Ενιαίο Μέτωπο είναι απαραίτητο ώστε οι αγώνες να είναι πιο αποτελεσματικοί, ακριβώς όπως ο επαναστατικός πόλος είναι απαραίτητος για να δοθεί η μάχη για ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα μέσα στο εργατικό κίνημα, τα κοινωνικά κινήματα και την κοινωνία.
Αντικειμενικά, υπάρχει πρόσφορο έδαφος για αυτές τις ιδέες. Το πρόβλημα είναι υποκειμενικό και σχετίζεται με τα ελλείμματα των βασικών δυνάμεων της Αριστεράς. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε σ’ αυτές τις συνθήκες είναι από τη μια να συνεχίσουμε να προβάλλουμε τις πιο πάνω ιδέες και προτάσεις κι από την άλλη να παίρνουμε πρωτοβουλίες που να δείχνουν το δρόμο προς τα εμπρός. Πρωτοβουλίες, όπως αυτές που παίρνουμε σαν Ξεκίνημα, για τη δημιουργία τοπικών ενωτικών συμμαχιών της Αριστεράς, κοινών τοπικών εγχειρημάτων όπως «Στέκια», κοινών εκστρατειών με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, ιδιαίτερα σε σχέση με εργατικές εκστρατείες, κοκ. Την ίδια στιγμή συνεχίζεται η προσπάθεια ανταλλαγής απόψεων με άλλες αριστερές οργανώσεις –όσες έχουν τη διάθεση– σε κεντρικό επίπεδο.
Είναι προφανές σήμερα ότι υπάρχει υποχώρηση στο μαζικό κίνημα και απογοήτευση. Είναι περιορισμένος ο αριθμός των «κεντρικών» μαχών που δίνονται, αλλά υπάρχουν αρκετές μικρές και σημαντικές. Την ίδια στιγμή, υπάρχει μια αναζήτηση για ιδέες μέσα σε ένα στρώμα αγωνιστών. Η παρούσα φάση της κοιλιάς του κινήματος θα τελειώσει κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, και μια ένα άνοδος θα προκύψει. Οι δυνάμεις του επαναστατικού σοσιαλισμού πρέπει να χτίζουν και να προετοιμάζονται στη βάση αυτής της προοπτικής.