Σήμερα, 13 Δεκέμβρη, συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη Σφαγή των Καλαβρύτων. Με αυτή την αφορμή αναδημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο του σ. Γιάννη Πιστιόλη.
13 Δεκεμβρίου 1943, ώρα 2:34 μ.μ. Το πρώτο από τα τρία μυδραλιοβόλα, ηχεί από το λόφο Καπή, πάνω από τα Καλάβρυτα. Η επιχείρηση «Unternehmen Kalawrita» λαμβάνει χώρα υπό τις εντολές του ναζιστικού στρατηγείου. Την εκτέλεση αναλαμβάνει η 117η Μεραρχία Κυνηγών, με έδρα την Πελοπόννησο και επικεφαλής τον στρατηγό Carl Von Le Souir. Στην επιχείρηση λαμβάνουν μέρος και Έλληνες ταγματασφαλίτες, ντυμένοι με τις στολές του στρατού κατοχής. Το σήμα για την εκτέλεση δίνει με φωτοβολίδα από το κέντρο των Καλαβρύτων ο ταγματάρχης Hans Ebersberger και επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος είναι ο υπολοχαγός Wiliband Akabhuber.
Απολογισμός πάνω από 441 εκτελεσθέντες, το χωριό ισοπεδωμένο και τα σπίτι καμένα. Σχεδόν όλοι οι άνδρες κάτοικοι του χωριού είναι νεκροί. Οι γυναίκες του χωριού, μαζί με τα παιδιά και τους γέροντες κλειδωμένοι στο φλεγόμενο σχολείο, γλιτώνουν από τύχη. Το ρολόι της εκκλησίας του χωριού μένει μέχρι σήμερα σταματημένο στις 2:34, σαν ανάμνηση της σφαγής.
Η σφαγή των Καλαβρύτων είναι ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ναζιστικός στρατός κατοχής προχώρησε στη σφαγή των Καλαβρύτων ως αντίποινα για τη δράση των τοπικών οργανώσεων και ομάδων του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Απελευθερωτικός Στρατός). Πιο συγκεκριμένα στις 25 Νοεμβρίου ο Van le Souir δίνει την εντολή για την έναρξη της επιχείρησης «Unternehmen Kalawrita». Στόχος η αναζήτηση των ναζί αιχμαλώτων του 5ου λόχου του 749 συντάγματος καταδρομών που πιάστηκαν κοντά στους Ρωγούς στις 18 Οκτωβρίου από δυνάμεις του ΕΛΑΣ, και η επιβολή αντιποίνων. Έτσι η διαταγή αναφέρει:
«εκτέλεση ένοπλων ανταρτών και καταστροφή οικιών ή άλλων κτισμάτων στα οποία ανευρίσκονταν αντάρτες, όπλα ή προκηρύξεις».
Από τα Τάγματα Ασφαλείας, στα αντίποινα
Την διετία 1941-1943 η αντίσταση του ελληνικού λαού βρίσκεται στο αποκορύφωμα της. Από την μία, στις πόλεις και κυρίως στην Αθήνα οργανώνονται κινητοποιήσεις και απεργίες. Από την άλλη, στην επαρχία, οργανώνεται αντάρτικο με τη μορφή του ΕΛΑΣ.
Τα χτυπήματα στους κατακτητές είναι πολλά και αρχίζουν να οργανώνονται σε όλη την Ελλάδα θύλακες αντίστασης. Ο ΕΛΑΣ έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας του πληθυσμού σε όλη σχεδόν την επικράτεια.
Οι επικεφαλής αξιωματικοί μαζί με τους ντόπιους δωσίλογους, πολιτικούς και στρατιωτικούς, προσπαθούν να απαντήσουν με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, που στελεχώνονται με φιλοναζιστές Έλληνες, και με την ανάπτυξη των αντιποίνων στις δράσεις των ανταρτών. Έτσι δια του Νόμου 260/1943 που εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου 1943 δημιουργούνται από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη τα Τάγματα Ασφαλείας, που υπό τις οδηγίες της Βέρμαχτ έχουν σαν στόχο την ένοπλη δράση απέναντι στον ΕΛΑΣ. Γενικός προϊστάμενος των Ταγμάτων Ασφαλείας τοποθετείται ο Walter Simana. Η δράση τους ξεκινάει και αναπτύσσονται κυρίως στη Βόρεια Πελοπόννησο, τη Δυτική Στερεά Ελλάδα, την Αθήνα κ.α. Πρόκειται δηλαδή για ομάδες ελλήνων ακροδεξιών και λούμπεν στοιχείων, που πολεμούν υπό γερμανικές διαταγές όσους αντιστέκονται στην κατοχή.
Τα Τάγματα Ασφαλείας, υπό τις οδηγίες αξιωματικών της Βέρμαχτ, συμμετέχουν στη σφαγή του Χορτιάτη, στο ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων και στα μπλόκα της Κοκκινιάς και της Καλογρέζας.
Η σφαγή των Καλαβρύτων
Η περιοχή των Καλαβρύτων
και της Αιγιαλείας είχε αναπτύξει
ισχυρή αντιστασιακή δράση, ήδη από τις αρχές του 1943. Ο
γερμανικός στρατός της Βέρμαχτ άρχισε να ανησυχεί για το επαναστατικό κλίμα, το
οποίο ενδυναμωνόταν συνεχώς, και θέλει να το περιορίσει με μια οργανωμένη
εκκαθαριστική επιχείρηση που θα περιλάμβανει βομβαρδισμούς, πυρπολήσεις και
εκτελέσεις.
Στη Μάχη της Κερπινής στις 17 Οκτωβρίου
1943, η νίκη των ανταρτών ήταν μεγάλη. Είχαν
καταφέρει να αιχμαλωτίσουν 80 περίπου Γερμανούς στρατιώτες εκτελώντας τους.
Αυτή ήταν και η αφορμή*.
Η «επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκινάει στις 4 Δεκέμβρη 1943. Συμμετέχουν δυνάμεις του στρατού κατοχής και μέλη των τοπικών Ταγμάτων Ασφαλείας από την Πάτρα, το Αίγιο, την Τρίπολη, τον Πύργο και την Κορινθία. Στο διάβα τους σκορπούν το θάνατο. Καίνε χωριά και δολοφονούν σε όλη την έκταση της περιοχής, μέχρι που φτάνουν στα όρια των Καλαβρύτων. Τα χωριά Ρογοί, Κερπίνη, Ζαχλωρού, Βλασία κ.α. τυλίγονται στις φλόγες και αποτελούν τα προεόρτια για το ολοκαύτωμα που ακολουθεί. Ο ΕΛΑΣ εκδίδει οδηγία και καλεί τον πληθυσμό των Καλαβρύτων να εκκενώσει το χωριό.
Στις 9 Δεκέμβρη 1943 η ναζιστική δολοφονική μηχανή μπαίνει στα Καλάβρυτα. Ο Γερμανός διοικητής Ebersberger εκφωνεί λόγο:
«Οι κάτοικοι δεν πρέπει να φοβούνται. Να ησυχάσετε πρώτα εσείς και να βοηθήσετε κι εμάς να ησυχάσουμε. Να παραδώσετε, αν έχετε, όπλα και πολεμικό υλικό. Εμείς καταδιώκουμε μόνο αντάρτες. Εσείς, εφόσον είσθε φιλήσυχοι και φιλόνομοι, δεν πρέπει να φοβάσθε. Επειδή βγαίνουν περίπολα δεν πρέπει να κυκλοφορείτε πέραν της 16.00 ώρας. Από την πόλη επίσης δε θα βγείτε, διότι, όποιος επιχειρήσει κάτι τέτοιο, θα θεωρηθεί ως αντάρτης και αμέσως θα θανατώνεται. Να μας υποδείξετε, πού κρύβονται οι αντάρτες να τους τιμωρήσουμε. Εμείς αθώους δεν τους πειράζουμε καθόλου».
Κάποιοι Καλαβρυτινοί θεωρώντας πως θα γλιτώσουν από την οργή των ναζί, παραδίνουν έναν κατάλογο με ονόματα. Αφού πυρπολούνται τα σπίτια που ανήκαν σε αντάρτες ο διοικητής αναφωνεί:
«Είστε όλοι Παρτιζάνοι».
Στις 13 Δεκεμβρίου οι καμπάνες της εκκλησίας ηχούν στις 9 το πρωί και διατάζονται όλοι οι άρρενες κάτοικοι να συγκεντρωθούν στο δημοτικό σχολείο, έχοντας μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα για μια ημέρα. Στα σκαλοπάτια του σχολείου γίνεται ο διαχωρισμός και όλος ο αντρικός πληθυσμός άνω των 14 ετών οδηγείται στον κοντινό λόφο Καπή. Την ίδια ώρα οι γυναίκες και τα παιδιά κάτω των 14 ετών, μαζί με τους υπερήλικες κλειδώνονται στο δημοτικό σχολείο. Στις 2:34 μ.μ. ξεκινούν οι ριπές των οπλοπολυβόλων και οι εκτελέσεις ξεκινούν. Την ίδια στιγμή το δημοτικό σχολείο τυλίγεται στις φλόγες. Όλος σχεδόν ο αντρικός πληθυσμός της περιοχής πέφτει νεκρός ενώ από το φλεγόμενο δημοτικό καταφέρνουν, αφού σπάσουν την πόρτα, να γλιτώσουν οι αιχμάλωτοι και να ξεχυθούν στα αιματοβαμμένα Καλάβρυτα.
Ιστορική μνήμη, τιμή στους εκτελεσθέντες
80 χρόνια μετά από τη σφαγή στα Καλάβρυτα, ο λόφος Καπή στέκεται πάνω από την πόλη και υπενθυμίζει την φρίκη και την κτηνωδία που έλαβε χώρα στην περιοχή. Οι μαρτυρίες όσων γλίτωσαν φανερώνουν το μέγεθος της κτηνωδίας και μένουν για να υπενθυμίσουν σε εμάς την ανάγκη να μην χαθεί στη λήθη το ολοκαύτωμα.
Ο ναζιστικός στρατός κατοχής και οι ντόπιοι ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους βαρύνονται με εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Δυστυχώς σχεδόν κανείς από τους συμμετέχοντες δεν θα βρεθεί προ της δικαιοσύνης. Από τους υπεύθυνους αξιωματικούς που διέταξαν τη σφαγή, μόνο ο Felmy καταδικάστηκε στην Νυρεμβέργη, στην λεγόμενη δίκη των στρατηγών και εξέτισε τρία χρόνια στην φυλακή για μια πράξη που «δεν διέταξε και δεν γνώριζε». Ο Van le Souir πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1955 και κηδεύτηκε στην γενέτειρά του στην Βαυαρία με πλήρεις στρατιωτικές τιμές. Ο Ebensberger πέθανε στο Ανατολικό Μέτωπο.
Από τους ντόπιους συνεργάτες των ναζί, τους ταγματασφαλίτες, κανένας δεν βρέθηκε προ της δικαιοσύνης και δεν τιμωρήθηκε για τη συνέργεια του σε αυτά τα εγκλήματα. Πολλοί μάλιστα από αυτούς, στη συνέχεια, στελέχωσαν τον μεταπολεμικό κρατικό μηχανισμό και πήραν χάρη, για να συνεχίσουν τον αντικομμουνιστικό τους αγώνα.
Καθήκον μας να μην αφήσουμε την ιστορική μνήμη να χαθεί και να συνεχίσουμε τον αγώνα κατά του φασισμού. Πρέπει να συνεχίσουμε να αποκαλύπτουμε τη δράση των ντόπιων συνεργατών των ναζί και να αγωνιζόμαστε απέναντι στους πολιτικούς απογόνους τους (χρυσαυγίτες και άλλους ακροδεξιούς), που προσπαθούν να κρύψουν την ιστορική αλήθεια. Ο αντιφασιστικός αγώνας του σήμερα πρέπει να θυμάται τις ιστορίες των Καλαβρύτων, του Χορτιάτη, της Κοκκινιάς, όπως πρέπει να θυμάται και το τσάκισμα του φασισμού το 1945. Πρέπει να θυμάται το κόστος σε ανθρώπινες ζωές που είχε η ναζιστική παράκρουση και να παλεύει στο σήμερα ενάντια στις πολιτικές και το σύστημα που γεννούν αυτά τα φαινόμενα. Το οφείλουμε στους νεκρούς των Καλαβρύτων.
Δείτε εδώ βίντεο με μαρτυρίες από τη σφαγή των Καλαβρύτων στην εκπομπή «Μηχανή του χρόνου»