Στις 17 Ιουλίου του 1936, ξεκίνησε η φασιστική επίθεση, με την αποστασία του τμήματος του στρατού που ήταν τοποθετημένος στο Μαρόκο και αποτελούνταν από Μαυριτανούς μισθοφόρους και λεγεωνάριους, ενάντια στο μαζικό επαναστατικό κίνημα που είχε ξεσπάσει στην Ισπανία. Με αφορμή αυτή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε παλαιότερο άρθρο του σ. Παναγιώτη Βογιατζή
Στο μυθιστόρημά του που αναφέρεται στον Ισπανικό Εμφύλιο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», ο Ε. Χέμινγουέη βάζει τον ήρωά του, τον Αμερικανό δημοσιογράφο Ρόμπερτ Τζόρνταν, να λέει ότι «ζούμε γεγονότα που μπορεί ν’ αποδειχθούν καμπή για ολόκληρη τη μοίρα του ανθρώπινου γένους». Ίσως σήμερα αυτό ν’ ακούγεται υπερβολικό, αλλά ήταν μια πέρα για πέρα σωστή αξιολόγηση.
Για σχεδόν μια δεκαετία, απ’ το 1931 ως το 1939, οι εργάτες και οι αγρότες της Ισπανίας έδωσαν μια ηρωική μάχη ενάντια στην παλιά κοινωνία. Και για περισσότερα από δυο χρόνια, μετά το κίνημα του Φράνκο, η Ισπανία έγινε το κέντρο της γης για τους εργαζόμενους όλου του κόσμου, που είχαν εκεί στραμμένα τα μάτια και τις καρδιές τους.
Ακόμη κι αυτοί που έφταναν στην Ισπανία έχοντας στο μυαλό τους πως πηγαίνουν να πολεμήσουν κατά του φασισμού, γρήγορα καταλάβαιναν ότι κάτι πολύ μεγαλύτερο συνέβαινε. Μπροστά στα μάτια τους, στη βάση της κοινωνίας, ένας καινούριος κόσμος άρχιζε να παίρνει σάρκα και οστά. Και ακόμα περισσότερο βέβαια, το ένιωθαν οι ίδιοι οι εργάτες κι οι αγρότες της Ισπανίας, που ήταν αυτοί που έχτιζαν αυτόν τον καινούριο κόσμο.
Ένας τέτοιος ηρωικός αγώνας δεν ήταν δυνατό να συντριβεί με καθαρά στρατιωτικά μέσα. Η Ισπανική Επανάσταση ηττήθηκε, όχι απ’ τα κανόνια του Φράνκο και των Ιταλογερμανών συμμάχων του αλλά από την δειλία και την προδοσία των ίδιων της των ηγετών.
Η αυγή της δεκαετίας του 1930 βρήκε τις περισσότερες χώρες του πλανήτη σε αναβρασμό. Η μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 σε συνδυασμό με τον απόηχο της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 δημιουργούσε ένα εκρηκτικό μίγμα. Η Ισπανία, μια χώρα με άλυτα προβλήματα αιώνων, με κυριότερο αυτό της συγκέντρωσης της γης στα χέρια μιας χούφτας γαιοκτημόνων, και μ’ ένα ισχυρό εργατικό κίνημα με επαναστατικές παραδόσεις όπου κυριαρχούσαν οι αναρχικοί, δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση. Όταν, το 1931, ο βασιλιάς Αλφόνσος αναγκάστηκε να προκηρύξει δημοτικές εκλογές, η νίκη των δημοκρατικών κομμάτων ήταν τόσο συντριπτική ώστε ο βασιλιάς εξαναγκάστηκε σε παραίτηση.
Ωστόσο, η αστική δημοκρατική κυβέρνηση που σχηματίστηκε γρήγορα διέψευσε τις ελπίδες και τις προσδοκίες που είχαν οι εργάτες και οι αγρότες. Κανένα πρόβλημα δε λύθηκε. Οι καπιταλιστές που ήρθαν στην εξουσία δεν ήταν δυνατό να δράσουν ενάντια στα συμφέροντά τους μοιράζοντας τη γη στους ακτήμονες αγρότες ή παραχωρώντας δικαιώματα στην εργατική τάξη. Αντίθετα, χρησιμοποίησαν το στρατό και την αστυνομία για να τσακίσουν κάθε διεκδίκηση και άρχισαν να προετοιμάζουν μια νέα δικτατορία. Παρ’ όλη την απογοήτευσή τους όμως, οι εργάτες δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδώσουν τα όπλα αμαχητί. Η επικράτηση του Χίτλερ στη Γερμανία έδειχνε ποιο ήταν το μέλλον που τους προετοίμαζαν. Έτσι, όταν τον Οκτώβρη του 1934 οι καπιταλιστές κάλεσαν το ανοιχτά φασιστικό κόμμα του Χιλ Ρόμπλες να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, ξέσπασε γενική απεργία.
Στην Αστούρια, μια μεγάλη επαρχία ανθρακωρυχείων, οι εργάτες οπλισμένοι μόνο με δυναμίτες εκδίωξαν τις κυβερνητικές δυνάμεις και κατέλαβαν την εξουσία. Δημιούργησαν εργατικές επιτροπές σ’ όλα τα χωριά της περιοχής, έφτιαξαν ραδιοφωνικό σταθμό και προχώρησαν στη δημιουργία κόκκινου επαναστατικού στρατού. Η Κομμούνα της Αστούρια όμως έμεινε απομονωμένη. Η έλλειψη ενός πραγματικά επαναστατικού κόμματος σήμαινε μεταξύ των άλλων πως δεν υπήρχε μια κεντρική πανεθνική οργάνωση του αγώνα. Έτσι, όταν οι ανθρακωρύχοι ξεσηκώθηκαν, οι εργάτες άλλων περιοχών και κυρίως της Καταλονίας, ήταν ήδη κουρασμένοι από τις δικές τους προσπάθειες των προηγούμενων ετών και δεν μπόρεσαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με την Κομμούνα, που κυριολεκτικά πνίγηκε στο αίμα από την επέμβαση της κυβέρνησης. 5.000 εργάτες δολοφονήθηκαν και 30.000 οδηγήθηκαν στις φυλακές. Ένα κλίμα τρομοκρατίας εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα. Για τα επόμενα δυο χρόνια ένα καταπιεστικό καθεστώς εγκαθιδρύθηκε. Ωστόσο, η νίκη της κυβέρνησης δεν ήταν απόλυτη. Οι εργάτες και οι αγρότες άρχισαν σιγά σιγά να ξαναοργανώνονται. Καθώς τα προβλήματα της κοινωνίας παρέμεναν άλυτα η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε νέες εκλογές, τον Φλεβάρη του 1936.
Η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου
Ήδη από το 1931, μόλις δηλαδή είχαν αρχίσει να ξεδιπλώνονται τα επαναστατικά γεγονότα, ο Λ. Τρότσκι εξηγούσε πως
«…Αν δεν επιτευχθεί η ενότητα των επαναστατικών δυνάμεων στην Ισπανία, το κίνημα θα δεχθεί μια αποφασιστική ήττα, που σχεδόν αυτόματα θα οδηγήσει στην εγκαθίδρυση ενός γνήσιου φασιστικού καθεστώτος, παρόμοιο μ’ αυτό του Μουσολίνι στην Ιταλία».
Αντί όμως για την ενότητα των εργατικών κομμάτων, οι σοσιαλιστές και το ΚΚ προτίμησαν μια συμμαχία με τους αστούς, δημιουργώντας το «Λαϊκό Μέτωπο». Στην πραγματικότητα μάλιστα, επρόκειτο, όπως θα φαινόταν καθαρά στους επόμενους μήνες, για μια συμμαχία με τη σκιά των αστών, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των αστικών δυνάμεων ήδη προσανατολιζόταν προς την επιβολή ενός φασιστικού καθεστώτος.
Η νίκη του Λ. Μ. στις εκλογές σήμανε για τους εργάτες και τους αγρότες της Ισπανίας την ώρα της εκδίκησης. Μόλις έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα, ξεχύθηκαν αυθόρμητα στους δρόμους. Χωρίς να περιμένουν νόμους και διατάγματα, κατέλαβαν τις φυλακές κι απελευθέρωσαν όλους τους κρατούμενους συντρόφους τους της προηγούμενης διετίας κι ανάγκασαν τους εργοδότες να τους ξαναπροσλάβουν, πληρώνοντας μάλιστα κι όλες τις χαμένες τους αποδοχές. Έβαλαν φωτιά στις εκκλησίες και καταδίωξαν τους αντιδραστικούς παπάδες κι επισκόπους που είχαν υποστηρίξει το προηγούμενο καθεστώς. Οι αγρότες καταλάμβαναν μαζικά τη γη κι οι εργάτες ξεκίνησαν μεγάλους απεργιακούς αγώνες ζητώντας μεγάλες αυξήσεις και μείωση των ωρών εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στους πέντε πρώτους μήνες από τη νίκη του Λ. Μ. ξέσπασαν πάνω από 300 απεργίες, ενώ καταλήφθηκαν 1,5 εκατ. εκτάρια γης. Για σύγκριση, τα πρώτα δυο χρόνια της «δημοκρατικής κυβέρνησης» είχαν μοιραστεί μόλις 45.000 εκτάρια…
Οι εξελίξεις αυτές φανέρωναν ότι στην Ισπανία είχε σημάνει η ώρα όπου το μόνο δίλημμα που έμπαινε ήταν: Επανάσταση ή φασισμός. Για μια ακόμη φορά, ήταν οι αστοί και όχι οι ηγεσίες των εργατικών κομμάτων που έβγαλαν το σωστό συμπέρασμα. Άρχισαν λοιπόν να προετοιμάζουν την ανταρσία του Φράνκο.
Οι κρίσιμες μέρες
Όταν, στις 17 Ιουλίου του 1936, ο στρατηγός Φράνκο διακήρυξε από το ισπανικό Μαρόκο την εξέγερσή του, η άρχουσα τάξη κι ολόκληρος σχεδόν ο κρατικός μηχανισμός βρέθηκε στο πλευρό του. Παρ’ ότι από την πρώτη στιγμή η κυβέρνηση έμαθε τα σχέδιά του, χάρη στους δημοκρατικούς ναύτες που με τους ασυρμάτους των πλοίων τους έπιασαν τα φασιστικά σήματα, δεν έκανε απολύτως τίποτε για να τον σταματήσει. Αντίθετα, για μέρες έκανε το παν για να αποκρύψει τις ειδήσεις από τον πληθυσμό, ελπίζοντας πως θα κατέληγε σε μια συμφωνία με τους στασιαστές. Ωστόσο, μόλις οι εργάτες αντιλήφθηκαν τι συμβαίνει, αποφάσισαν να πάρουν την υπόθεση στα δικά τους χέρια.
100.000 εργάτες βγήκαν στους δρόμους της Μαδρίτης φωνάζοντας: «Προδοσία! Προδότες! Δώστε μας όπλα!». Η μόνη απάντηση της κυβέρνησης (όπου, μην ξεχνάμε, συμμετείχαν υπουργοί του ΚΚ και του Σοσιαλιστικού Κόμματος) ήταν να εκδώσει διάταγμα που απειλούσε με τουφεκισμό όποιον μοίραζε όπλα στον πληθυσμό! Οι ναύτες κατέλαβαν τα πολεμικά πλοία πετώντας τους αξιωματικούς στη θάλασσα. Η Βαρκελώνη έπεσε στα χέρια των άοπλων εργατών που κατάφεραν πολύ σύντομα να συντρίψουν την φασιστική εξέγερση και να πάρουν την εξουσία σ’ ολόκληρη την Καταλονία. Στη Μάλαγα, οι εργάτες περικύκλωσαν τους στρατώνες βάζοντας φωτιά στα γύρω κτίρια κι ανάγκασαν τους στρατιωτικούς να παραδοθούν. Μέσα σε λίγες μέρες, η Μαδρίτη, η Βαλένθια και τα 2/3 της χώρας βρισκόντουσαν στα χέρια των εξεγερμένων εργατών.
Αυτές οι κρίσιμες μέρες μετά το φασιστικό πραξικόπημα αποκαλύπτουν έναν βασικό ιστορικό νόμο: Ότι σε συνθήκες επανάστασης κι αντεπανάστασης, ο χρόνος αποκτά τεράστια ταχύτητα. Ενέργειες, λάθη ή παραλείψεις λίγων μόνο ημερών μπορεί να σημαδέψουν την ιστορική εξέλιξη για δεκαετίες. Αν οι εργάτες της Ισπανίας είχαν μείνει υπάκουοι στην κυβέρνηση «τους», ο Φράνκο θα είχε επικρατήσει με ευκολία μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα. Αν αντίθετα η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά να τσακίσει το πραξικόπημα, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πετάξει τα φαντάσματα των αστών από τα υπουργεία τους και να προχωρήσει σε μια πραγματική εργατική κυβέρνηση που θα έπαιρνε τα κατάλληλα μέτρα: Αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Μαρόκου (όπου ήταν η βάση του Φράνκο), μοίρασμα της γης στους αγρότες, κατάληψη όλων των εργοστασίων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες του πολέμου, εξοπλισμός και μια ανοιχτή έκκληση στους εργάτες και αγρότες να υπερασπίσουν τις κατακτήσεις τους. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ανταρσία θα είχε τσακιστεί εν τη γενέσει της και το όνομα του στρατηγού Φράνκο θα ήταν σήμερα γνωστό μόνο σε μερικούς εξειδικευμένους ιστορικούς…
Δυαδική εξουσία
Καθώς το σύνολο σχεδόν των αξιωματικών και της αστυνομίας είχε υποστηρίξει τον Φράνκο, στις πόλεις που ελεγχόντουσαν απ’ τους δημοκρατικούς η εξουσία είχε περάσει ουσιαστικά στα χέρια των εξεγερμένων εργατών και αγροτών, που δημιουργούσαν παντού πολιτοφυλακές και επιτροπές. Ιδιαίτερα στη Βαρκελώνη, οι εργάτες προχώρησαν ακόμη πιο πέρα, στην κατεύθυνση της ριζικής αλλαγής της κοινωνίας. Εργοστάσια, τράπεζες, ξενοδοχεία και συγκοινωνίες καταλήφθηκαν. Η γη μοιράστηκε στους φτωχούς αγρότες, τα νοίκια έπεσαν στο μισό κι οι επιτροπές ανέλαβαν την παροχή δωρεάν τροφής σ’ όσους είχαν ανάγκη.
Η επίσημη κυβέρνηση δεν είχε καμιά απολύτως δύναμη παρά μόνο όση ήθελαν να της αναγνωρίσουν οι ίδιοι οι εξεγερμένοι. Επικρατούσε δηλαδή ένα καθεστώς δυαδικής εξουσίας. Αυτή την κρίσιμη στιγμή, αυτό που έπρεπε να γίνει ήταν οι εργατικές επιτροπές να παραμερίσουν την κυβέρνηση του Λ. Μ. που εξακολουθούσε να εξαρτάται πολιτικά από τους αστούς και σχηματίσουν μια δική τους καθαρά εργατική κυβέρνηση. Να προχωρήσουν στην απαλλοτρίωση εργοστασίων και κτημάτων και να απευθύνουν ένα ταξικό κάλεσμα στους στρατιώτες που αποτελούσαν το στρατό του Φράνκο.
Καμιά όμως από τις βασικές πολιτικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος δεν κινήθηκε προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι Αναρχικοί
Οι αναρχικοί ήταν η πιο ισχυρή δύναμη μέσα στο ισπανικό εργατικό κίνημα. Το συνδικάτο τους CNT και η πολιτική τους έκφραση «Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία (FAI) είχαν εκατομμύρια μέλη και ειδικά στην περιοχή της Καταλονίας και την Βαρκελώνη κυριαρχούσαν απόλυτα. Ωστόσο, ιδεολογικά οι αναρχικοί διαφωνούσαν με την έννοια του κράτους γενικά και γι’ αυτό αρνήθηκαν από την πρώτη στιγμή να πρωτοστατήσουν στη δημιουργία μιας εργατικής κυβέρνησης. Πίστευαν πως ήταν αρκετή η απαλλοτρίωση των κτημάτων και των εργοστασίων για να πετύχει η επανάσταση. Αγνοούσαν – όπως εξακολουθούν ν’ αγνοούν και σήμερα, παρά τα μαθήματα της Ισπανίας – την αποφασιστική σημασία που έχει η κατάληψη της εξουσίας από τους εργάτες και η δημιουργία του δικού τους κράτους. Έδωσαν έτσι την ευκαιρία στους αστούς της κυβέρνησης και στο ΚΚΙ ν’ ανασάνουν στις πρώτες κρίσιμες μέρες και να οργανώσουν τις μετέπειτα κινήσεις τους.
Μάλιστα, όπως συχνά συμβαίνει στην πολιτική, το ένα λάθος ακολουθήθηκε από δεύτερο, ακόμη μεγαλύτερο: Ενώ αρχικά η ηγεσία των αναρχικών αρνήθηκε να προχωρήσει στη δημιουργία εργατικής κυβέρνησης, σύντομα έπεσε στην παγίδα του ΚΚΙ και κατέληξε να συμμετάσχει στην αστική κυβέρνηση του Λ. Μ., τόσο στην Καταλονία όσο και στην κεντρική κυβέρνηση της Μαδρίτης με 3 υπουργούς, μεταξύ των οποίων κι ο βασικός τους ηγέτης Χουάν Γκαρθία Όλιβερ.
Ο ρόλος του ΚΚΙ
Φυσικά, είναι λάθος να αναλύουμε την πολιτική του ΚΚΙ σαν κάτι αυθύπαρκτο. Η σκληρή πραγματικότητα είναι πως τόσο το ΚΚΙ όσο και κάθε άλλο ΚΚ εκείνης της εποχής δεν υπήρχε σαν ένα ανεξάρτητο κόμμα της εργατικής τάξης, έστω και με λανθασμένες θέσεις. Είχαν μετατραπεί σε διπλωματικά πρακτορεία της ΕΣΣΔ. Κάθε τους κίνηση δεν είχε άλλο στόχο από το να εξυπηρετήσει την εξωτερική πολιτική της Σοβ. Ένωσης, δηλαδή της γραφειοκρατίας. Ακριβώς το ίδιο έργο επρόκειτο να παιχτεί και στην Ελλάδα, 10 χρόνια μετά, στην περίοδο του εμφυλίου.
Ο διεθνισμός και τα σοσιαλιστικά ιδανικά είχαν πλέον οριστικά και αμετάκλητα αφαιρεθεί από τις ανάγκες αυτής της εξωτερικής πολιτικής.
Στα μέσα του ’30, ο Στάλιν είχε πλέον πειστεί ότι ο πόλεμος με τη Γερμανία ήταν αναπόφευκτος. Ήταν καθήκον λοιπόν η συμμαχία με τους Αγγλογάλλους. Κάθε τι που θα μπορούσε να τους τρομάξει, έπρεπε να καταγγέλλεται σαν προδοτική πολιτική. Και τίποτε βέβαια δεν θα μπορούσε να τρομάξει περισσότερο τους αστούς του παγκόσμιου καπιταλισμού από την κοινωνική επανάσταση σε μια ευρωπαϊκή χώρα… Άλλο τόσο βέβαια τρόμαζε και τον ίδιο τον Στάλιν μια τέτοια προοπτική. Μια πετυχημένη επανάσταση στην Ισπανία θα είχε τεράστιο αντίχτυπο και για το ίδιο του το καθεστώς, αφού θα ξαναξυπνούσε το τεράστιο ρωσικό προλεταριάτο που υπέφερε κάτω απ’ την κυριαρχία της γραφειοκρατίας.
Έτσι, τόσο στα λόγια όσο – κυρίως – στα έργα, το ΚΚΙ ανέλαβε το ρόλο της άκρας δεξιάς πτέρυγας του Λ. Μ. Δεν σταματούσε να διαλαλεί πως «ο μόνος του σκοπός είναι να υπερασπίσει τη δημοκρατική τάξη, σεβόμενο την ατομική ιδιοκτησία». Και φρόντιζε να κάνει πράξη αυτές τις διακηρύξεις, συκοφαντώντας και χτυπώντας ανοιχτά τους επαναστάτες του POUM και τους αναρχικούς. Τον Φλεβάρη του 1937 μάλιστα δε δίστασε να χρησιμοποιήσει στρατιωτικές μονάδες που ελεγχόντουσαν απ’ αυτό για να διώξει απ’ την επαρχία της Βαλένθια τους αγρότες που είχαν καταλάβει τα χτήματα και να επαναφέρει τους παλιούς τους ιδιοκτήτες!
Το POUM
Το POUM δημιουργήθηκε το 1935 από την ένωση δυο οργανώσεων, της Συμμαχίας Εργατών και Αγροτών, με βάση την Καταλονία και την τροτσκιστική Κομμουνιστική Αριστερά, του Αντρέ Νιν. Ο Λ. Τρότσκι είχε αντιπροτείνει στο Νιν να συνεργαστεί με την νεολαία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που αριθμούσε τότε 100.000 μέλη και βρισκόταν σε ρήξη με το επίσημο Σ. Κ., καθώς προχωρούσε με γρήγορα βήματα προς τ’ αριστερά.
Το νέο κόμμα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη μετά την εξέγερση του Ιούλη του ’36, η ηγεσία του ωστόσο έκανε σημαντικά σφάλματα. Κατέληξε να υποστηρίξει την κυβέρνηση του Λ. Μ. και ακολουθώντας το παράδειγμα των αναρχικών, να μπει στην κυβέρνηση της Καταλονίας, με τον Νιν να αναλαμβάνει το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Για τους σταλινικούς του ΚΚΙ το POUM ήταν ο κύριος στόχος, επειδή ήταν το κόμμα που έκανε την πιο συνεπή κριτική στο ΚΚ και τη Σ. Ένωση και υπήρχε πάντα ο φόβος να διορθώσει εγκαίρως την πορεία του, μπαίνοντας επικεφαλής των επαναστατικών διαθέσεων των μαζών. Έπειτα, καθώς είχε πολύ λιγότερες δυνάμεις από τους αναρχικούς, αποτελούσε πολύ πιο εύκολο στόχο για τους σταλινικούς, τουλάχιστον σε πρώτη φάση.
Η εξέγερση της Βαρκελώνης
Η καταστροφική πολιτική των αναρχικών και του POUM έδωσε όπως είπαμε τα περιθώρια στους δεξιούς σοσιαλιστές, τους ελάχιστους αστούς που είχαν μείνει με το μέρος των δημοκρατικών και κυρίως στους σταλινικούς του ΚΚΙ ν’ αρχίσουν σταδιακά να υπονομεύουν τις κατακτήσεις της ισπανικής επανάστασης. Από τα τέλη του 1936 κατόρθωσαν να αναδιοργανώσουν την αστυνομία και να ξαναδημιουργήσουν τον επίσημο στρατό. Έχει λεχθεί πολύ σωστά πως
«μια κυβέρνηση που στέλνει 15χρονα παιδιά με 40 χρονών ντουφέκια στο μέτωπο και κρατάει τις καλύτερες δυνάμεις της στις πόλεις, είναι φανερό πως φοβάται την επανάσταση πολύ περισσότερο απ’ ότι φοβάται τον Φράνκο».
Το σκηνικό είχε στηθεί σιγά σιγά και τον Μάη του 1937 η κυβέρνηση προχώρησε στην τελική της επίθεση. Ο σταλινικός αρχηγός της αστυνομίας στη Βαρκελώνη χρησιμοποίησε τις φρουρές εφόδου για να εκδιώξει τους αναρχικούς από το κεντρικό κτήριο των τηλεπικοινωνιών που δέσποζε σ’ ολόκληρη την πόλη. Η επίθεση αυτή προκάλεσε μαζική εξέγερση των εργατών που αντεπετέθηκαν, σήκωσαν παντού οδοφράγματα και κράτησαν τις θέσεις τους. Και πάλι όμως, οι αναρχικοί και το POUM που ήταν πανίσχυροι στην Καταλονία, αρνήθηκαν ν’ αναλάβουν τις ευθύνες τους. Ενώ θα μπορούσαν εύκολα να προχωρήσουν στην ανατροπή της τοπικής κυβέρνησης και να καλέσουν τους εργάτες ολόκληρης της χώρας να τους μιμηθούν, έκαναν το ακριβώς αντίθετο: Ζήτησαν από τους εργάτες να εγκαταλείψουν τα οδοφράγματα και να γυρίσουν στις δουλειές και στα σπίτια τους, γιατί τάχα «είχαν έρθει σε συμφωνία με την κυβέρνηση».
Μόνο η μικρή ομάδα των Διεθνιστών Τροτσκιστών και οι επαναστάτες αναρχικοί της ομάδας «Φίλοι του Ντουρούτι» αντιτάχτηκαν σ’ αυτή την προδοσία και ζήτησαν από τους εργάτες να συνεχίσουν τον αγώνα μέχρι τέλους, οι δυνάμεις τους όμως ήταν πολύ μικρές για ν’ αντιστρέψουν την κατάσταση.
Αυτή ήταν φυσικά η ευκαιρία που περίμεναν οι σταλινικοί. Η GPU, η μυστική αστυνομία του Στάλιν που ήταν κράτος εν κράτει, απήγαγε και δολοφόνησε τον Α. Νιν. Το POUM κηρύχθηκε παράνομο και η πολιτοφυλακή του διαλύθηκε. Παρόμοια τύχη περίμενε χιλιάδες αγωνιστές, σ’ ολόκληρη την Ισπανία. Η «νομιμότητα» άρχισε να βασιλεύει παντού…
Η τελική ήττα
Όπως ήταν φυσικό, η συντριβή της εξέγερσης στη Βαρκελώνη, η διάλυση των πολιτοφυλακών και η δημιουργία για μια ακόμη φορά των προνομίων των ολίγων που είχε καταργήσει η επανάσταση, έσπειρε τρομερή απογοήτευση μέσα στις γραμμές των εργατών και των αγροτών που πολεμούσαν ενάντια στον Φράνκο και που δεν έβλεπαν πια για ποιον λόγο έπρεπε να χύνουν το αίμα τους για μια κυβέρνηση που δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να προσπαθεί να επαναφέρει την παλιά μισητή κατάσταση. Τα μέτωπα συνέχισαν να σέρνονται για λίγο ακόμα καιρό, αλλά οι δημοκρατικοί έχαναν την μια επαρχία μετά την άλλη, χωρίς τίποτε πια να μπορεί να σταματήσει την επέλαση των φασιστών. Τον Μάρτη του 1939 έπεφτε η Μαδρίτη και οι σοσιαλιστές και κομμουνιστές «ηγέτες» το έσκαγαν για το εξωτερικό αφήνοντας, ως συνήθως, τους εργάτες στην τύχη τους. Η σαραντάχρονη δικτατορία του Φράνκο ξεκινούσε.