Συνέντευξη του Σεραφείμ Σεφεριάδη (αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Life Member στο πανεπιστήμιο του Cambridge) στη Ματίνα Καλτάκη, στο πλαίσιο του άρθρου «Πόσο επικίνδυνο βιβλίο είναι ‘Ο Αγών μου’ του Αδόλφου Χίτλερ;» στο περιοδικό Lifo. http://m.lifo.gr/articles/theater_articles/96808
Τον περασμένο Γενάρη κυκλοφόρησε στη Γερμανία ξανά, έπειτα από 70 χρόνια, το πολυσέλιδο βιβλίο του Αδόλφου Χίτλερ «Ο Αγών μου», σε μια «επιστημονική», εξαντλητικά σχολιασμένη έκδοση του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου (με 3.700 υποσημειώσεις που κατευθύνουν τη «σωστή» ανάγνωση των 2.000 σελίδων του). Λίγους μήνες πριν, τον Σεπτέμβριο του 2015, έκανε πρεμιέρα στο Kunstfest της Βαϊμάρης η παράσταση θεάτρου-ντοκουμέντο των Rimini Protokoll, «Adolf Hitler: Mein Kampf, vol. 1&2» που θα δούμε σε λίγες μέρες και στην Αθήνα (Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών). Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε με αφορμή την παράσταση αυτή.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ήταν σωστή η επί δεκαετίες απαγόρευση της έκδοσης του βιβλίου του Χίτλερ; Εκτός συμβολικού πλαισίου, δικαιολογεί η επανέκδοση του βιβλίου προβληματισμό και ανησυχία, σε μια περίοδο που σημειώνεται άνοδος των εθνικιστικών/ρατσιστικών ιδεών και των ακροδεξιών κομμάτων στη Γερμανία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η επί δεκαετίες απαγόρευση της επανέκδοσης στη Γερμανία αντανακλούσε μια απολύτως εύλογη συλλογική ανάγκη καταδίκης του ναζισμού, και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Η εγκληματική φύση του φασισμού αποτελεί ιστορικά βιωμένη παρακαταθήκη της ανθρωπότητας, και όποιος, έργω ή λόγω, παραγνωρίζει ή σχετικοποιεί αυτή την παράμετρο δεν προωθεί κάποιον δήθεν «πλουραλισμό της άλλης άποψης» αλλά εισηγείται έναν γνωστικό παλιμπαιδισμό στον οποίο πρέπει να αντισταθούμε.
Όμως η πραγματικότητα αυτή ενείχε (και ενέχει) και τον κίνδυνο της μυθοποίησης του εν λόγω, ιδιαιτέρως κακογραμμένου, βιβλίου. Στο θέμα αυτό απαιτείται νηφαλιότητα. Δεν γίνεται κάποιος φασίστας, διαβάζοντας το «Mein Kampf» – ασφαλώς και όχι. Όμως το ζήτημα του συμβολισμού της έκδοσης δεν είναι διόλου αμελητέο: μπορεί κάποιος να θεωρήσει πως αποτελεί έμμεση νομιμοποίηση της εγκληματικής ναζιστικής δοξασίας στη χώρα όπου γεννήθηκε και πως, με την έννοια αυτή, ανοίγει και πάλι, στην ιδιαίτερα φορτισμένη σημερινή συγκυρία, συζήτηση για τις φασιστικές ιδέες και πρακτικές. Πιστεύω πως ο εξονυχιστικός κριτικός υπομνηματισμός της έκδοσης του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου αντιμετωπίζει με επάρκεια τον κίνδυνο αυτό και εύχομαι η επανέκδοση να προστεθεί σε έργα όπως το «Lying about Hitler» (Basic Books, 2002) του αγαπητού μου φίλου, ιστορικού στο Cambridge, Richard J. Evans, όπου απαντώνται καίρια οι πρακτικές των αρνητών του Ολοκαυτώματος αλλά και συνολικότερα του μεθοδολογικά ανεπίγνωστου σχετικισμού που τα τελευταία χρόνια καταδυναστεύει τις ανθρωπιστικές επιστήμες.
Βέβαια, το ποια ακριβώς θα είναι η υποδοχή και η επίδραση της επανέκδοσης θα κριθεί από τα κοινωνικά και πολιτικά ισοζύγια. Διεξάγεται καθημερινά ένας διαρκής πόλεμος σημασιοδοτήσεων, στον οποίο δεν συμμετέχουν μόνον εκδόσεις και διανοούμενοι, αλλά κυρίως οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Δείτε, λ.χ., πώς η εξακολουθητική ανεπάρκεια της κυβερνώσας «Αριστεράς» στην Ελλάδα νεκρανάστησε τον πιο χυδαίο ιδεολογικό νεοφιλελευθερισμό και πώς απειλεί περαιτέρω να ενδυναμώσει τον φασισμό. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και οι ευθύνες τεράστιες.
ΕΡ: Τίθεται ζήτημα προστασίας της δημοκρατίας; Πού τελειώνουν τα (θεσπισμένα από το δημοκρατικό πολίτευμα) δικαιώματα ανθρώπων/πολιτών που δεν τη σέβονται, και των οποίων ο λόγος διακηρύσσει την αμφισβήτηση και εν τέλει την κατάλυσή της;
ΑΠ: Στη δημοκρατία οι πολίτες έχουν ελευθερία λόγου και αυτό πρέπει να προστατεύεται, όπως, όμως, πρέπει να προστατεύεται και η ίδια η δημοκρατία.
Στις μέρες μας τείνουμε εσφαλμένα να συρρικνώνουμε την έννοια της δημοκρατίας στις θεσμοθετημένες εκφορές της, που όμως, όχι σπάνια, αντιβαίνουν βάναυσα στο πνεύμα της δημοκρατικότητας που κατά τα άλλα διατείνονται πως εξυπηρετούν.
Όμως δημοκρατία δεν είναι ό,τι προστατεύει τους θεσμούς αλλά ό,τι ενδυναμώνει τον δήμο: και μόνο ένας ισχυρός δήμος είναι σε θέση να διαμορφώσει πραγματικά δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτό πρέπει να εγγράφεται στους θεσμούς (κάτι που, δυστυχώς, δεν γίνεται ή γίνεται απολύτως στρεβλά).
Μια έκδοση δεν απειλεί τη δημοκρατία – η δημοκρατία απειλείται εκεί όπου οι εντολές των εκλεγμένων αντιπροσώπων παραποιούνται και παραβιάζονται· εκεί όπου οι κατ’ όνομα λογοδοτούντες θεσμοί παύουν να λογοδοτούν· εκεί, τελικά, όπου ο πλούτος που η κοινωνία συλλογικά παράγει διασπαθίζεται και συρρικνώνεται διότι ιδιοποιείται ατομικά.
Μπορεί η απάντησή μου να φαίνεται κάπως «μακρινή» ως προς το ζήτημα της έκδοσης του «Mein Kampf», αλλά δεν είναι. Αν δεν εντάξουμε τον προβληματισμό μας στο πλαίσιο αυτό (τι είναι «δημοκρατία» και «δημοκρατικό» και πώς αυτό μπορεί να εκφραστεί θεσμικά) φοβάμαι πως ό,τι και να πούμε θα είναι μετέωρο και αθεμελίωτο. Η υποδοχή της έκδοσης θα συντελεστεί σε ένα, ούτως ή άλλως, πολιτικά φορτισμένο τοπίο. Οι αντιλήψεις με τις οποίες το τοπίο αυτό διαμορφώνεται θα κρίνουν και το πώς θα γίνει η ανάγνωσή της.
ΕΡ: Από την άλλη, οι σύγχρονες δημοκρατίες αντιδρούν σπασμωδικά (ψηφίζονται νόμοι που επαναφέρουν λογικές λογοκρισίας, όπως ο νόμος Γκεσό, και περιστέλλουν θεμελιώδεις ελευθερίες, μεταξύ άλλων και της καλλιτεχνικής έκφρασης) σε μια εποχή που ζούμε την τρομακτική ελευθερία του Διαδικτύου. Ποια πιστεύετε ότι είναι η σωστή στάση των προοδευτικών πολιτών αυτή την περίοδο απορρύθμισης και επανεξέτασης βασικών αξιών του δυτικού κόσμου;
ΑΠ: Αν είναι κάτι που χαρακτηρίζει τη στάση των σύγχρονων «δημοκρατιών» της ολοένα συρρικνούμενης δημοκρατίας, αυτό είναι η «χωρίς αρχές σπασμωδικότητα». Όταν η περιστολή των ελευθεριών δεν είναι στρατηγικά σχεδιασμένη (που, ας μην αμφιβάλλουμε, πρόκειται για τον κανόνα) αντανακλά μια εννοιολογική αφέλεια που επιμένει να φέρνει κάτω από τη στέγη της ίδιας λέξης ολότελα διαφορετικά νοήματα.
Πολύ καλό παράδειγμα αποτελεί η «εχθροπάθεια» του νόμου Γκεσό, με τον οποίο στηλιτεύεται και ποινικοποιείται η έντονη εναντίωση αδιακρίτως, «απ’ όπου κι αν προέρχεται». Το ερώτημα που στο πλαίσιο του σκεπτικού του νόμου αυτού δεν τίθεται (λόγω ιδεολογικής ιδιοτέλειας και επιστημονικής ανεπάρκειας) είναι το μείζον: «εχθροπάθεια» απέναντι σε ποιον και σε τι;
Πίσω από μια αφελή και επιστημονικά έωλη γενίκευση εξομοιώνονται ο θύτης και το θύμα, το άσπρο και το μαύρο ή, με αριστοτελικούς όρους, το Α και το -Α. Πρόκειται για κλασική περίπτωση παραλογισμού που πλήττει την προοδευτική σκέψη (και τη συναφή της καλλιτεχνική δημιουργία).
Για να αντιμετωπιστεί, αρκούν μερικά απλά, κυριολεκτικά ρητορικά, ερωτήματα: Απαγορεύεται κανείς να επιτίθεται σε πρακτικές που τεκμηριωμένα έχουν οδηγήσει σε αιματοχυσίες, όπως ο φασισμός; Αν πρόκειται για τα πρόσφατα εγκλήματα του ISIS, οι συντάκτες ασφαλώς θα υποστήριζαν, και εν τοις πράγμασι υποστηρίζουν, πως όχι, δεν απαγορεύεται (άρα ο νόμος δεν ισχύει!).
Αν όμως τους ρωτούσαμε περί του αν ο ορισμός τους αφορά και «εχθροπάθεια» ενάντια σε πολιτικές που προκάλεσαν τη γιγάντωση του φαινομένου ISIS ή εισηγήθηκαν τον μαζικό επαναπατρισμό προσφύγων σε περιοχές-κολαστήρια, ή αν περιλαμβάνει και την «εχθροπάθεια» απέναντι σε όσους προκαλούν νέες χρηματοπιστωτικές φούσκες και, με την παρατεταμένη λιτότητα που εισηγούνται και επιβάλλουν, οδηγούν ολόκληρες κοινωνίες στον όλεθρο, τότε θα υποστήριζαν πως ναι, αυτού του είδους η «εχθροπάθεια» εκ του νόμου απαγορεύεται.
Είναι, άλλωστε, φανερό ότι εναντίον αυτού του είδους «εχθροπάθειας» είναι που βάλλουν και αυτήν έχουν κυρίως στο μυαλό και τις επιδιώξεις τους. Πρόκειται για στάση που, αν δεν είχε τόσο τραγικές επιπτώσεις για τόσο πολλούς ανθρώπους, θα ήταν απλώς φαιδρή.
Το Διαδίκτυο βοηθά σε μεγάλο βαθμό να αντιμετωπιστεί αυτή η αθλιότητα, όμως σε καμιά περίπτωση δεν αρκεί. Απαιτείται, πριν και πάνω απ’ όλα, μεθοδολογική και πολιτική θεμελίωση (και πολιτική ενεργοποίηση) και αυτά εξακολουθούν στις μέρες μας να αποτελούν ζητούμενο αλλά και ευθύνη όλων όσοι συνδιαμορφώνουμε τη δημόσια σφαίρα.
Εν κατακλείδι, θα έλεγα πως η σύντονη, μαχητική και αποτελεσματική εναντίωση σε πρακτικές που αποσκοπούν στη διαιώνιση της κυριαρχίας της φαύλης μειονότητας (ανθρώπων σαν κι αυτούς που πρωτοστατούν στα Panama Papers) που στις μέρες μας διαφεντεύει το μέλλον του πλανήτη δεν αποτελεί μόνο δικαίωμα αλλά και την ύπατη δημοκρατική υποχρέωση.